Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νοητά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νοητά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ




                                                                                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   Μ.Ε.   ΤΣΩΝΗ
                                                                                                                 Δρ       ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

         
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια.
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς.  Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του για να είναι επαρκής; Τι είναι το καλό; Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Ηδονή ή ευφυία; Τι  είναι η γνώση; Πώς φθάνουμε σ’ αυτή; Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον; Αν κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή; Οι παραπάνω ερωτήσεις θα αποτελέσουν έναυσμα προβληματισμού για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της έννοιας της αισθητικής.

            Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη, ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των Ιδεών. «Στους διαλόγους του οι Ιδέες επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους. Αποτελούσαν τους κοινούς χαρακτήρες μιας ομοειδούς ομάδας αντικειμένων, σχέσεων ή ηθικών κρίσεων, τους ορισμούς και την ουσία των πραγμάτων, τα νοητά παραδείγματα που με επιτυχία μιμούνταν τα αισθητά, τέλος,  τα αίτια της ύπαρξης των αισθητών. Συλλαμβάνονταν ως νοητές οντότητες απρόσιτες στην ανθρώπινη αίσθηση, ανεξάρτητες, αυτοτελείς και οντολογικά ανώτερες συγκριτικά με τα αισθητά, χωρίς καμία συμπλοκή ή επικοινωνία μεταξύ τους.»(Β.Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, σελ.131).
Η σχέση τους με τα αισθητά αποτελεί μια σχέση μέθεξης και μίμησης΄ η δε ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις Ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού.
          Ο Πλάτωνας αποφεύγει στον Τίμαιο κάθε έκφραση που θα έδινε την εντύπωση της «άμεσης επαφής ή της αμοιβαίας διείσδυσης αισθητών και Ιδεών». Η ανεξαρτησία όμως αυτών των δύο οντολογικών επιπέδων κατοχυρώνεται με την εισαγωγή της Χώρας, που λειτουργεί «ως επιφάνεια αντικατοπτρισμού και παρεμβάλλεται ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά». ΄Ετσι, η χώρα γίνεται η έδρα των αισθητών, και λειτουργεί, όπως ο καθρέφτης στον οποίο σχηματίζονται τα είδωλα των Ιδεών. Τα αισθητά περιφέρονται ως φαντάσματα άλλων πραγμάτων, ως εφήμερες σκιές διαφορετικών αντικειμένων. Γι΄ αυτό δεν έχουν αυθεντική ύπαρξη.
          Την αισθητή από τη νοητή σφαίρα τη χωρίζει πάντοτε ένα χάσμα΄ η αισθητή σφαίρα είναι ένα παράδειγμα, ένα εποπτικό σημάδι, που υποδηλώνει ένα νόημα.
«Μέσα σε όλα αυτά που ρέουν και φεύγουν γύρω μας και μέσα μας κρατιέται η ενότητα του εαυτού μας, που διαπιστώνει και τη ροή των άλλων και το πέρασμά της από τη μια κατάσταση στην άλλη…..Τα δεδομένα των αισθήσεων και όλες οι καταστάσεις του εαυτού μας δεν υπάρχουν παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά οργανώνονται μέσα μας και συντάσσονται σε ενότητες, και οι ενότητες πάλι αυτές συναρμόζονται σε μια καθολική ενότητα του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου. (Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.251)       Τα αισθητά και οι Ιδέες δεν έχουν τίποτε κοινό. Τα αισθητά είναι επιφαινόμενα, ασταθή προϊόντα της αλληλεπίδρασης των Ιδεών και της Χώρας, χωρίς αυτόνομη αιτιακή δυνατότητα και αυθεντική ύπαρξη. Η Ιδέα, συνεπώς, είναι ουσία, ενώ το αισθητό σχετική οντότητα («όχι τούτο αλλά τοιούτον») 
          Κορυφαία των Ιδεών αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού. Αυτή είναι η έσχατη αρχή της γνώσης και της ύπαρξης, εμπεριέχει και ενεργοποιεί όλες τις άλλες ιδέες, κάνει τα όντα να υπάρχουν και να γίνονται γνωστά, - όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα αισθητά να γίνονται γνωστά, να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, έτσι το αγαθό φωτίζει το νοητό κόσμο με την αλήθεια. Στις περιοχές του όντος κορυφαίο είναι το Εν. Ακολουθούν με τη σειρά οι Ιδέες, τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά και η ύλη.
          Σύμφωνα με τους οπαδούς της αέναης ροής των πάντων, τα αισθητά αποτελούν συνάρτηση των αισθητηρίων οργάνων μας και του περιβάλλοντός μας γενικότερα.(Πλ.Θεαίτ.153c)
Ο Δημόκριτος πάλι, υποστηρίζει ότι «οι αισθήσεις είναι στιγμιαίο προϊόν της φυσικής επαφής κι ότι οι αισθητές ιδιότητες δεν έχουν σταθερό χαρακτήρα. Η αίσθηση είναι ένα αποτέλεσμα της αλλοίωσης στο σώμα μας, που προκαλείται από τη σύγκρουση ατόμων που βγαίνουν από το αντικείμενο της αντίληψης, ότι η σωματική μας κατάσταση μεταβάλλεται από την ηλικία και άλλες αιτίες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.» Υποστηρίζει, επίσης, ότι στην περίπτωση της όρασης, τα άτομα από το αντικείμενο δεν μπαίνουν απευθείας στο μάτι, αλλά συναντούν απορροές του ματιού και σχηματίζουν μαζί τους μια εικόνα που μπαίνει στο μάτι»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.68-9)
          Στον Τίμαιο η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σε εξωτερικά σώματα΄ η κίνηση τότε, μεταδίδεται στην ψυχή και δημιουργείται αίσθηση, γιατί συμβαίνει τα περισσότερα μέρη του σώματος να διαθέτουν ευκινησία.(Πλ.Φιλ.64ab)
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το αισθητό και αισθανόμενο υφίστανται όσο διαρκεί η διαδικασία της αντίληψης. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας δέχεται ότι τα αισθητά μεταβάλλονται αδιάκοπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική επιστήμη γι΄ αυτά,   σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι αμετάβλητες.
Τα αισθητήριά μας είναι τα όργανα με τα οποία αισθανόμαστε. Οι αισθήσεις καταλήγουν σε μια ιδέα. Τέλος, το κοινό που υπάρχει στα αισθητά, το συλλαμβάνουμε μόνο με την ψυχή.(Πλ.Θεαίτ.184b-186e)
          Στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.37b2) ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του κόσμου αντιλαμβάνεται το νοητό και αισθητό, το αισθητό και τις ιδέες. Κι ο αισθητός κόσμος όμως, δικαιώνεται, ανήκοντας στο μεγάλο παιχνίδι ισορροπιών της ζωής. «Είναι μέρος της ζωής όμοιο με τα άλλα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι το σώμα και τις κατώτερες ψυχές τις δημιούργησαν  σοφοί θεοί κατά το πρότυπο του Δημιουργού, δείχνει ότι και στον αισθητό κόσμο έφτανε μια ανταύγεια της αιώνιας ζωής.»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.177)      
          Βασική αρχή της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι το θαυμάζειν(Πλ.Θεαίτ.155d). Ενώ ο Θεός είναι σοφός, ο Φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, διακατέχεται από ένα συνεχή πόθο για την αληθινή σοφία.  ΄Ετσι η Φιλοσοφία αποτελεί τον έρωτα του φιλοσόφου για τις Ιδέες΄ δεν είναι τέλεια επιστήμη αλλά διανοητικό φως που τρέφεται από τον έρωτα, μια επίμονη προσπάθεια σε μια γνώση που ποτέ δε θα γίνει κτήμα των θνητών.
Από την άλλη, με την αισθητική, την κριτική δηλαδή, ενέργεια  ο φιλόσοφος στοχαστής θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. “Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια. Εκείνος ωραίο ονομάζει το ακμαίο και το ώριμο ή το χρήσιμο.”(Ε.Παπανούτσου, Αισθητική, σελ.15)  
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς, το μόνο που κάνουν είναι να ταυτίζουν τα ομοιώματά της μ΄ εκείνη. Η διάνοιά τους αδυνατεί να γνωρίσει και να αγαπήσει τη φύση της Ομορφιάς.(Πλ.Πολ.V 476bd) Αυτοί είναι οι φιλόδοξοι, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που γνωρίζουν ότι η ομορφιά είναι μοναδική, ενιαία, ανάλλαγη στην ουσία της(Πλ.Πολ.V475e-476c,476a) και που με την παρουσία της γαληνεύει ο στοχασμός μας. Την ενότητα αυτή τη χαρίζει στον Πλάτωνα η ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Ο φιλόσοφος με την ιδέα της ομορφιάς και την ιδέα του αγαθού κατορθώνει να φτάνει στο είναι του κόσμου.
Συγκρίνοντας ο Πλάτωνας  την Τέχνη με την Επιστήμη θέτει τον όρο πως είναι ανόητο να ψάχνουμε στο έργο τέχνης την αλήθεια της επιστήμης. “Η επιστήμη δουλεύει με τη νόηση- τον καθαρό λόγο θα λέγαμε- ενώ η τέχνη πλησιάζεται με τις αισθήσεις. Αυτή η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που θα αποτελέσει κτήμα ες αεί της φιλοσοφίας και θα θεμελιώσει κάθε προσπάθεια φιλοσοφικής αισθητικής στα νεότερα χρόνια, έχει χαραχτεί με απόλυτη σαφήνεια από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία(Πλ.Πολ.VII529a-530c)”(Μ.Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, σελ.237)
Τα όντα μπορούν να ληφθούν μόνο με τη νόηση και το λόγο, όχι με την αίσθηση. Πίσω από την αίσθηση υπάρχει η νόηση, πίσω από τα αισθητά τα νοητά. Με τα μάτια του σώματος δε βλέπουμε την αρχή των όντων, γιατί δεν είναι ορατή, μα με τα μάτια της ψυχής, που η «κρυμμένη λαμπεράδα των είναι η νόηση». Με τη νόηση αγγίζουμε πραγματικά την αρχή του κόσμου, όπως κι αν την ορίσουμε. Κάθε αισθητή παράσταση αποτελεί μόνο εικόνα που απέχει πολύ από την αλήθεια εκείνων (Πλ.Πολ.VII529d) Το μέτρο της επιστήμης, που είναι το μέτρο της αλήθειας, δε χρησιμεύει στην τέχνη που δημιουργεί μια εικόνα αισθητή.
