Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιδέα του Αγαθού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιδέα του Αγαθού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ




                                                                                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   Μ.Ε.   ΤΣΩΝΗ
                                                                                                                 Δρ       ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

         
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια.
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς.  Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του για να είναι επαρκής; Τι είναι το καλό; Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Ηδονή ή ευφυία; Τι  είναι η γνώση; Πώς φθάνουμε σ’ αυτή; Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον; Αν κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή; Οι παραπάνω ερωτήσεις θα αποτελέσουν έναυσμα προβληματισμού για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της έννοιας της αισθητικής.

            Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη, ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των Ιδεών. «Στους διαλόγους του οι Ιδέες επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους. Αποτελούσαν τους κοινούς χαρακτήρες μιας ομοειδούς ομάδας αντικειμένων, σχέσεων ή ηθικών κρίσεων, τους ορισμούς και την ουσία των πραγμάτων, τα νοητά παραδείγματα που με επιτυχία μιμούνταν τα αισθητά, τέλος,  τα αίτια της ύπαρξης των αισθητών. Συλλαμβάνονταν ως νοητές οντότητες απρόσιτες στην ανθρώπινη αίσθηση, ανεξάρτητες, αυτοτελείς και οντολογικά ανώτερες συγκριτικά με τα αισθητά, χωρίς καμία συμπλοκή ή επικοινωνία μεταξύ τους.»(Β.Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, σελ.131).
Η σχέση τους με τα αισθητά αποτελεί μια σχέση μέθεξης και μίμησης΄ η δε ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις Ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού.
          Ο Πλάτωνας αποφεύγει στον Τίμαιο κάθε έκφραση που θα έδινε την εντύπωση της «άμεσης επαφής ή της αμοιβαίας διείσδυσης αισθητών και Ιδεών». Η ανεξαρτησία όμως αυτών των δύο οντολογικών επιπέδων κατοχυρώνεται με την εισαγωγή της Χώρας, που λειτουργεί «ως επιφάνεια αντικατοπτρισμού και παρεμβάλλεται ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά». ΄Ετσι, η χώρα γίνεται η έδρα των αισθητών, και λειτουργεί, όπως ο καθρέφτης στον οποίο σχηματίζονται τα είδωλα των Ιδεών. Τα αισθητά περιφέρονται ως φαντάσματα άλλων πραγμάτων, ως εφήμερες σκιές διαφορετικών αντικειμένων. Γι΄ αυτό δεν έχουν αυθεντική ύπαρξη.
          Την αισθητή από τη νοητή σφαίρα τη χωρίζει πάντοτε ένα χάσμα΄ η αισθητή σφαίρα είναι ένα παράδειγμα, ένα εποπτικό σημάδι, που υποδηλώνει ένα νόημα.
«Μέσα σε όλα αυτά που ρέουν και φεύγουν γύρω μας και μέσα μας κρατιέται η ενότητα του εαυτού μας, που διαπιστώνει και τη ροή των άλλων και το πέρασμά της από τη μια κατάσταση στην άλλη…..Τα δεδομένα των αισθήσεων και όλες οι καταστάσεις του εαυτού μας δεν υπάρχουν παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά οργανώνονται μέσα μας και συντάσσονται σε ενότητες, και οι ενότητες πάλι αυτές συναρμόζονται σε μια καθολική ενότητα του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου. (Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.251)       Τα αισθητά και οι Ιδέες δεν έχουν τίποτε κοινό. Τα αισθητά είναι επιφαινόμενα, ασταθή προϊόντα της αλληλεπίδρασης των Ιδεών και της Χώρας, χωρίς αυτόνομη αιτιακή δυνατότητα και αυθεντική ύπαρξη. Η Ιδέα, συνεπώς, είναι ουσία, ενώ το αισθητό σχετική οντότητα («όχι τούτο αλλά τοιούτον») 
          Κορυφαία των Ιδεών αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού. Αυτή είναι η έσχατη αρχή της γνώσης και της ύπαρξης, εμπεριέχει και ενεργοποιεί όλες τις άλλες ιδέες, κάνει τα όντα να υπάρχουν και να γίνονται γνωστά, - όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα αισθητά να γίνονται γνωστά, να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, έτσι το αγαθό φωτίζει το νοητό κόσμο με την αλήθεια. Στις περιοχές του όντος κορυφαίο είναι το Εν. Ακολουθούν με τη σειρά οι Ιδέες, τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά και η ύλη.