          Για να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης με το απόλυτο αισθητικό κριτήριο της αισθητικής συγκίνησης, της αισθητικής ηδονής, πρέπει αυτό να μην κλείνει ούτε το ελάχιστο ηθικό, θεωρητικό ή πραχτικό στοιχείο.  Να στοχεύει αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, χωρίς όμως να έχει κάποια αποφασιστική σημασία για την αξία του. Η αποτίμησή του συνεπώς, πρέπει να γίνει με κριτήρια την ηδονή, την  ωφέλεια και την αλήθεια.
          Προκειμένου να καλύψουμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά και εμπεριστατωμένα το κεφάλαιο της αίσθησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με το καλό, τις ηδονές, τη μνήμη-ανάμνηση και τη γνώση.  
KAΛΟ

Υπάρχει μια υπέρτατη «Ιδέα», το Καλό ή Είδος του Καλού, που αποτελεί ύψιστο αντικείμενο μελέτης του φιλοσόφου, και μια  ανώτερη επιστήμη, η «διαλεκτική», που ρόλος της είναι  να οδηγεί άμεσα στη θέαση αυτού του «καλού».Το καλό δεν αποτελεί  αληθινή υπόσταση ούτε ουσία, αλλά βρίσκεται  πέρα κι από τις δύο, αποτελώντας την πηγή της υπόστασης κάθε πράγματος.
Η «Ιδέα του Καλού»  αποτελεί για τα αντικείμενα  και τη γνώση ό,τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Δηλαδή, καθιστά όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης γνωστά με το είναι, την ουσία τους.
Ανάμεσα στις Ιδέες, το Καλό κατέχει ανώτερη θέση. Ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, της οποίας η θέαση θυμίζει το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιστημονική γνώση είναι γνώση Ειδών και ότι το Καλό είναι ανώτερο από τα Είδη, τότε το σύνολο των Ειδών αποτελούν εκφάνσεις του Καλού.
          Το Καλό είναι Ιδέα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός, γιατί Θεός είναι η τέλεια καλή ψυχή. Δεν είναι Ιδέα ούτε Είδος, γιατί το Είδος του Καλού είναι «η υπερβατική πηγή της υπόστασης και νοησιμότητας κάθε άλλου πράγματος». Η Ιδέα του Καλού είναι υπέρτατη αξία, πηγή κάθε αξίας και πηγή κάθε ύπαρξης.
Μάλιστα το καλό  θεάται μόνο όποιος το βιώνει. Γι΄ αυτό ο «φιλόσοφος», όπως λέγεται στην «Πολιτεία», με την πλούσια κοινωνική του δράση αλλά και τον ηρωικό του χαρακτήρα φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της επιστήμης, καθώς τον φωτίζει η θέαση του Καλού.
          Αυτό που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα  είναι να προσδιορίσει τι άραγε είναι «καλό»  για τον άνθρωπο ειδικά(Πλ.Φιλ.11a-20b). Αν έχουμε κατά νου ότι στόχος πρέπει να είναι ο άριστος βίος, ούτε η καθαρή ηδονή ούτε η καθαρή σκέψη μπορούν να αποτελέσουν το καλό. Αν βέβαια, έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο, η σκέψη θα ήταν η προτιμότερη επιλογή. Συγκεκριμένα στον πλατωνικό «Φίληβο», όταν ο Φίληβος θεωρεί πως η ηδονή, η χαρά και η απόλαυση είναι το καλό, ο Σωκράτης αμφισβητεί και προτείνει τη σκέψη, τη νοημοσύνη, τη μνήμη, και τη σωστή κρίση, για όποιον μπορεί να τα χαρεί.(Πλ.Φίλ.11b) O Σωκράτης ενστερνίζεται πως δεν υπάρχει καλό ειδικά για τον άνθρωπο, γιατί το καλό από μόνο του είναι καθολικό. ΄Ενας νοήμων άνθρωπος εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει πως η χρήση της ευφυίας είναι πολύ καλύτερη από την ηδονή. Αυτό σημαίνει ότι το καλό δεν είναι ούτε το ευχάριστο συναίσθημα ούτε η σκέψη καθαυτή. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, τότε θα διαλέγαμε τη σκέψη, ως πιο συγγενικό στο απόλυτα καλό για τον άνθρωπο(Πλ.Φιλ.11e).
Φυσικά, ο άνθρωπος στη ζωή του χρειάζεται και τα δύο για να είναι επαρκής. Ζωή που διέπεται μόνο από συναίσθημα προσιδιάζει μόνο τα κτήνη ή τα φυτά, από την άλλη, ζωή μόνο με σκέψη είναι ίδιον του Θεού. Συνεπώς, το καλό για τον άνθρωπο συνίσταται και στις δύο μεταβλητές.(Πλ.Φιλ.22c)
          Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, διέπουν τη ζωή τους έχοντας διάφορες προσδοκίες χαράς ή λύπης για το παρόν και μέλλον τους.(Πλ.Φιλ.39d-e) Συμβαίνει όμως, στους καλούς ανθρώπους που είναι θεοφιλείς, αγαπητοί δηλαδή στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους να ικανοποιούνται, ενώ στους κακούς να μην ικανοποιούνται(Πλ.Φιλ.40a-b). «Ο καλός απολαμβάνει την προσδοκία των εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο΄ ο κακός χαίρεται με ονειροπολήματα αιφνίδιου πλουτισμού κλπ., γεγονότα που δε συμβαίνουν στον κόσμο όπως τον δημιούργησε ο Θεός»(A.E.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.481)
          Βέβαια, προκειμένου να ζήσουμε ως άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους, αφενός πρέπει να γνωρίζουμε «τα  αληθέστατα», δηλαδή τις αληθινές γνώσεις των άγχρονων πραγμάτων, της καθαυτής αρετής, και την ευφυία που χρειάζεται η χρήση τέτοιας γνώσης(Πλ.Φιλ.62a-d)  και μετά ίσως μπορούμε να δεχτούμε τις κατώτερες ηδονές και τέχνες(Πλ.Φιλ.61e)
Το καλό συνεπώς, συνίσταται στο «μεικτό βίο». Κι επειδή ο παράγοντας που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλεί σύγχυση.. ΄Ετσι, το καλό αποτελεί μορφή του ωραίου (καλού), γιατί το μέτρο και η αναλογία είναι τα μυστικά του κάλλους((Πλ.Φιλ.64c-e). Μάλιστα, το μέτρο-αναλογία, η ωραιότητα, η αλήθεια ή πραγματικότητα ενυπάρχουν στο καλό ως τρία είδη ιδέας και συμβάλλουν στην αρετή του “μείγματος”(Πλ.Φιλ.65c).
Συμπερασματικά οφείλουμε να πούμε πως ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία  μόνα τους μπορούν να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, γιατί κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο. Εξάλλου, η ευφυία συνδέεται με τον άριστο βίο για τον άνθρωπο, ο οποίος και απολαμβάνει τη διανοητική δραστηριότητα.(Πλ.Φιλ.66d-67b)

HΔΟΝΕΣ

          Στην ερώτηση τι είναι το καλό, ο Φίληβος μιλά για την «ηδονή», τη χαρά και απόλαυση (Πλ. Φιλ.11a). Η «ηδονή» συνδέεται κυρίως με τον ακόλαστο βίο, τη μωρία και τις εξωφρενικές ονειροπολήσεις.  Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τις ηδονές, θα ήταν λάθος να τις χαρακτηρίζαμε όλες οπωσδήποτε καλές(Πλ.Φιλ.12d). Η φράση «η ηδονή είναι καλή» υπονοεί ότι υπάρχουν ηδονές καλές αλλά και κακές. ΄Ολες βέβαια είναι ευχάριστες(Πλ.Φιλ.13a) . Τίθεται όμως το ερώτημα αν υπάρχουν διακρίσιμα είδη ηδονής και πόσα(Πλ.Φιλ.19b)
Σε σχέση με το καλό, μπορούμε να πούμε  ότι η ηδονή δεν είναι αυτό το ίδιο το καλό, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα δεχόταν να διάγει μια ζωή αποκλειστικά έντονων απολαύσεων. Η ευτυχία συνίσταται όχι   μόνο σε πληρότητα ευχάριστου συναισθήματος αλλά και  σε σκέψη και νοητική δραστηριότητα. Απαιτείται δηλαδή, μια μεικτή ζωή.
Στην Πολιτεία καθορίζεται ότι η ηδονή και η λύπη τόσο της ψυχής όσο και του σώματος είναι μια κίνηση(Πλ.Πολ.Θ583e). Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη κίνησης, ησυχία. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση  ως ηδονή ή λύπη, όμως μπροστά στις αληθινές ηδονές  αυτές οι δήθεν ηδονές  είναι «φαντάσματα». Τέτοιες είναι αυτές που ξεκινούν από το σώμα και κατευθύνονται προς την ψυχή, αλλά και όσες ηδονές ή λύπες οφείλονται στην προσδοκία (Πλ.Πολ.Θ583c-584c)
Η ηδονή, όπως και ο πόνος,  ανήκουν στην κλάση του “απείρου”, αφού κανένα δεν έχει από τη φύση του ελάχιστο ή μέγιστο όριο (Πλ.Φιλ.27a) Εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργείται η ηδονή ή ο πόνος είναι πάντοτε ένα ον ζωντανό, το ον που αισθάνεται την ηδονή, και το οποίο ανήκει στην «κλάση των μεικτών», εφόσον ο οργανισμός του αποτελεί σύνθεμα πλήθους συστατικών(Πλ.Φιλ.31c).
Διατάραξη της ισορροπίας των συστατικών του οργανισμού, συνεπάγεται τον πόνο, ενώ η αποκατάσταση της διατάραξης, επιφέρει την ηδονή(Πλ.Φιλ.31d-e)
Aυτό είναι ένα πρώτο είδος ηδονής, που οφείλεται σε άμεση επίδραση σωματικών καταστάσεων επάνω στην ψυχή. ΄Όμως η ψυχή μόνη της, χωρίς το σώμα, προσδοκώντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να αισθανθεί ηδονή ή λύπη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδιάμεσο είδος ηδονής, που εξαρτάται από διεργασίες διανοητικές και δε συνοδεύεται από διατάραξη ή αποκατάσταση της οργανικής ισορροπίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση ο πόνος ή η ηδονή ανήκουν στην ίδια την ψυχή (Πλ.Φιλ.32c). Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο είδος-κατάσταση, ουδέτερη συναισθηματικά, στην οποία η ισορροπία διατηρείται χωρίς καμία παρέκκλιση στη μια ή άλλη κατεύθυνση(Πλ.Φιλ.32e). Μια τέτοια κατάσταση  συνιστά ο διανοητικός βίος, που είναι άριστος, γιατί είναι απαλλαγμένος από πόνους και ηδονές  (Πλ.Φιλ.32b). Οι ηδονές αυτές εξαρτώνται από τη νοερή προσδοκία χωρίς καμία παρούσα σωματική διεργασία.
Η θεωρία ότι μια ηδονή ή μια λύπη αποτελούν ό,τι ακριβώς αισθανόμαστε, γιατί η ουσία τους δεν είναι άλλη  από το γεγονός ότι γίνονται αισθητές, δεν αρμόζει στη σκέψη  του Σωκράτη. Είναι διαφορετικό΄- όταν κρίνουμε, εκφέρουμε κρίση για κάτι.- από το- όταν αισθανόμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι. Ας περάσουμε τώρα στους ανθρώπους. Οι ηδονές των κακών ανθρώπων είναι ψεύτικες, γιατί τις αντλεί από προσδοκίες που δε θα εκπληρωθούν. Πρόκειται για  ηδονές γελοιογραφία της γνήσιας ηδονής. Ενώ των καλών ανθρώπων, που ως τέτοιοι άνθρωποι είναι αγαπητοί στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους ικανοποιούνται, κι έτσι «απολαμβάνουν την προσδοκία εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο.»(Πλ.Φιλ.40a-c) Πάντως, κακή ηδονή σημαίνει την «ψευδή» ή «απατηλή» ηδονή.(Πλ.Φιλ.41a-b).
Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Τότε «το σώμα παρέχει ένα ορισμένο συναίσθημα και η ψυχή επιθυμεί την αντίθετη κατάσταση»(Πλ.Φιλ.41c). Τόσο η ηδονή όσο και ο πόνος επιδέχονται το  «περισσότερο και το λιγότερο». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε τον υπάρχοντα πόνο προσδοκώντας την αναμενόμενη ηδονή μεγαλύτερη από όση τελικά θα αποδειχθεί ή υπερεκτιμούμε τον πόνο σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα ηδονή(Πλ.Φιλ.41e-42c).
Oι αντίπαλοι του Φίληβου υποστηρίζουν ότι για να κατανοήσουμε τελικά τι είναι ηδονή, καλό είναι να μελετήσουμε τις βιαιότερες ηδονές(Πλ.Φιλ.45a) ,τις σωματικές. Εδώ γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ενάρετο βίο και σ΄ αυτόν της αμαρτίας. (Πλ.Φιλ.45d-e). Οι βίαιες ηδονές  κάνουν τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με μανία στο βίο της αμαρτίας, ενώ ο ενάρετος βίος χαρακτηρίζεται από εγκρατείς ηδονές.
          Ηδονές δημιουργούνται όταν «μια ασυνείδητη διεργασία κένωσης ακολουθείται από μια ασυνείδητη διεργασία πλήρωσης.»
Ο Πλάτωνας και στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.64a-65b)υποστηρίζει την ίδια θέση: Οι ηδονές αποτελούν αιφνίδιες και σημαντικές αναπληρώσεις μιας κένωσης, τόσο ήπιας και βαθμιαίας ώστε δε μεταβιβάζεται στην έδρα της συνείδησης.
Οι ηδονές που προκύπτουν από την αισθητική απόλαυση  της μελέτης των σχημάτων, χρωμάτων, φθόγγων και οσμών είναι αμιγείς, γιατί η έντασή τους δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση ούτε επιφέρουν κάποιον πόνο.(Πλ.Φιλ.51ab).  Στην κατηγορία αυτή των αμιγών ηδονών εντάσσονται και οι διανοητικές ηδονές της μάθησης.
Στη διάκριση των ηδονών σε αληθινές και ψεύτικες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αληθινές αυτές που χαρακτηρίζονται από το μέτρο και τη γνησιότητα,  ενώ ψεύτικες αυτές που δεν είναι γνήσιες και διαφέρουν από την αλήθεια.(Πλ.Φιλ.52cd-53c), γιατί γνώρισμά τους είναι η αμετρία. Μια μικρή ηδονή απαλλαγμένη εντελώς από λύπη είναι πιο αληθινή και ωραία από άλλες μεγάλες αλλά ανάμεικτες με λύπες.(Πλ.Φιλ.52b-53c)
Αν χρειαστεί να αξιολογήσουμε τις καθαρές και τις μεικτές ηδονές, θα πρέπει να πούμε ότι η καθεμία έχει διαφορετική αξία  στην ανθρώπινη ζωή.(Πλ.Φιλ.55c-59d). Πάντως ο άριστος βίος πρέπει να αποτελεί συγκερασμό της ευφυούς δραστηριότητας και της ηδονής(Πλ.Φιλ.59e-66d) Το έργο αυτό μοιάζει με την παρασκευή ενός ηδύποτου, όπου η ηδονή είναι το μέλι και η ευφυής σκέψη είναι το νερό(Πλ.Φιλ.61c) Το ζήτημα είναι πώς θα αναμειχθούν στη σωστή αναλογία.
Πάντως ο Πλάτωνας σε μια κλίμακα αξιολόγησης κατατάσσει στην πρώτη θέση το μέτρο, στη δεύτερη την αναλογία, την ωραιότητα, την πληρότητα, στην τρίτη την ευφυία και τη σοφία, στην τέταρτη τις επιστήμες, τις τέχνες και τις σωστές πεποιθήσεις και στην πέμπτη, τις ηδονές , σωματικές και μη.(Πλ.Φιλ.66a-d)
          Εκείνο που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία. Ως προς το μέτρο, η ηδονή τείνει φανερά προς την υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτε εμμετρώτερον από το νου και την επιστήμη. Τέλος ως προς το κάλλος, οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο άσχημες, ώστε τις κρύβουμε στο σκοτάδι, ενώ στο νου και τη φρόνηση, αν και ποτέ δεν τα είδε κανείς, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο(Πλ..Φιλ.64c-66a)(Τ. Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.216-7)
          Στην προσπάθεια  να συνδέσουμε  την  ηδονή  με  το  καλό υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι η ευφυία είναι πολύ καλύτερη για την ζωή του ανθρώπου από την ηδονή. Το συμπέρασμα όμως που προκύπτει είναι ότι ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία μπορούν μόνα τους να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, αφού κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο.

ΜΝΗΜΗ-ΑΝΑΜΝΗΣΗ

          Στη δεύτερη κλάση ηδονών και λυπών όλα εξαρτώνται από τη μνήμη. Κάποιες σωματικές διεργασίες, πριν ακόμη φθάσουν στην ψυχή εξουδετερώνονται ενώ άλλες καταφέρνουν να διεισδύσουν. Οι πρώτες είναι ασυνείδητες ενώ οι δεύτερες συνειδητές.  Η αίσθηση είναι η κίνηση που επηρεάζει  μαζί το σώμα και την ψυχή.(Πλ.Φιλ.34a) Η μνήμη αφορά στη διατήρηση της αίσθησης, ενώ η ανάμνηση αποτελεί την ανάκτηση από την ίδια την ψυχή μιας χαμένης μνήμης ή αίσθησης .(Πλ.Φιλ.34bc). Η ανάμνηση είναι στοιχείο που συμπεριλαμβάνει ο Πλάτωνας σε όλα τα έργα  μύθους του..
 Στην «Πολιτεία», η ψυχή καλείται να θυμηθεί τη γνώση που είχε για την ιδέα, όταν ήταν στον άλλο κόσμο, γιατί η γνώση αυτή θα της εξασφάλιζε την αθανασία της.  Η εκλογή του κλήρου στηρίζεται στην ανάμνηση αυτής της πείρας και της ζωής.(Πλ.Πολ.619d).
«Η ζωή εδώ επάνω στη γη πρέπει να έχει εσωτερικό σύνδεσμο με την  άλλη ζωή, η χρονικότητα πρέπει να καταλήγει στην αιωνιότητα. ΄Ότι γίνεται εδώ, αξίζει απόλυτα και εκεί. Η μνήμη κρατάει και όσα γίνονται εκεί και όσα γίνονται εδώ. ΄Ετσι έχει η ψυχή και η ζωή ενότητα. Τούτο είναι η βασική προϋπόθεση για όλη τη σύνθεση του μύθου…Όπως ο μύθος του ΄Ερωτα συνδέει τη θνητή με την αθάνατη φύση, όμοια και ο μύθος της αναμνήσης ενώνει τη θνητή με την  αθάνατη γνώση, τη χρονική πείρα με την πανεύτυχη όραση της ιδέας, για να δείξει,  ότι ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στα απόλυτα αυτά άκρα και πρέπει να την αρμόζει σε κάποια ενότητα….Τότε μόνον ωριμάζει ο άνθρωπος και συντάσσεται σε προσωπικότητα»(Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.345-6)
          Το έργο της ανάμνησης είναι πολύ σημαντικό΄ σκοπός της είναι η ενότητα της προσωπικότητάς μας, το γνώθι σ’αυτόν στο οποίο αφιέρωσε όλη την ζωή του ο Σωκράτης, για να μας επαναφέρει σε σχέση με τον εαυτό μας και την ολότητα του κόσμου.