          Σύμφωνα με τους οπαδούς της αέναης ροής των πάντων, τα αισθητά αποτελούν συνάρτηση των αισθητηρίων οργάνων μας και του περιβάλλοντός μας γενικότερα.(Πλ.Θεαίτ.153c)
Ο Δημόκριτος πάλι, υποστηρίζει ότι «οι αισθήσεις είναι στιγμιαίο προϊόν της φυσικής επαφής κι ότι οι αισθητές ιδιότητες δεν έχουν σταθερό χαρακτήρα. Η αίσθηση είναι ένα αποτέλεσμα της αλλοίωσης στο σώμα μας, που προκαλείται από τη σύγκρουση ατόμων που βγαίνουν από το αντικείμενο της αντίληψης, ότι η σωματική μας κατάσταση μεταβάλλεται από την ηλικία και άλλες αιτίες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.» Υποστηρίζει, επίσης, ότι στην περίπτωση της όρασης, τα άτομα από το αντικείμενο δεν μπαίνουν απευθείας στο μάτι, αλλά συναντούν απορροές του ματιού και σχηματίζουν μαζί τους μια εικόνα που μπαίνει στο μάτι»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.68-9)
          Στον Τίμαιο η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σε εξωτερικά σώματα΄ η κίνηση τότε, μεταδίδεται στην ψυχή και δημιουργείται αίσθηση, γιατί συμβαίνει τα περισσότερα μέρη του σώματος να διαθέτουν ευκινησία.(Πλ.Φιλ.64ab)
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το αισθητό και αισθανόμενο υφίστανται όσο διαρκεί η διαδικασία της αντίληψης. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας δέχεται ότι τα αισθητά μεταβάλλονται αδιάκοπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική επιστήμη γι΄ αυτά,   σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι αμετάβλητες.
Τα αισθητήριά μας είναι τα όργανα με τα οποία αισθανόμαστε. Οι αισθήσεις καταλήγουν σε μια ιδέα. Τέλος, το κοινό που υπάρχει στα αισθητά, το συλλαμβάνουμε μόνο με την ψυχή.(Πλ.Θεαίτ.184b-186e)
          Στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.37b2) ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του κόσμου αντιλαμβάνεται το νοητό και αισθητό, το αισθητό και τις ιδέες. Κι ο αισθητός κόσμος όμως, δικαιώνεται, ανήκοντας στο μεγάλο παιχνίδι ισορροπιών της ζωής. «Είναι μέρος της ζωής όμοιο με τα άλλα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι το σώμα και τις κατώτερες ψυχές τις δημιούργησαν  σοφοί θεοί κατά το πρότυπο του Δημιουργού, δείχνει ότι και στον αισθητό κόσμο έφτανε μια ανταύγεια της αιώνιας ζωής.»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.177)      
          Βασική αρχή της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι το θαυμάζειν(Πλ.Θεαίτ.155d). Ενώ ο Θεός είναι σοφός, ο Φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, διακατέχεται από ένα συνεχή πόθο για την αληθινή σοφία.  ΄Ετσι η Φιλοσοφία αποτελεί τον έρωτα του φιλοσόφου για τις Ιδέες΄ δεν είναι τέλεια επιστήμη αλλά διανοητικό φως που τρέφεται από τον έρωτα, μια επίμονη προσπάθεια σε μια γνώση που ποτέ δε θα γίνει κτήμα των θνητών.
Από την άλλη, με την αισθητική, την κριτική δηλαδή, ενέργεια  ο φιλόσοφος στοχαστής θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. “Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια. Εκείνος ωραίο ονομάζει το ακμαίο και το ώριμο ή το χρήσιμο.”(Ε.Παπανούτσου, Αισθητική, σελ.15)  
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς, το μόνο που κάνουν είναι να ταυτίζουν τα ομοιώματά της μ΄ εκείνη. Η διάνοιά τους αδυνατεί να γνωρίσει και να αγαπήσει τη φύση της Ομορφιάς.(Πλ.Πολ.V 476bd) Αυτοί είναι οι φιλόδοξοι, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που γνωρίζουν ότι η ομορφιά είναι μοναδική, ενιαία, ανάλλαγη στην ουσία της(Πλ.Πολ.V475e-476c,476a) και που με την παρουσία της γαληνεύει ο στοχασμός μας. Την ενότητα αυτή τη χαρίζει στον Πλάτωνα η ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Ο φιλόσοφος με την ιδέα της ομορφιάς και την ιδέα του αγαθού κατορθώνει να φτάνει στο είναι του κόσμου.
Συγκρίνοντας ο Πλάτωνας  την Τέχνη με την Επιστήμη θέτει τον όρο πως είναι ανόητο να ψάχνουμε στο έργο τέχνης την αλήθεια της επιστήμης. “Η επιστήμη δουλεύει με τη νόηση- τον καθαρό λόγο θα λέγαμε- ενώ η τέχνη πλησιάζεται με τις αισθήσεις. Αυτή η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που θα αποτελέσει κτήμα ες αεί της φιλοσοφίας και θα θεμελιώσει κάθε προσπάθεια φιλοσοφικής αισθητικής στα νεότερα χρόνια, έχει χαραχτεί με απόλυτη σαφήνεια από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία(Πλ.Πολ.VII529a-530c)”(Μ.Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, σελ.237)
Τα όντα μπορούν να ληφθούν μόνο με τη νόηση και το λόγο, όχι με την αίσθηση. Πίσω από την αίσθηση υπάρχει η νόηση, πίσω από τα αισθητά τα νοητά. Με τα μάτια του σώματος δε βλέπουμε την αρχή των όντων, γιατί δεν είναι ορατή, μα με τα μάτια της ψυχής, που η «κρυμμένη λαμπεράδα των είναι η νόηση». Με τη νόηση αγγίζουμε πραγματικά την αρχή του κόσμου, όπως κι αν την ορίσουμε. Κάθε αισθητή παράσταση αποτελεί μόνο εικόνα που απέχει πολύ από την αλήθεια εκείνων (Πλ.Πολ.VII529d) Το μέτρο της επιστήμης, που είναι το μέτρο της αλήθειας, δε χρησιμεύει στην τέχνη που δημιουργεί μια εικόνα αισθητή.
          Για να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης με το απόλυτο αισθητικό κριτήριο της αισθητικής συγκίνησης, της αισθητικής ηδονής, πρέπει αυτό να μην κλείνει ούτε το ελάχιστο ηθικό, θεωρητικό ή πραχτικό στοιχείο.  Να στοχεύει αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, χωρίς όμως να έχει κάποια αποφασιστική σημασία για την αξία του. Η αποτίμησή του συνεπώς, πρέπει να γίνει με κριτήρια την ηδονή, την  ωφέλεια και την αλήθεια.
          Προκειμένου να καλύψουμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά και εμπεριστατωμένα το κεφάλαιο της αίσθησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με το καλό, τις ηδονές, τη μνήμη-ανάμνηση και τη γνώση.  
KAΛΟ

Υπάρχει μια υπέρτατη «Ιδέα», το Καλό ή Είδος του Καλού, που αποτελεί ύψιστο αντικείμενο μελέτης του φιλοσόφου, και μια  ανώτερη επιστήμη, η «διαλεκτική», που ρόλος της είναι  να οδηγεί άμεσα στη θέαση αυτού του «καλού».Το καλό δεν αποτελεί  αληθινή υπόσταση ούτε ουσία, αλλά βρίσκεται  πέρα κι από τις δύο, αποτελώντας την πηγή της υπόστασης κάθε πράγματος.
Η «Ιδέα του Καλού»  αποτελεί για τα αντικείμενα  και τη γνώση ό,τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Δηλαδή, καθιστά όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης γνωστά με το είναι, την ουσία τους.
Ανάμεσα στις Ιδέες, το Καλό κατέχει ανώτερη θέση. Ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, της οποίας η θέαση θυμίζει το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιστημονική γνώση είναι γνώση Ειδών και ότι το Καλό είναι ανώτερο από τα Είδη, τότε το σύνολο των Ειδών αποτελούν εκφάνσεις του Καλού.
          Το Καλό είναι Ιδέα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός, γιατί Θεός είναι η τέλεια καλή ψυχή. Δεν είναι Ιδέα ούτε Είδος, γιατί το Είδος του Καλού είναι «η υπερβατική πηγή της υπόστασης και νοησιμότητας κάθε άλλου πράγματος». Η Ιδέα του Καλού είναι υπέρτατη αξία, πηγή κάθε αξίας και πηγή κάθε ύπαρξης.
Μάλιστα το καλό  θεάται μόνο όποιος το βιώνει. Γι΄ αυτό ο «φιλόσοφος», όπως λέγεται στην «Πολιτεία», με την πλούσια κοινωνική του δράση αλλά και τον ηρωικό του χαρακτήρα φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της επιστήμης, καθώς τον φωτίζει η θέαση του Καλού.
          Αυτό που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα  είναι να προσδιορίσει τι άραγε είναι «καλό»  για τον άνθρωπο ειδικά(Πλ.Φιλ.11a-20b). Αν έχουμε κατά νου ότι στόχος πρέπει να είναι ο άριστος βίος, ούτε η καθαρή ηδονή ούτε η καθαρή σκέψη μπορούν να αποτελέσουν το καλό. Αν βέβαια, έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο, η σκέψη θα ήταν η προτιμότερη επιλογή. Συγκεκριμένα στον πλατωνικό «Φίληβο», όταν ο Φίληβος θεωρεί πως η ηδονή, η χαρά και η απόλαυση είναι το καλό, ο Σωκράτης αμφισβητεί και προτείνει τη σκέψη, τη νοημοσύνη, τη μνήμη, και τη σωστή κρίση, για όποιον μπορεί να τα χαρεί.(Πλ.Φίλ.11b) O Σωκράτης ενστερνίζεται πως δεν υπάρχει καλό ειδικά για τον άνθρωπο, γιατί το καλό από μόνο του είναι καθολικό. ΄Ενας νοήμων άνθρωπος εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει πως η χρήση της ευφυίας είναι πολύ καλύτερη από την ηδονή. Αυτό σημαίνει ότι το καλό δεν είναι ούτε το ευχάριστο συναίσθημα ούτε η σκέψη καθαυτή. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, τότε θα διαλέγαμε τη σκέψη, ως πιο συγγενικό στο απόλυτα καλό για τον άνθρωπο(Πλ.Φιλ.11e).