ΓΝΩΣΗ

Ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος που αναγνωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα των αισθήσεων στην αληθινή γνώση είναι αυτός του «Θεαίτητου».
Τι όμως είναι η γνώση; Ο Θεαίτητος  υποστηρίζει ότι «η γνώση (επιστήμη) είναι απλώς αντίληψη (αίσθησις).» Αυτό, θα πει στη συνέχεια ο Σωκράτης ότι φαίνεται ισοδύναμο με τη ρήση του Πρωταγόρα(Πλ.Θεαίτ.152a) «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή, ό,τι φαίνεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτό και υπάρχει για εκείνον. Η αίσθησις  αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος  αλάνθαστη και ταυτίζεται με τη βέβαιη γνώση, δηλαδή την επιστήμη(Πλ.Θεαίτητ. 152c)
Πώς ερμηνεύεται αυτή η θέση;
Δεν πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο, αλλά για την πραγματικότητα που ζει κάθε άνθρωπος, και που δεν μπορούν να αντιληφθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο καθένας γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του. Είναι πολύ δύσκολο, ως σπάνιο, να συμπέσουν οι πραγματικότητες δύο ανθρώπων.
«Δεν υπάρχουν καν δύο κόσμοι που να έχουν κοινό έστω και ένα συστατικό´  γι’  αυτό ακριβώς μπορεί να υποστηριχτεί ότι καθένας είναι αλάνθαστος ως προς το δικό του ιδιωτικό κόσμο. Ο Πρωταγόρας δεν αρνείται  τη θεμελιακή «αντικειμενικότητα» του ιδιωτικού κόσμου κάθε ανθρώπου εκφράζοντας μάλλον τη σχετικότητα κάθε αλήθειας, γιατί τίποτε δεν είναι «απόλυτα» μεγάλο ή  «απόλυτα» θερμό. Σχετικά με κάποιο άλλο πρότυπο σύγκρισης το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό ή ψυχρό. Οτιδήποτε θεωρούμε υπαρκτό είναι δημιούργημα της κίνησης. Αυτό εξάλλου, δίδαξαν όλοι οι σοφοί, από τον Ηράκλειτο και τον ΄Ομηρο ως τον Επίρχαμο, εκτός από τον Παρμενίδη(Πλ.Θεαίτ. 152e)
΄Ολος ο ανθρώπινος βίος συνίσταται σε κίνηση και δράση, ενώ η παύση της κίνησης ερμηνεύεται ως στασιμότητα ή θάνατος(Πλ.Θεαίτ.152c-153d)
          Όταν δύο σύνολα παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο, γίνεται κάποια μεταβολή, ως συνέπεια αυτής της παρέμβασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βλέπουν το ίδιο πράγμα και οι δύο παράγοντες, καθώς μεταβάλλονται(Πλ.Θεαίτ. 153e) Τα ανθρώπινα αισθητήρια και ο εξωτερικός κόσμος είναι σύνολα κινήσεων, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό,  προϊόν τόσο του ανθρώπινου νου όσο και του περιβάλλοντός του.(Πλ.Θεαίτ.154b)
Η γνώση ταυτίζεται με την αισθητηριακή αντίληψη.  Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον, όπως π.χ. ένα ζώο.
Επίσης,  αφού κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή;
 Η, όταν ο αγράμματος βλέπει γραπτό κείμενο, καταλαβαίνει το περιεχόμενό του ή μήπως η αισθητηριακή του αντίληψη επαρκεί μόνο για το σχήμα και το χρώμα των γραμμάτων;
Η σύνολη απάντηση που δίνεται είναι ότι η αλήθεια  είναι σχετική, καθότι το κριτήριο της αλήθειας είναι υποκειμενικό και δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνολική κρίση των ανθρώπων που αποτελεί και τη σοφία της ανθρωπότητας.
      Η γνώση είναι υποκειμενική, γιατί ο κριτής έχει δικά του κριτήρια και επηρεάζεται από την κατάσταση που βρίσκεται. Η κρίση του αποτελεί την υποκειμενική του πραγματικότητα. ΄Ετσι η αλήθεια ερμηνεύεται με μια εγωκεντρική λογική, δεν υπάρχει  αντικειμενική κρίση, οπότε όλες οι έννοιες είναι σχετικές. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας νόμος αντικειμενικά αποδεκτός, που να μπορεί να επιβάλλει κοινή συμπεριφορά στους λαούς και ταυτόχρονα να είναι αρεστή από όλους. Άλλο σημαντικό στοιχείο της σχετικοκρατίας είναι η ύπαρξη νόμων και  κανόνων που διαφέρουν όμως από πολιτεία σε πολιτεία χωρίς όμως οι νόμοι της μιας να είναι  πιο αληθείς ή ψευδείς από της άλλης . Φύση και έθιμο κωδικοποιούν  κανόνες που συντελούν στην αρμονική συμβίωση .
     Η εγωκεντρική ηθική οδηγεί σε συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών και η μόρφωση των νέων γίνεται με παραδοσιακούς νόμους, όχι διότι η παράδοση είναι αληθινή αλλά γιατί η υπακοή της βοηθά στην κοινωνική προσαρμογή.
     Υπάρχει όμως κάποιος που να κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους άλλους; Ναι΄ κι αυτός είναι ο δάσκαλος, του οποίου η κρίση και η γνώση της αλήθειας είναι ανώτερη από αυτή των μαθητών (Πλ. Θεαίτ. 167,c,d,179b) . Ο γνώστης μιας αλήθειας αποτελεί  τον ειδήμονα για το συγκεκριμένο θέμα και είναι καλύτερος κριτής από τους άλλους . Η υπεροχή της σοφίας του στο θέμα κάνει την κρίση του αποδεκτή από όλους. 
Η όλη φιλοσοφία οδηγεί στο ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι αληθινές´ ακόμη και στον άριστο  κριτή υπάρχουν ψευδείς κρίσεις. Ο εγωκεντρισμός δεν αφήνει περιθώρια για να γίνει αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η στήριξη των κρίσεων έρχεται από την αισθητική και δοξαστική δύναμη της ψυχής, οι οποίες μπορεί να έχουν ανακόλουθες συνέπειες για την αλήθεια των πραγμάτων, καθότι κρίσεις και αισθήσεις μπορούν να δώσουν και ψευδείς πληροφορίες.
 Ο Πλάτωνας αποδέχεται τη λογική της ψυχής, την ξεχωρίζει από τη δοξαστική, και δέχεται την υπεροχή του λόγου με βάση τον οποίο ξεχωρίζει την αληθινή γνώση από τη δοξασία. Η κρίση της λογικής οδηγεί στην αληθινή γνώση, ενώ η δοξασία προέρχεται από αισθητικές καταστάσεις και στηρίζεται στην κρίση της πίστης(Πλ.Θεαίτ.201d)
Μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου συνδετικός κρίκος είναι η φαντασία και όχι η συμμετοχή του λογικού στοιχείου στη δόξα.. Υπάρχει ακρότητα στην κρίση της αλήθειας, καθώς ο κριτής περιορίζεται στο αισθητικό επίπεδο της γνώσης και φυσικά δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Ο ορισμός της γνώσης δε γίνεται εφικτός στο Θεαίτητο και το αδιέξοδο οφείλεται στο αισθητικό και κριτικό επίπεδο της γνώσης. Η όλη αδυναμία στηρίζεται στην απουσία της διαλεκτικής μεθόδου. Λύση δίνει ο Πλάτωνας χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια μέσα από τα οποία η ψυχή θα φτάσει στην αληθινή γνώση. Χρησιμοποιεί τη νόηση για να ανακαλύψει και να συλλάβει τις ιδέες που συντελούν στη διαλογική διαδικασία για τη γνώση. Η ψυχή κατά τη διαλεκτική διαδικασία μέσα από τις ιδέες δίνει εξήγηση του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Πλάτωνας φτάνει στην αληθινή γνώση μέσα από τη νόηση και την τοποθετεί στον κόσμο των ιδεών.
Ταυτίζει τη νόηση με τη γνώση. Η αλήθεια γίνεται γνωστή μέσω των ιδεών, τις οποίες αποκαλύπτει μέσω της διαλεκτικής και  της νόησης. Η αληθινή γνώση των πραγμάτων εξάγεται από τη  διαλεκτική κατά την  οποία η νόηση κατανοεί τα πράγματα, η μελέτη των οποίων στηρίζεται στην πρώτη αρχή του όντος»(Πλ.Πολιτ.511cd). Oι πλατωνικές ιδέες είναι λογικές έννοιες και υπάρχουν στις έννοιες των λόγων και όχι στις προτάσεις.
          Κυρίαρχη θέση στις πλατωνικές ιδέες έχει η ύψιστη ιδέα του αγαθού. Αυτή βρίσκεται υπεράνω των άλλων και είναι η ιδέα του όντος. Αλλά και όλες οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από την ύλη και υπάρχουν χωριστά. Η ψυχή γνωρίζει τα πράγματα από τις κοινές ιδέες που είναι λογικές έννοιες ομοιότητας και ανομοιότητας, ταυτότητας και διαφοράς, ενότητας-πολλαπλότητας-αντίθεσης. Συνολικά αποτελούν μια λογική δομή για την εξήγηση του όντος  από τις δύο απόψεις του (Πλ.Θεαίτ.185cd).
Συνεπώς, αντικειμενική γνώση είναι η γνώση του όντος που ταυτίζεται με την ιδεώδη πραγματικότητα. Η διαλεκτική με την ανάλυση και τη σύνθεση των ιδεών συντελεί αναμφισβήτητα στην αληθινή γνώση του όντος.