Φυσικά, ο άνθρωπος στη ζωή του χρειάζεται και τα δύο για να είναι επαρκής. Ζωή που διέπεται μόνο από συναίσθημα προσιδιάζει μόνο τα κτήνη ή τα φυτά, από την άλλη, ζωή μόνο με σκέψη είναι ίδιον του Θεού. Συνεπώς, το καλό για τον άνθρωπο συνίσταται και στις δύο μεταβλητές.(Πλ.Φιλ.22c)
          Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, διέπουν τη ζωή τους έχοντας διάφορες προσδοκίες χαράς ή λύπης για το παρόν και μέλλον τους.(Πλ.Φιλ.39d-e) Συμβαίνει όμως, στους καλούς ανθρώπους που είναι θεοφιλείς, αγαπητοί δηλαδή στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους να ικανοποιούνται, ενώ στους κακούς να μην ικανοποιούνται(Πλ.Φιλ.40a-b). «Ο καλός απολαμβάνει την προσδοκία των εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο΄ ο κακός χαίρεται με ονειροπολήματα αιφνίδιου πλουτισμού κλπ., γεγονότα που δε συμβαίνουν στον κόσμο όπως τον δημιούργησε ο Θεός»(A.E.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.481)
          Βέβαια, προκειμένου να ζήσουμε ως άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους, αφενός πρέπει να γνωρίζουμε «τα  αληθέστατα», δηλαδή τις αληθινές γνώσεις των άγχρονων πραγμάτων, της καθαυτής αρετής, και την ευφυία που χρειάζεται η χρήση τέτοιας γνώσης(Πλ.Φιλ.62a-d)  και μετά ίσως μπορούμε να δεχτούμε τις κατώτερες ηδονές και τέχνες(Πλ.Φιλ.61e)
Το καλό συνεπώς, συνίσταται στο «μεικτό βίο». Κι επειδή ο παράγοντας που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλεί σύγχυση.. ΄Ετσι, το καλό αποτελεί μορφή του ωραίου (καλού), γιατί το μέτρο και η αναλογία είναι τα μυστικά του κάλλους((Πλ.Φιλ.64c-e). Μάλιστα, το μέτρο-αναλογία, η ωραιότητα, η αλήθεια ή πραγματικότητα ενυπάρχουν στο καλό ως τρία είδη ιδέας και συμβάλλουν στην αρετή του “μείγματος”(Πλ.Φιλ.65c).
Συμπερασματικά οφείλουμε να πούμε πως ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία  μόνα τους μπορούν να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, γιατί κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο. Εξάλλου, η ευφυία συνδέεται με τον άριστο βίο για τον άνθρωπο, ο οποίος και απολαμβάνει τη διανοητική δραστηριότητα.(Πλ.Φιλ.66d-67b)

HΔΟΝΕΣ

          Στην ερώτηση τι είναι το καλό, ο Φίληβος μιλά για την «ηδονή», τη χαρά και απόλαυση (Πλ. Φιλ.11a). Η «ηδονή» συνδέεται κυρίως με τον ακόλαστο βίο, τη μωρία και τις εξωφρενικές ονειροπολήσεις.  Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τις ηδονές, θα ήταν λάθος να τις χαρακτηρίζαμε όλες οπωσδήποτε καλές(Πλ.Φιλ.12d). Η φράση «η ηδονή είναι καλή» υπονοεί ότι υπάρχουν ηδονές καλές αλλά και κακές. ΄Ολες βέβαια είναι ευχάριστες(Πλ.Φιλ.13a) . Τίθεται όμως το ερώτημα αν υπάρχουν διακρίσιμα είδη ηδονής και πόσα(Πλ.Φιλ.19b)
Σε σχέση με το καλό, μπορούμε να πούμε  ότι η ηδονή δεν είναι αυτό το ίδιο το καλό, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα δεχόταν να διάγει μια ζωή αποκλειστικά έντονων απολαύσεων. Η ευτυχία συνίσταται όχι   μόνο σε πληρότητα ευχάριστου συναισθήματος αλλά και  σε σκέψη και νοητική δραστηριότητα. Απαιτείται δηλαδή, μια μεικτή ζωή.
Στην Πολιτεία καθορίζεται ότι η ηδονή και η λύπη τόσο της ψυχής όσο και του σώματος είναι μια κίνηση(Πλ.Πολ.Θ583e). Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη κίνησης, ησυχία. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση  ως ηδονή ή λύπη, όμως μπροστά στις αληθινές ηδονές  αυτές οι δήθεν ηδονές  είναι «φαντάσματα». Τέτοιες είναι αυτές που ξεκινούν από το σώμα και κατευθύνονται προς την ψυχή, αλλά και όσες ηδονές ή λύπες οφείλονται στην προσδοκία (Πλ.Πολ.Θ583c-584c)
Η ηδονή, όπως και ο πόνος,  ανήκουν στην κλάση του “απείρου”, αφού κανένα δεν έχει από τη φύση του ελάχιστο ή μέγιστο όριο (Πλ.Φιλ.27a) Εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργείται η ηδονή ή ο πόνος είναι πάντοτε ένα ον ζωντανό, το ον που αισθάνεται την ηδονή, και το οποίο ανήκει στην «κλάση των μεικτών», εφόσον ο οργανισμός του αποτελεί σύνθεμα πλήθους συστατικών(Πλ.Φιλ.31c).
Διατάραξη της ισορροπίας των συστατικών του οργανισμού, συνεπάγεται τον πόνο, ενώ η αποκατάσταση της διατάραξης, επιφέρει την ηδονή(Πλ.Φιλ.31d-e)
Aυτό είναι ένα πρώτο είδος ηδονής, που οφείλεται σε άμεση επίδραση σωματικών καταστάσεων επάνω στην ψυχή. ΄Όμως η ψυχή μόνη της, χωρίς το σώμα, προσδοκώντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να αισθανθεί ηδονή ή λύπη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδιάμεσο είδος ηδονής, που εξαρτάται από διεργασίες διανοητικές και δε συνοδεύεται από διατάραξη ή αποκατάσταση της οργανικής ισορροπίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση ο πόνος ή η ηδονή ανήκουν στην ίδια την ψυχή (Πλ.Φιλ.32c). Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο είδος-κατάσταση, ουδέτερη συναισθηματικά, στην οποία η ισορροπία διατηρείται χωρίς καμία παρέκκλιση στη μια ή άλλη κατεύθυνση(Πλ.Φιλ.32e). Μια τέτοια κατάσταση  συνιστά ο διανοητικός βίος, που είναι άριστος, γιατί είναι απαλλαγμένος από πόνους και ηδονές  (Πλ.Φιλ.32b). Οι ηδονές αυτές εξαρτώνται από τη νοερή προσδοκία χωρίς καμία παρούσα σωματική διεργασία.
Η θεωρία ότι μια ηδονή ή μια λύπη αποτελούν ό,τι ακριβώς αισθανόμαστε, γιατί η ουσία τους δεν είναι άλλη  από το γεγονός ότι γίνονται αισθητές, δεν αρμόζει στη σκέψη  του Σωκράτη. Είναι διαφορετικό΄- όταν κρίνουμε, εκφέρουμε κρίση για κάτι.- από το- όταν αισθανόμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι. Ας περάσουμε τώρα στους ανθρώπους. Οι ηδονές των κακών ανθρώπων είναι ψεύτικες, γιατί τις αντλεί από προσδοκίες που δε θα εκπληρωθούν. Πρόκειται για  ηδονές γελοιογραφία της γνήσιας ηδονής. Ενώ των καλών ανθρώπων, που ως τέτοιοι άνθρωποι είναι αγαπητοί στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους ικανοποιούνται, κι έτσι «απολαμβάνουν την προσδοκία εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο.»(Πλ.Φιλ.40a-c) Πάντως, κακή ηδονή σημαίνει την «ψευδή» ή «απατηλή» ηδονή.(Πλ.Φιλ.41a-b).
Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Τότε «το σώμα παρέχει ένα ορισμένο συναίσθημα και η ψυχή επιθυμεί την αντίθετη κατάσταση»(Πλ.Φιλ.41c). Τόσο η ηδονή όσο και ο πόνος επιδέχονται το  «περισσότερο και το λιγότερο». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε τον υπάρχοντα πόνο προσδοκώντας την αναμενόμενη ηδονή μεγαλύτερη από όση τελικά θα αποδειχθεί ή υπερεκτιμούμε τον πόνο σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα ηδονή(Πλ.Φιλ.41e-42c).
Oι αντίπαλοι του Φίληβου υποστηρίζουν ότι για να κατανοήσουμε τελικά τι είναι ηδονή, καλό είναι να μελετήσουμε τις βιαιότερες ηδονές(Πλ.Φιλ.45a) ,τις σωματικές. Εδώ γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ενάρετο βίο και σ΄ αυτόν της αμαρτίας. (Πλ.Φιλ.45d-e). Οι βίαιες ηδονές  κάνουν τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με μανία στο βίο της αμαρτίας, ενώ ο ενάρετος βίος χαρακτηρίζεται από εγκρατείς ηδονές.
          Ηδονές δημιουργούνται όταν «μια ασυνείδητη διεργασία κένωσης ακολουθείται από μια ασυνείδητη διεργασία πλήρωσης.»
Ο Πλάτωνας και στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.64a-65b)υποστηρίζει την ίδια θέση: Οι ηδονές αποτελούν αιφνίδιες και σημαντικές αναπληρώσεις μιας κένωσης, τόσο ήπιας και βαθμιαίας ώστε δε μεταβιβάζεται στην έδρα της συνείδησης.
Οι ηδονές που προκύπτουν από την αισθητική απόλαυση  της μελέτης των σχημάτων, χρωμάτων, φθόγγων και οσμών είναι αμιγείς, γιατί η έντασή τους δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση ούτε επιφέρουν κάποιον πόνο.(Πλ.Φιλ.51ab).  Στην κατηγορία αυτή των αμιγών ηδονών εντάσσονται και οι διανοητικές ηδονές της μάθησης.