ΠΕΡΙ ΥΛΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.E. ΤΣΩΝΗ
Δ.ρ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ




΄Εργο των φιλοσόφων, μας λέει ο Πλάτωνας, είναι η Διαλεκτική΄”θεών δόσις”(Πλ. Φίλ.16c),“δυναμική και κλιμακούμενη μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας, όργανο δηλαδή της προσπάθειας της ψυχής να προχωρήσει στις ιδέες και να εξακριβώσει τις μεταξύ τους σχέσεις”.
΄Ολο το ενδιαφέρον του Πλάτωνα κινείται ανάμεσα σε δύο σφαίρες: Αφενός διακρίνει την ανώτερη νοητή πραγματικότητα   που αφορά το είναι, το άϋλο, τον κόσμο της ουσίας, αφετέρου διακρίνει την κατώτερη αισθητή πραγματικότητα που διέπεται από το γίγνεσθαι, τον κόσμο της γενέσεως και την ύλη. Στον κόσμο της ουσίας ανήκουν τα πρότυπα, τα παραδείγματα, ενώ στον κόσμο της ύλης οι απομιμήσεις, τα είδωλα.
Το θεμελιώδες δεδομένο για τον Πλάτωνα είναι ο συγκεκριμένος κόσμος, ο κόσμος της εμπειρίας. Είναι ένας κόσμος εικόνας , μη πραγματικός, ένας κόσμος που δίνεται όχι στον λόγο αλλά στην αίσθηση. Χαρακτηρίζεται από μια εγγενή αστάθεια και μη μονιμότητα. Δεν υπάρχει καμιά σαφήνεια που να πραγματοποιείται από αυτό που πάντα γίνεται και ποτέ δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτε μέσα στην «εικόνα», το οποίο να μπορεί να σύρει έξω το μυαλό, κανένα πιθανό περιεχόμενο που να αφορά το πώς σχετίζονται τα πράγματα της εμπειρίας ώστε να τα οργανώνει σε μια ενότητα  της επιστήμης. Συνεπώς, οποιαδήποτε εικόνα – πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι η ίδια εικόνα.
          Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των ιδεών. Οι ιδέες αντιπροσωπεύουν το είναι, την αληθινή ύπαρξη και βρίσκονται μακριά από την αβεβαιότητα των φαινομένων. Αποτελούν το σταθερό αντικείμενο της επιστήμης( της αληθινής δηλαδή γνώσης) μέσα σε όλη την εναλλαγή των υποκειμενικών ή λανθασμένων αντιλήψεων. Είναι τα πραγματικά όντα, τα αναλλοίωτα, τα ανώλεθρα, τα αιώνια τα κατά τα αυτά όντα και αντιληπτά μόνο μέσα από τη νόηση.
          Στον αντίποδα βρίσκεται ο αισθητός κόσμος, ο κόσμος των υλικών σωμάτων που μεταβάλλεται και για τον οποίο δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια βέβαιη και ασφαλή γνώση, δεκτική για θεωρητική απόδειξη.
Βέβαια, όλη η πορεία των πραγμάτων έχει κάποια αιτία.
Για την εξήγηση της πορείας του σύμπαντος απαιτείται η ύπαρξη ενός δημιουργού, ο οποίος σφυρηλατεί τον κόσμο,- δεν μας αφήνει να εισχωρήσουμε τελείως στο έργο του , όμως μπορούμε να το δείξουμε με κάποια αληθοφάνεια. Κάποτε μόνο εικόνες ή μύθοι αφελείς μας επιτρέπουν να δούμε μια πραγματικότητα η οποία μας διαφεύγει, και τότε ο Πλάτωνας, ποιητής, παραδίνεται χάρη του σκοπού αυτού στη χαρά της εφεύρεσης ενός μύθου. Όταν όμως από τη φυσική ανερχόμαστε στην αρχή των πραγμάτων, στην κοσμογονία, ο μύθος αποκτά βαθύτερη σημασία΄ γίνεται αλληγορία, αρμονική δημιουργία αριθμών και σχημάτων, όπου με τη μορφή συμβόλων προβεβλημένων στο χώρο και χρόνο, προκύπτουν συλλογισμοί δημιουργικής σκέψης,  με την οποία ο κόσμος των φαινομένων απορρέει από την ιδέα του αγαθού.(βλ.εισαγωγή Πλ. Τίμ., εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ.9-10)
Το σύμπαν είναι απεικόνιση του αιώνιου και αναλλοίωτου υποδείγματος, χωρίς όμως το ίδιο να είναι αιώνιο και αναλλοίωτο. Βρίσκεται τοποθετημένο στις διαστάσεις του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και υπόκειται στη φθορά.
Ο Πλάτωνας εκθέτει όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη γέννηση του σύμπαντος, χωρίς όμως να αναφέρει τίποτε το συγκεκριμένο για την ύλη και τον χώρο. Ο δε χώρος δεν έχει δική του πραγματικότητα, δεν είναι μια νέα ουσία που προστίθεται στις άλλες δύο υπάρχουσες, αυτές του γίγνεσθαι και των τύπων.
Ακολουθώντας την σκέψη του Πλάτωνα δεν μπορούμε να χωρίσουμε τον χώρο από τα αντικείμενα που τον κατέχουν, ούτε την ύλη από τον χώρο που αυτή καταλαμβάνει. Με την έννοια του χώρου ο Πλάτωνας δεν  εννοεί ούτε το κενό διάστημα ούτε την υλική ουσία των πραγμάτων, αλλά θέλει να δείξει ότι δεν γίνεται να συνυπάρχουν δύο αντικείμενα στον ίδιο χώρο. Θέλει να μεταφέρει σε φυσικές πραγματικότητες, έννοιες φύσης λογικής ή διαλεκτικής και να μεταβεί από τον κόσμο των ιδεών στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων. (βλ.εισαγωγή Πλ. Τίμ., εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ.36-37)
          Το μοναδικό πλατωνικό έργο που είναι αφιερωμένο στην κοσμολογία είναι ο Τίμαιος. Πρόκειται για την αφήγηση της γέννησης του αισθητού κόσμου, «όντος ορατού, ομοιώματος του νοητού, αισθητού θεού. (Πλ. Τίμ.92c)
          Ο αισθητός κόσμος, ως αισθητός γίνεται, είναι κόσμος συμβάντων, έχει αιτία(Πλ.Τιμ.28a-c), είναι έργο του θεού που τον κατασκευάζει(Πλ.Τίμ.28c) βάσει προτύπου και αποτελεί εικόνα του άριστου επιτεύγματος(Πλ.Τίμ.29a). O αισθητός κόσμος είναι το αντίγραφο ή η εικόνα του αμετάβλητου και ακριβούς προτύπου που αντανακλά την οριστικότητα του αντικειμένου του. Ενώ το αισθητό αντίγραφο μεταβάλλεται συνεχώς και οποιοσδήποτε λόγος γι΄ αυτόν μόνο προσεγγιστικός μπορεί να είναι. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι για τα όντως όντα υπάρχει πραγματική γνώση , όχι όμως και για όσα ανήκουν στον κόσμο του γίγνεσθαι.( Πλ.Τιμ.27d-28a)
          Ο Δημιουργός κατασκεύασε τον  αισθητό κόσμο προσβλέποντας στο νοητό κόσμο. Τον δημιούργησε γιατί ήθελε να κατασκευάσει κάτι που να του μοιάζει. Αφού πήρε όλα τα ορατά που βρίσκονταν σε κατάσταση χαοτικής αταξίας, τα έβαλε σε τάξη΄ κατόπιν έδωσε στον κόσμο ψυχή και στη συνέχεια εμφύσησε νόηση. ΄Ετσι ο αισθητός κόσμος με την πρόνοια του Θεού έγινε έμψυχο και σκεπτόμενο ον(Πλ. Τιμ.30b) κι αποτελεί την αισθητή ενσάρκωση ενός οργανισμού του οποίου τα μέρη είναι όλα τα άλλα όντα. Και εφόσον το πρότυπο είναι ένα, και το αντίγραφό του αντανακλά κατ΄ ανάγκη τη μοναδικότητά του.(Πλ.Τιμ. 30c-31b)
Ο κόσμος δεν είναι αϊδιον, δηλαδή αιώνιος, αλλά γεγονός, κάτι που έγινε και προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας διεργασίας΄ σύμφωνα με την πλατωνική αντίληψη ο κόσμος βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη, γι΄ αυτό έχει ιστορία, γίνεται συνεχώς και έτσι δεν υπάρχει σημείο τελείωσης της γένεσής του. Ανήκει στο γίγνεσθαι και γι΄ αυτό πρέπει αναγκαστικά να έχει ένα αίτιο που προκάλεσε τη γέννησή του. Το δε αίτιό του μόνο θεϊκό μπορεί να είναι.
Ο κόσμος δηλαδή, προκύπτει όχι ως προϊόν τύχης, αλλά ως καθολικό, μοναδικό, ωραιότατο, τέλειο δημιούργημα σκόπιμης θείας δραστηριότητας από το οποίο παράγονται όλα τα επί μέρους γεγονότα. Αυτό είναι το νοητό ον, που έχει ο θεός ως πρότυπο στο έργο του. ΄Όλα όμως  τα δημιουργήματα αιτία ύπαρξης έχουν τη θέληση του Δημιουργού(Πλ.Τιμ.29e,41b)
Η αρετή και αγαθότητά του αποτελούν τον μόνο αποχρώντα λόγο της ύπαρξης του υλικού κόσμου(Πλ.Τιμ.29de), εφόσον βάζει σε ορισμένη τάξη υλικά που δεν έχουν ζωή και ψυχή.
          Αφού ο Θεός πήρε ως υλικά του αυτά που προϋπήρχαν,         δηλαδή την φωτιά , τη γη, τον αέρα και το νερό(Πλ.Τιμ.32c-34b), έφτιαξε τον κόσμο και του έδωσε σφαιρική μορφή, γιατί έτσι θα έχει το πρέπον σχήμα που περιέχει το παν.  Τον έκανε ζωντανό, να κινείται με σταθερή περιστροφή γύρω από τον άξονά του(Πλ.Τιμ.34a) με τη βοήθεια της ψυχής κι έτσι να είναι ένας ευλογημένος θεός (ευδαίμων θεός)
«Ο Δημιουργός του Πλάτωνα εργάστηκε πάνω σε προϋπάρχοντα υλικά, δεν τα δημιούργησε από τη φύση του. Δεν «γέννησε» κυριολεκτικά τον κόσμο. Πήρε τα υλικά που προϋπήρχαν και τα χαρακτήριζε μια πλημμελής και άτακτη κίνηση.( Πλ.Τιμ.30a)Ο αισθητός δηλαδή κόσμος υπήρχε πάντα, μόνο που δεν ήταν κυριολεκτικά αισθητός, αφού δεν υπήρχε κάποιος με αισθήσεις για να τον δει. Ο Θεός δεν έχει αισθήσεις αλλά νου. Για να κυριολεκτήσουμε πρέπει να πούμε “νοεί” και όχι “αισθάνεται”(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.106)
Η παραπάνω άποψη περιορίζει αισθητά το μεγαλείο της δημιουργίας, εφόσον ο Θεός δεν έκανε τα πάντα από την αρχή, γεγονός που περιορίζει την παντοδυναμία του στην απόλυτη μορφή της. Αφετέρου, δίνει μια πιο λογική εξήγηση στην ύπαρξη της αταξίας και του κακού στον κόσμο. Κι αυτό γιατί ο Θεός απαλλάσσεται από την ευθύνη γιατί  το κακό και η αταξία επιρρίπτονται στα δύστροπα υλικά με τα οποία δούλεψε. ”(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.106,107)
Ως προς τη δημιουργία, για να συνεχίσουμε, η ψυχή προηγήθηκε του σώματος. Η ψυχή έχει τρεις συνιστώσες:α) ένα Είναι μεταξύ του ίδιου και εξελισσόμενου και διαιρέσιμου σε σώματα, β) ένα ενδιάμεσο είδος ταυτότητας και γ)ένα ενδιάμεσο είδος διαφοράς. ΄Ετσι ο Θεός κατέστησε την ψυχή μεταξύ του αιώνιου και έγχρονου (Πλ. Τιμ.35a). Στη συνέχεια κατασκεύασε το σώμα του κόσμου μέσα στην ψυχή του και τα συνταίριασε τα δύο αυτά.(Πλ.Τιμ.36e) Τότε άρχισε ο «ατέρμων και έλλογος βίος» του κόσμου ως ζωντανού οργανισμού. Οι απόλυτα εναρμονισμένες περιστροφές τους συμβολίζουν αφενός την επιστήμη του αιώνιου και αμετάβλητου, αφετέρου την σωστή πεποίθηση για τα έγχρονα πράγματα(37a-c)
Η  δημιουργία του κόσμου δεν έχει κάποια χρονική αφετηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί χρόνος πριν από αυτήν, γιατί ο χρόνος και ο κόσμος άρχισαν μαζί, όταν βέβαια ο Θεός τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι συνάρτηση της τάξης που επέβαλε ο Δημιουργός στην άτακτη κίνηση του σύμπαντος. Ο χρόνος(Πλ.Τιμ.37c-38b) έχει την ίδια σχέση που έχει ο αριθμός με τη μονάδα « Η απόλυτα ομοιόμορφη ροή του αποτελεί ατελή αντανάκλαση της ταυτότητας της αιωνιότητας με τον εαυτό της. Αποτελεί την χαρακτηριστική μορφή του αισθητού.»(Α.Ε.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.506)
Προκειμένου να υπάρχει χρόνος, χρειάζονται τα αισθητά σώματα με σταθερή κίνηση, που θα χρησιμεύουν για τη μέτρησή του. ΄Ετσι ο Θεός επινόησε τον ήλιο και άλλους πλανήτες(Πλ.Τιμ.37c-39d). Επίσης, δημιούργησε θεούς στον ουρανό, στoν αέρα, ζώα υδρόβια και χερσαία.(Πλ.Τίμ.39e-40d)
Ό,τι δημιουργεί ο Θεός είναι άφθαρτο, φθαρτά είναι όσα δημιουργούν οι ήδη δημιουργημένοι θεοί (Πλ.Τιμ.41a-d) Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι τους θεούς, αν και  τους «δημιούργησε» ο Δημιουργός δεν ανήκουν στο χώρο του γίγνεσθαι, της αλλοίωσης και της φθοράς (Πλ.Τιμ.72d).
 Στη συνέχεια ο Θεός δημιουργεί αθάνατες ψυχές τόσες, όσες είναι και τα άστρα, χρησιμοποιώντας κατάλοιπα του μείγματος που χρησιμοποίησε για τη δημιουργία των ψυχών του κόσμου και των αστέρων Κάθε ψυχή οδηγείται στο άστρο της. Μάλιστα εξηγεί ο Πλάτωνας ότι με το πέρασμα του χρόνου όλες οι ψυχές θα γεννηθούν ως άνθρωποι στα διάφορα όργανα του χρόνου( δηλαδή τους πλανήτες) και ανάλογα με τον τρόπο της ζωής τους θα μετεμψυχωθούν σε ανθρώπινο  σώμα ή ζώου .(Πλ.Τιμ.41e-42d)
          Κατόπιν μας πληροφορεί ο Πλάτωνας στον Τίμαιο  (Πλ.Τιμ.(942e-47e) πως οι θεοί δημιούργησαν το ανθρώπινο σώμα και όρισαν το κεφάλι να είναι έδρα της αθάνατης ψυχής, το κορμί και τα άκρα προστέθηκαν για την ασφάλεια και εξυπηρέτηση της κεφαλής(Πλ.Τιμ.44c-45b). Μετά κατασκεύασαν το όργανο της όρασης(Πλ.Τιμ.45b-46c)
Εδώ θα αδράξει ο Πλάτωνας την ευκαιρία να πει ότι από την σύζευξη της ψυχής με το σώμα που διαρκώς «ρέει», αποβάλλοντας απορρίμματα και προσλαμβάνοντας νέα ύλη, δημιουργείται αταξία στις κινήσεις των κύκλων της ψυχής, με αποτέλεσμα να προκαλείται απερισκεψία. Τότε, μόνο η σωστή παιδεία βοηθά το άτομο να αποκτήσει σωστή, ορθή κρίση και ευφυία.(Πλ.Τιμ.43a-44c)
          Ο Δημιουργός έφτιαξε τον αισθητό κόσμο προσβλέποντας στο νοητό,  με τον συνδυασμό νου και ανάγκης. Η ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού. Για την κατασκευή του αισθητού κόσμου συνέβαλε βέβαια ο νους, η νόηση, αλλά συνέβαλε και η ανάγκη, ως “σκλάβα πρόθυμη” στον άρχοντα νου(Πλ.Τιμ.48a) Η ανάγκη είναι η άτακτη και ανώμαλη, η πλανωμένη αιτία που εξυπηρετεί τον νου, επειδή «η επιστήμη αδυνατεί να αναλύσει την υλική πραγματικότητα σε σύνολο έλλογων νόμων χωρίς να περισσέψει κάποιο ανεξήγητο υπόλοιπο. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχει πάντα, πέρα από το «νόμο», ένας παράγοντας του «καθαρά δεδομένου» ή «ανάγωγου γεγονότος», ανεπίδεκτος εξήγησης, τον οποίο απλώς οφείλουμε να δεχτούμε. Καθήκον της επιστήμης είναι να μην ικανοποιείται ποτέ με τα εκάστοτε δεδομένα, αλλά να προσπαθεί να  τα «εξηγήσει» βάσει λογικών νόμων ως συνέπειες απλούστερων αρχικών «δεδομένων». Ωστόσο, η επιστήμη, σε όποιο βαθμό και αν εφαρμόσει αυτή τη διαδικασία, αναγκάζεται πάντα να διατηρήσει στις περιγραφικές της εξηγήσεις κάποιο ανεξήγητο στοιχείο, «καθαρά δεδομένο» ή «ανάγωγο γεγονός». Αυτόν ακριβώς τον παράγοντα, του «δεδομένου» που ενυπάρχει στη φύση, αυτό το ασύμμετρο ή άρρητο στοιχείο, όπως ονομάζεται μερικές φορές, φαίνεται να προσωποποιεί ο Τίμαιος ως ανάγκη. Η έκφραση «ο νους πείθει την ανάγκη» αποτελεί απλώς μια ευρηματική διατύπωση του ότι ποτέ δεν φτάνουμε σε σημείο που κάθε περαιτέρω εξήγηση γίνεται πράγματι αδύνατη.»(A.E.Taylor,Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.516)
          Ο νους επιβάλλεται στην ανάγκη όχι με την βία, αλλά με λογικά επιχειρήματα(Πλ.Τίμ.47e-48a). Ο Δημιουργός ως αγαθός που είναι είχε κάθε  πρόθεση να κάνει έναν κόσμο από κάθε άποψη τέλειο. ΄Όμως τα υλικά που χρησιμοποίησε παρεμπόδισαν την εφαρμογή των θεϊκών σχεδίων του. Και, ενώ δεν είχαν την πρόθεση  για κάτι τέτοιο, λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων τους, μπορούν ωστόσο να θεωρηθούν συναίτια, εφόσον έρρεπαν από τη φύση τους να επανέλθουν στην παλιά χαοτική και άτακτη κατάστασή τους.
Συνεπώς “υπάρχουν δύο είδη αιτιών. Στο πρώτο ανήκουν “όσαι μετά νου καλών και αγαθών δημιουργοί, στο δεύτερο όσαι μονωθείσαι φρονήσεως το τυχόν άτακτον εκάστοτε εργάζονται”(Πλ.Τιμ.47bc) όλα αυτά δηλαδή, που αποτελούν την πλανωμένην αιτίαν, συναίτια και συμμεταίτια(T. Aρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.113)
          Στόχος του Πλάτωνα πάντως, είναι να μετριάσει τη δράση της ανάγκης και να εξάρει το έργο του νου, που εκδηλώνεται με το μέτρο και την αναλογία.