Στη διάκριση των ηδονών σε αληθινές και ψεύτικες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αληθινές αυτές που χαρακτηρίζονται από το μέτρο και τη γνησιότητα,  ενώ ψεύτικες αυτές που δεν είναι γνήσιες και διαφέρουν από την αλήθεια.(Πλ.Φιλ.52cd-53c), γιατί γνώρισμά τους είναι η αμετρία. Μια μικρή ηδονή απαλλαγμένη εντελώς από λύπη είναι πιο αληθινή και ωραία από άλλες μεγάλες αλλά ανάμεικτες με λύπες.(Πλ.Φιλ.52b-53c)
Αν χρειαστεί να αξιολογήσουμε τις καθαρές και τις μεικτές ηδονές, θα πρέπει να πούμε ότι η καθεμία έχει διαφορετική αξία  στην ανθρώπινη ζωή.(Πλ.Φιλ.55c-59d). Πάντως ο άριστος βίος πρέπει να αποτελεί συγκερασμό της ευφυούς δραστηριότητας και της ηδονής(Πλ.Φιλ.59e-66d) Το έργο αυτό μοιάζει με την παρασκευή ενός ηδύποτου, όπου η ηδονή είναι το μέλι και η ευφυής σκέψη είναι το νερό(Πλ.Φιλ.61c) Το ζήτημα είναι πώς θα αναμειχθούν στη σωστή αναλογία.
Πάντως ο Πλάτωνας σε μια κλίμακα αξιολόγησης κατατάσσει στην πρώτη θέση το μέτρο, στη δεύτερη την αναλογία, την ωραιότητα, την πληρότητα, στην τρίτη την ευφυία και τη σοφία, στην τέταρτη τις επιστήμες, τις τέχνες και τις σωστές πεποιθήσεις και στην πέμπτη, τις ηδονές , σωματικές και μη.(Πλ.Φιλ.66a-d)
          Εκείνο που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία. Ως προς το μέτρο, η ηδονή τείνει φανερά προς την υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτε εμμετρώτερον από το νου και την επιστήμη. Τέλος ως προς το κάλλος, οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο άσχημες, ώστε τις κρύβουμε στο σκοτάδι, ενώ στο νου και τη φρόνηση, αν και ποτέ δεν τα είδε κανείς, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο(Πλ..Φιλ.64c-66a)(Τ. Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.216-7)
          Στην προσπάθεια  να συνδέσουμε  την  ηδονή  με  το  καλό υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι η ευφυία είναι πολύ καλύτερη για την ζωή του ανθρώπου από την ηδονή. Το συμπέρασμα όμως που προκύπτει είναι ότι ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία μπορούν μόνα τους να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, αφού κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο.

ΜΝΗΜΗ-ΑΝΑΜΝΗΣΗ

          Στη δεύτερη κλάση ηδονών και λυπών όλα εξαρτώνται από τη μνήμη. Κάποιες σωματικές διεργασίες, πριν ακόμη φθάσουν στην ψυχή εξουδετερώνονται ενώ άλλες καταφέρνουν να διεισδύσουν. Οι πρώτες είναι ασυνείδητες ενώ οι δεύτερες συνειδητές.  Η αίσθηση είναι η κίνηση που επηρεάζει  μαζί το σώμα και την ψυχή.(Πλ.Φιλ.34a) Η μνήμη αφορά στη διατήρηση της αίσθησης, ενώ η ανάμνηση αποτελεί την ανάκτηση από την ίδια την ψυχή μιας χαμένης μνήμης ή αίσθησης .(Πλ.Φιλ.34bc). Η ανάμνηση είναι στοιχείο που συμπεριλαμβάνει ο Πλάτωνας σε όλα τα έργα  μύθους του..
 Στην «Πολιτεία», η ψυχή καλείται να θυμηθεί τη γνώση που είχε για την ιδέα, όταν ήταν στον άλλο κόσμο, γιατί η γνώση αυτή θα της εξασφάλιζε την αθανασία της.  Η εκλογή του κλήρου στηρίζεται στην ανάμνηση αυτής της πείρας και της ζωής.(Πλ.Πολ.619d).
«Η ζωή εδώ επάνω στη γη πρέπει να έχει εσωτερικό σύνδεσμο με την  άλλη ζωή, η χρονικότητα πρέπει να καταλήγει στην αιωνιότητα. ΄Ότι γίνεται εδώ, αξίζει απόλυτα και εκεί. Η μνήμη κρατάει και όσα γίνονται εκεί και όσα γίνονται εδώ. ΄Ετσι έχει η ψυχή και η ζωή ενότητα. Τούτο είναι η βασική προϋπόθεση για όλη τη σύνθεση του μύθου…Όπως ο μύθος του ΄Ερωτα συνδέει τη θνητή με την αθάνατη φύση, όμοια και ο μύθος της αναμνήσης ενώνει τη θνητή με την  αθάνατη γνώση, τη χρονική πείρα με την πανεύτυχη όραση της ιδέας, για να δείξει,  ότι ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στα απόλυτα αυτά άκρα και πρέπει να την αρμόζει σε κάποια ενότητα….Τότε μόνον ωριμάζει ο άνθρωπος και συντάσσεται σε προσωπικότητα»(Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.345-6)
          Το έργο της ανάμνησης είναι πολύ σημαντικό΄ σκοπός της είναι η ενότητα της προσωπικότητάς μας, το γνώθι σ’αυτόν στο οποίο αφιέρωσε όλη την ζωή του ο Σωκράτης, για να μας επαναφέρει σε σχέση με τον εαυτό μας και την ολότητα του κόσμου.

ΓΝΩΣΗ

Ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος που αναγνωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα των αισθήσεων στην αληθινή γνώση είναι αυτός του «Θεαίτητου».
Τι όμως είναι η γνώση; Ο Θεαίτητος  υποστηρίζει ότι «η γνώση (επιστήμη) είναι απλώς αντίληψη (αίσθησις).» Αυτό, θα πει στη συνέχεια ο Σωκράτης ότι φαίνεται ισοδύναμο με τη ρήση του Πρωταγόρα(Πλ.Θεαίτ.152a) «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή, ό,τι φαίνεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτό και υπάρχει για εκείνον. Η αίσθησις  αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος  αλάνθαστη και ταυτίζεται με τη βέβαιη γνώση, δηλαδή την επιστήμη(Πλ.Θεαίτητ. 152c)
Πώς ερμηνεύεται αυτή η θέση;
Δεν πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο, αλλά για την πραγματικότητα που ζει κάθε άνθρωπος, και που δεν μπορούν να αντιληφθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο καθένας γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του. Είναι πολύ δύσκολο, ως σπάνιο, να συμπέσουν οι πραγματικότητες δύο ανθρώπων.
«Δεν υπάρχουν καν δύο κόσμοι που να έχουν κοινό έστω και ένα συστατικό´  γι’  αυτό ακριβώς μπορεί να υποστηριχτεί ότι καθένας είναι αλάνθαστος ως προς το δικό του ιδιωτικό κόσμο. Ο Πρωταγόρας δεν αρνείται  τη θεμελιακή «αντικειμενικότητα» του ιδιωτικού κόσμου κάθε ανθρώπου εκφράζοντας μάλλον τη σχετικότητα κάθε αλήθειας, γιατί τίποτε δεν είναι «απόλυτα» μεγάλο ή  «απόλυτα» θερμό. Σχετικά με κάποιο άλλο πρότυπο σύγκρισης το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό ή ψυχρό. Οτιδήποτε θεωρούμε υπαρκτό είναι δημιούργημα της κίνησης. Αυτό εξάλλου, δίδαξαν όλοι οι σοφοί, από τον Ηράκλειτο και τον ΄Ομηρο ως τον Επίρχαμο, εκτός από τον Παρμενίδη(Πλ.Θεαίτ. 152e)
΄Ολος ο ανθρώπινος βίος συνίσταται σε κίνηση και δράση, ενώ η παύση της κίνησης ερμηνεύεται ως στασιμότητα ή θάνατος(Πλ.Θεαίτ.152c-153d)
          Όταν δύο σύνολα παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο, γίνεται κάποια μεταβολή, ως συνέπεια αυτής της παρέμβασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βλέπουν το ίδιο πράγμα και οι δύο παράγοντες, καθώς μεταβάλλονται(Πλ.Θεαίτ. 153e) Τα ανθρώπινα αισθητήρια και ο εξωτερικός κόσμος είναι σύνολα κινήσεων, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό,  προϊόν τόσο του ανθρώπινου νου όσο και του περιβάλλοντός του.(Πλ.Θεαίτ.154b)
Η γνώση ταυτίζεται με την αισθητηριακή αντίληψη.  Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον, όπως π.χ. ένα ζώο.
Επίσης,  αφού κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή;
 Η, όταν ο αγράμματος βλέπει γραπτό κείμενο, καταλαβαίνει το περιεχόμενό του ή μήπως η αισθητηριακή του αντίληψη επαρκεί μόνο για το σχήμα και το χρώμα των γραμμάτων;
Η σύνολη απάντηση που δίνεται είναι ότι η αλήθεια  είναι σχετική, καθότι το κριτήριο της αλήθειας είναι υποκειμενικό και δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνολική κρίση των ανθρώπων που αποτελεί και τη σοφία της ανθρωπότητας.
      Η γνώση είναι υποκειμενική, γιατί ο κριτής έχει δικά του κριτήρια και επηρεάζεται από την κατάσταση που βρίσκεται. Η κρίση του αποτελεί την υποκειμενική του πραγματικότητα. ΄Ετσι η αλήθεια ερμηνεύεται με μια εγωκεντρική λογική, δεν υπάρχει  αντικειμενική κρίση, οπότε όλες οι έννοιες είναι σχετικές. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας νόμος αντικειμενικά αποδεκτός, που να μπορεί να επιβάλλει κοινή συμπεριφορά στους λαούς και ταυτόχρονα να είναι αρεστή από όλους. Άλλο σημαντικό στοιχείο της σχετικοκρατίας είναι η ύπαρξη νόμων και  κανόνων που διαφέρουν όμως από πολιτεία σε πολιτεία χωρίς όμως οι νόμοι της μιας να είναι  πιο αληθείς ή ψευδείς από της άλλης . Φύση και έθιμο κωδικοποιούν  κανόνες που συντελούν στην αρμονική συμβίωση .