Ας δούμε τώρα, ποια είναι η συνεισφορά του Δημιουργού σε όλα αυτά. Ο Θεός καθόρισε τις αναλογίες και τις κινήσεις πείθοντας την ανάγκη.(Πλ.Τιμ.56c). Από τα πέντε κανονικά πολύεδρα που σχημάτισε, (Πλ.Τιμ.53cc-58c) τα τέσσερα απέδωσε στα τέσσερα στοιχεία. Το πέμπτο, το δωδεκάεδρο, του οποίου οι επιφάνειες είναι πενταγωνικές, το χρησιμοποίησε για τον κόσμο που είναι σφαιρικός(Πλ.Τιμ.56c) . Συνεπώς η σφαίρα ταυτίζεται με το δωδεκάεδρο. Τα στοιχειώδη σώματα  εξωθημένα από την ανομοιότητά τους κινούνται ακατάπαυστα, με αποτέλεσμα άλλοτε να επικρατούν τα μεν άλλοτε τα δε(Πλ. Τιμ.56d-57c). Kι ενώ όλα τα στοιχεία μπορούν να μετασχηματιστούν μόνο στη γη τα ισοσκελή τρίγωνα από τα οποία αποτελείται δεν μπορούν να συνδυαστούν με τα σχήματα των άλλων στοιχείων(Πλ.Τιμ.56d)
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ετερότητα και η ανομοιότητα εξηγούν την κίνηση των στοιχείων.
          Για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της γένεσης, εκτός από το νοερό αρχέτυπο( τα παραδείγματα, οι ιδέες που είναι αμετάβλητα) και το αισθητό αντίγραφό του( τα μιμήματα των παραδειγμάτων που υπόκεινται στη γένεση και είναι ορατά)  απαιτείται κι ένα τρίτο στοιχείο- είδος΄ είναι αυτό του δοχείου(Πλ.Τιμ.49a,52bγενέσεως τιθήνην) , ή της μήτρας(Πλ.Τιμ.50d,51a), όπου και μορφώνεται η γένεση(Πλ.Τιμ.52d). Πρόκειται για ένα καλούπι, ένα εκμαγείο(Πλ.Τιμ.50c), μια περιοχή ή χώρος, τόπος όπου τα σώματα προκύπτουν ή εξαφανίζονται. Τα άλλα σώματα ή μεταβάλλονται ή εμφανίζονται περιοδικά. Π.χ. εκεί που υπήρχε νερό έγινε αέρας και μετά φωτιά κ.τ.λ  Πάντα όμως, παρόλες τις μετατροπές παραμένει κάτι μόνιμο και αναλλοίωτο΄ αυτό λοιπόν, που είναι κάτι απόλυτα πλαστικό, και επιτρέπει την εμφάνιση όλων των πραγμάτων μέσα του παραμένοντας ουδέτερο σ΄ αυτά, χωρίς να έχει δική του μορφή ή δομή και το οποίο δεν μπορούμε να διακρίνουμε με τις αισθήσεις αλλά μόνο με την σκέψη(Πλ.Τιμ.48e-52b) ονομάζουμε χώρα ή χώρο.
Αυτό τον χώρο πρέπει να τον φανταστούμε ότι «συγκλονίζεται παντού από ακανόνιστες ταραχές, τυχαίες δονητικές κινήσεις, παρουσιάζοντας σε διάφορες περιοχές του στοιχειώδη, αρχέγονα ίχνη της δομής που έμελλε να παγιωθεί και που μας είναι γνωστή ως χαρακτηριστική των διαφόρων σωμάτων»(Α.E. Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.517)
H κίνηση αυτή δεν προέρχεται από τον ίδιο τον χώρο, γιατί είναι καθαρά μηχανική. Προέρχεται από τα στοιχεία που μπαίνουν μέσα του, τη φωτιά, το νερό, τη γη, τον αέρα). ΄Ετσι δημιουργούνται τα αισθητά. (Πλ.Τιμ.52e-53a).
          O Πλάτωνας μας λέει ότι οι ιδέες  δίνουν τη μορφή στα στοιχεία μέσα στη χώρα, με τη διευκρίνιση ότι οι ίδιες δεν μπαίνουν  ούτε δέχονται τίποτε μέσα τους(Πλ.Τιμ.52a), γιατί είναι καθαρά παραδείγματα. Η χώρα ανήκει στο χώρο του όντος, όπως και οι ιδέες. ΄Όμως ενώ η χώρα δεν έχει μορφή, οι ιδέες έχουν.(Πλ.Τιμ.50e). Συνεπώς ιδέες και χώρα είναι διαφορετικά πράγματα.   
Μια συνολική θεώρηση μας επιτρέπει να δούμε ότι για να προσδιορίσει ο Πλάτωνας την ύλη, χρησιμοποιεί ως αφετηρία  τις ίδιες θέσεις πάνω στις οποίες στήριξε την ανάγκη να υπάρχει μια υπέρτατη ουσία ή μια αληθινή ύπαρξη, της οποίας η απεικόνιση είναι η εικόνα.
Είναι απαραίτητο να θεωρήσει κανείς αυτή την απεικόνιση ως βάση για την ύπαρξη της ύλης , προτού καθορίσει την αιτιότητα που ασκείται από την ουσία. Ο χωρισμός της ουσίας από την ύπαρξη στα όντα δηλώνει την πραγματική διαφορά ή ετερότητα. Αν ο χωρισμός είναι οντολογικός, η διαφορά είναι οντολογική. Πραγματικός χωρισμός μπορεί να υπάρξει μόνο αν υπάρχει πραγματική διαφορά. Δεδομένου ότι η αληθινή ύπαρξη μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό , πρέπει να κοιτάξουμε  αλλού για τη διαφορά που χωρίζει την ουσία από τον κόσμο των εικόνων που είναι αντίγραφό του. Η ύλη πρέπει να υπάρχει για τον απλό λόγο ότι και οι εικόνες υπάρχουν.
Εφόσον η αληθινή πραγματικότητα δεν ανήκει στις εικόνες-όντα που παράγονται, και που υπάρχουν πάντα ως εν μέρει μια άλλη εφήμερη σκιά, πρέπει  να προκύψει και να συμφωνήσει με κάποια άλλη..
Αυτή η έλλειψη στερεότητας οδηγεί τον Πλάτωνα να θεωρήσει   την ύλη ως ένα εμπορευματοκιβώτιο της εικόνας στη λογική κατάταξη. Το δε εμπορευματοκιβώτιο γίνεται αποδεκτό ως το ίδιο το σώμα. Ενώ η προσπάθεια να ανακατευτεί η ενότητα με την ύπαρξη οδηγεί στην άπειρη πολλαπλότητα τραυματισμού , όπου όλα συμμετέχουν.
Όταν στην αληθινή πραγματικότητα δεν ανήκουν οι εικόνες-όντα, τότε πρέπει να υπάρχουν κάπου αλλού. Διαφορετικά  δεν μπορούν να υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο καθόλου. Αυτό που λαμβάνεται ως πρότυπο, για τον Πλάτωνα  είναι η ίδια η ουσία.. Αφετέρου η απεικόνιση πρέπει να είναι μίμηση της ουσίας. Η μίμηση δηλαδή, πρέπει να αιτιολογεί τη φύση που λαμβάνεται ως πρότυπο. ΄Όλα τα όντα που χωρίζονται από την ουσία τους διακρίνονται για την πραγματική διαφορά ή την ετερότητα.
Η οντολογική βάση για την ύπαρξη της ύλης στον Πλάτωνα είναι προφανώς ο χωρισμός που έκανε ο φιλόσοφος μεταξύ ενότητας και ύπαρξης. Ο πλουραλισμός της ύπαρξης οδηγεί τον Πλάτωνα να θεωρήσει ότι η ύλη είναι το τελευταίο υπόστρωμα και η αρχή του δυαδικού συστήματος. Πρέπει να υπάρξει έξω από τη γενική ενότητα μία πηγή απ΄ όπου δημιουργείται η διαφορά της ύπαρξης. Αυτή η πηγή στη λειτουργία της είναι αιτία της ύπαρξης, οντολογική ετερότητα σε σχέση με την ενότητα. Αυτή η πηγή στη λειτουργία της ως αιτία της ύπαρξης και οντολογική ετερότητα σε σχέση με την ενότητα, μπορεί να είναι μια  χωρίς φύση πολλαπλότητα, μια απροσδιόριστη μήτρα της συγγένειας. Κάτω από αυτή την μορφή είναι μια υπαρκτή άρνηση της πρωταρχικής σπουδαιότητας της πραγματικότητας, μιας πραγματικής απουσίας ή μιας στέρησης της αληθινής ύπαρξης. Η ύλη στον Πλάτωνα δεν είναι δυναμική ύπαρξη, ούτε πιθανή ουσία΄ είναι αυτή που μπορεί να γίνει ουσία, γιατί συμφωνεί με το να μην - είσαι ριζικά και στέρηση. Για τον Πλάτωνα ο περιορισμός της πράξης δεν είναι από τη δύναμη αλλά από τη σχετική μη- ύπαρξη ή τη στέρηση. ΄Ενας τέτοιος περιορισμός είναι μοιραίος στην ακεραιότητα της πράξης ή της τελειότητας΄ μόνο οι υποβιβασμένες εικόνες της πράξης μπορούν να παραχθούν κατ΄ αυτό τον τρόπο. Η ύπαρξη της μη-ύπαρξης  είναι έτσι στενά ενδεχόμενη στην ύπαρξη της ύπαρξης. Η πραγματικότητα και η λειτουργία της μη-ύπαρξης ως υλικής αρχής είναι εξ ολοκλήρου σχετική με την έλλειψη ενότητας και ουσιαστικής ανεπάρκειας που αποτελεί πραγματικά την ύπαρξη.