     Η εγωκεντρική ηθική οδηγεί σε συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών και η μόρφωση των νέων γίνεται με παραδοσιακούς νόμους, όχι διότι η παράδοση είναι αληθινή αλλά γιατί η υπακοή της βοηθά στην κοινωνική προσαρμογή.
     Υπάρχει όμως κάποιος που να κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους άλλους; Ναι΄ κι αυτός είναι ο δάσκαλος, του οποίου η κρίση και η γνώση της αλήθειας είναι ανώτερη από αυτή των μαθητών (Πλ. Θεαίτ. 167,c,d,179b) . Ο γνώστης μιας αλήθειας αποτελεί  τον ειδήμονα για το συγκεκριμένο θέμα και είναι καλύτερος κριτής από τους άλλους . Η υπεροχή της σοφίας του στο θέμα κάνει την κρίση του αποδεκτή από όλους. 
Η όλη φιλοσοφία οδηγεί στο ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι αληθινές´ ακόμη και στον άριστο  κριτή υπάρχουν ψευδείς κρίσεις. Ο εγωκεντρισμός δεν αφήνει περιθώρια για να γίνει αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η στήριξη των κρίσεων έρχεται από την αισθητική και δοξαστική δύναμη της ψυχής, οι οποίες μπορεί να έχουν ανακόλουθες συνέπειες για την αλήθεια των πραγμάτων, καθότι κρίσεις και αισθήσεις μπορούν να δώσουν και ψευδείς πληροφορίες.
 Ο Πλάτωνας αποδέχεται τη λογική της ψυχής, την ξεχωρίζει από τη δοξαστική, και δέχεται την υπεροχή του λόγου με βάση τον οποίο ξεχωρίζει την αληθινή γνώση από τη δοξασία. Η κρίση της λογικής οδηγεί στην αληθινή γνώση, ενώ η δοξασία προέρχεται από αισθητικές καταστάσεις και στηρίζεται στην κρίση της πίστης(Πλ.Θεαίτ.201d)
Μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου συνδετικός κρίκος είναι η φαντασία και όχι η συμμετοχή του λογικού στοιχείου στη δόξα.. Υπάρχει ακρότητα στην κρίση της αλήθειας, καθώς ο κριτής περιορίζεται στο αισθητικό επίπεδο της γνώσης και φυσικά δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Ο ορισμός της γνώσης δε γίνεται εφικτός στο Θεαίτητο και το αδιέξοδο οφείλεται στο αισθητικό και κριτικό επίπεδο της γνώσης. Η όλη αδυναμία στηρίζεται στην απουσία της διαλεκτικής μεθόδου. Λύση δίνει ο Πλάτωνας χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια μέσα από τα οποία η ψυχή θα φτάσει στην αληθινή γνώση. Χρησιμοποιεί τη νόηση για να ανακαλύψει και να συλλάβει τις ιδέες που συντελούν στη διαλογική διαδικασία για τη γνώση. Η ψυχή κατά τη διαλεκτική διαδικασία μέσα από τις ιδέες δίνει εξήγηση του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Πλάτωνας φτάνει στην αληθινή γνώση μέσα από τη νόηση και την τοποθετεί στον κόσμο των ιδεών.
Ταυτίζει τη νόηση με τη γνώση. Η αλήθεια γίνεται γνωστή μέσω των ιδεών, τις οποίες αποκαλύπτει μέσω της διαλεκτικής και  της νόησης. Η αληθινή γνώση των πραγμάτων εξάγεται από τη  διαλεκτική κατά την  οποία η νόηση κατανοεί τα πράγματα, η μελέτη των οποίων στηρίζεται στην πρώτη αρχή του όντος»(Πλ.Πολιτ.511cd). Oι πλατωνικές ιδέες είναι λογικές έννοιες και υπάρχουν στις έννοιες των λόγων και όχι στις προτάσεις.
          Κυρίαρχη θέση στις πλατωνικές ιδέες έχει η ύψιστη ιδέα του αγαθού. Αυτή βρίσκεται υπεράνω των άλλων και είναι η ιδέα του όντος. Αλλά και όλες οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από την ύλη και υπάρχουν χωριστά. Η ψυχή γνωρίζει τα πράγματα από τις κοινές ιδέες που είναι λογικές έννοιες ομοιότητας και ανομοιότητας, ταυτότητας και διαφοράς, ενότητας-πολλαπλότητας-αντίθεσης. Συνολικά αποτελούν μια λογική δομή για την εξήγηση του όντος  από τις δύο απόψεις του (Πλ.Θεαίτ.185cd).
Συνεπώς, αντικειμενική γνώση είναι η γνώση του όντος που ταυτίζεται με την ιδεώδη πραγματικότητα. Η διαλεκτική με την ανάλυση και τη σύνθεση των ιδεών συντελεί αναμφισβήτητα στην αληθινή γνώση του όντος.