Ας δούμε τώρα, ποια έννοια έχει η ύλη στην πλατωνική φιλοσοφία, και πώς μπορούμε να καταλάβουμε την ύλη συγκριτικά με την εικόνα. Η ίδια η ύλη καταρχήν δεν μπορεί να είναι εικόνα. ΄Εχει σημασία το πώς ο Πλάτωνας συνδέει τις εικόνες, που απαγορεύει οποιονδήποτε προσδιορισμό (ή ακόμη και την ομοιότητα) του εμπορευματοκιβωτίου των εικόνων με τις εικόνες που περιλαμβάνονται. Το να είναι κάτι λογικό πράγμα δηλώνει τη συμμετοχή του στην ουσία. Μάλιστα το γεγονός αυτής της συμμετοχής κάνει αδύνατη οποιαδήποτε  σχέση ομοιότητας μεταξύ των εικόνων και του υλικού υποστρώματος. Η  συμμετοχή εκφράζει μια κατανομή της ουσίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτή που συμμετέχεται πάντα να παραμένει χωριστή από αυτή που συμμετέχει. Η δε συμμετοχή περιλαμβάνει ό,τι σχετίζεται με την ουσία ή φύση της και ό,τι σχετίζεται με την εικόνα ή αντίγραφό της. Αυτή η διάκριση γίνεται κατανοητή ως εξής: Αφενός συμμετέχει η ουσία ,αφετέρου συμμετέχει η εικόνα, αυτό δηλαδή που κρατιέται για να είναι η κατάλληλη φύση του. Μεταφορικά μπορούμε να πούμε ότι η ύλη είναι εικόνα, αν λάβουμε υπόψη ότι τα αισθητά όντα αντανακλούν την αληθινή ουσία και η ύλη λαμβάνει αυτές τις αντανακλάσεις.
 Γνωρίζουμε ότι το υλικό υπόστρωμα είναι το τελευταίο στην κατάταξη. Ας δούμε τώρα σε ποιο είδος της αληθινής ύπαρξης θα μπορούσε η υπάρχουσα μη-ύπαρξη να αποκριθεί΄ Πράγματι, είναι αντιφατικό (όχι μόνο στη λειτουργία της ύλης αλλά επίσης και στο βασικό θέμα του χωρισμού) ότι η ύλη συλλαμβάνεται σε κάθε αίσθηση ως φύση. Πώς είναι δυνατό εφόσον η ύλη είναι χωριστή από την ουσία της να μπορεί να υπάρχει σε όλα. Βέβαια, αν η ύλη διασώζει τα αισθητά όντα από την απόλυτη μηδαμινότητα, δεν πρόκειται ούτε να τους παράσχει φύσεις ούτε να λειτουργήσει ως όρος για την ουσία.. Η ύλη συμβάλλει στα αισθητά  απλώς με το να παρέχει το δοχείο στο οποίο η συμμετοχή τους στην ουσία ή αληθινή μορφή μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Η ύλη είναι η αρχή όχι με την έννοια της φύσης ή ουσίας, αλλά ως εικόνα-ύπαρξη. ΄Ετσι  η ύλη, αν και δεν είναι φύση ή ουσία καθιερώνεται ως μια μη-ύπαρξη που υπάρχει. Στον Πλάτωνα η ύλη δεν μπορεί να εισέλθει στην τάξη της ύπαρξης. Η πραγματικότητα και η λειτουργία της μη-ύπαρξης ως υλική αρχή είναι εξ ολοκλήρου σχετική με την έλλειψη ενότητας και ουσιαστικής μηδαμινότητας που αποτελεί πραγματικά την ύπαρξη. Πρέπει να υπάρξει έξω από τη γενική ενότητα μια πηγή από όπου δημιουργείται η διαφορά της ύπαρξης, ο τρόπος και η εικόνα .Αυτή η πηγή στη λειτουργία της είναι αιτία της ύπαρξης, οντολογική ετερότητα σε σχέση με την ενότητα. Αυτή η πηγή (ύλη) μπορεί να είναι μια χωρίς φύση πολλαπλότητα, μια  απροσδιόριστη συγγενική μήτρα . Με αυτή τη μορφή είναι μια υπάρχουσα άρνηση της αρχικής πραγματικότητας, μιας πραγματικής απουσίας ή στέρησης της αληθινής ύπαρξης.
Η ύλη στον Πλάτωνα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι πιθανή ύπαρξη ούτε δυναμική ουσία. Είναι αυτή που μπορεί να γίνει ουσία , επειδή αυτή από μόνη της είναι ριζικά μη-ύπαρξη και στέρηση.
Η ύλη διαφέρει από την ουσία. Η διαφορά της ύπαρξης που βρίσκει τον δικό της παραλογισμό από τον  κόσμο των νοητών, βασίζεται στην ύλη. Ενώ ρίχνουμε το βάρος της ευθύνης στην ύλη για τον παραλογισμό που εισβάλλει στον κόσμο της ύπαρξης, δεν πρέπει να παραμελήσουμε το γεγονός ότι ήταν όχι για την ύλη, ακόμη και τέτοια σχετική  γνώση θα ήταν ένα αδύνατο όνειρο. Έτσι δεδομένου ότι η ύλη διασώζει τις εικόνες από την απόλυτη μηδαμινότητα, επίσης τις συντηρεί από την παντελή έλλειψη γνώσης. Όταν χωρίζει από την ουσία του  το συμμετέχον, χωρίζεται από την σχετική ταυτότητά του. Η απομονωμένη εικόνα είναι η ίδια μόνο με τη συγγενική της μήτρα. Με οτιδήποτε άλλο δεν είναι. Και για να ξέρει την ομοιότητά της, πρέπει να ξέρει τη διαφορά της. Η αναλογία της ομοιότητας που μια ύπαρξη έχει σε σχέση με τον εαυτό της δεν είναι εντελώς η ίδια με την ουσιώδη και μη ανακοινώσιμη ενότητά της. Η ομοιότητα βρίσκεται στα μέλη της ενότητας των οντοτήτων της που εξηγούν τον ίδιο κοινό λόγο (που συμμετέχει στον ίδιο τύπο μορφής).Η πλατωνική διάκριση ανάμεσα στο πράγμα και την ουσία του διατηρείται και επισημαίνεται.. Εξού και η έλλειψη δύναμης της ύλης, ως αρχή της γνώσης, που καθιστά δυνατό ένα λόγο γύρω από την ύπαρξη και δίνει το έναυσμα για μεταφυσικές συζητήσεις στον Πλάτωνα: το θέμα της σχέσης των οντοτήτων του ενός με το άλλο.
Ο Πλάτωνας περιγράφει την ύλη ως αιώνιο, ακατάλυτο και αμετάβλητο  χώρο που ποτέ δεν υιοθετεί με κανένα τρόπο ή οποιαδήποτε στιγμή τις εκλαμβανόμενες μορφές. Οι σημειώσεις αυτές της αιωνιότητας, αφθαρσίας και μονιμότητας είναι εξίσου εφαρμόσιμες στην αληθινή ουσία, στο Εν. Η ύλη και η ουσία αντιπροσωπεύουν αντίθετες κατατάξεις που εξαντλούν την περιοχή της σταθερότητας. Οι δε εικόνες μπορούν να είναι τα πραγματικά αντικείμενα του καθορισμού και της επιστήμης. Η ίδια η ιδέα της συμμετοχής ή της μίμησης σημαίνει τον εγγενή δυναμισμό που υπάρχει στη δομή της παραγόμενης ύπαρξης. Μάλιστα, όπου η ουσία είναι εγγενής, όπου υπάρχει ταυτότητα, δεν υπάρχει μονιμότητα.
Η πλατωνική θέση είναι ότι η ουσία, το Εν, είναι αληθινή ύπαρξη, η αρχική και προνομιούχα πραγματικότητα της οποίας η ύπαρξη των μορφών δεν είναι άλλο από εμφάνιση, κι ακόμη η χωρίς φύση αναγκαία ύπαρξη.
Ενώ ένα υπάρχον άμορφο δοχείο είναι η αρχή της διαφοράς, οι εικόνες δεν λαμβάνονται έτσι ώστε να διαμορφώνεται μια ενότητα με το εμπορευματοκιβώτιό τους. Οι εικόνες παραμένουν διαφορετικές από την αρχή  από την οποία  διαφοροποιούνται από την ενότητα. ΄Οντας διαφορετικές από το δοχείο τους, μοιάζουν με ενότητα. Αυτή εξάλλου, είναι η ομοιότητα που θέτει τις βάσεις για μια αληθινή αιτιώδη σχέση. Οι εικόνες, βέβαια, ως τέτοιες ,δεν μπορούν να σχετίζονται με την ουσία, γιατί διαφέρουν από την αρχή της διαφοράς τους΄ αυτές σχετίζονται  με την ουσία όχι ως εικόνες αλλά ως μη εικόνες. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος αιτιολόγησης που μένει ανοικτός σχετίζεται με  αυτή την αιτιότητα :η τελική αιτιότητα στον όρο της ουσίας ή της αληθινής μορφής. Η θεώρηση της ύλης ως αρχή  ετερότητας σε σχέση με την ενότητα υπονοεί ότι η πολλαπλότητα μπορεί να δημιουργηθεί από την ενότητα. Ο τύπος της ύλης όντας στερητικός - και δεδομένου ότι η στέρηση δεν έχει υπό αυτή την μορφή καμιά δυνατότητα για την ύπαρξη ως ουσία- ύλη μπορεί να υπάρξει και ως φύση. Η  ενότητα καθορίζεται με τον περιορισμό σε έναν τρόπο πλαστής ύπαρξης. Ενώ η ύλη δεν μπορεί να καθορίσει την ουσία στη γραμμή   της ουσίας, μπορεί όμως, να ορίσει την ουσία στη γραμμή της χωρίς φύση ύπαρξης, στη γραμμή σχέσης –της σχετικής μη ύπαρξης. . Η δυνατότητα της ύλης έγκειται σ΄ αυτό: Ενώ η  ουσία μπορεί να επιδράσει στην ύλη, η ύλη επιδρά από την άρνηση της ουσίας.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τον Τίμαιο, ξεχνώντας ό,τι  είχε ακούσει παλιότερα, θα δει ότι ο Πλάτωνας  οτιδήποτε αποδίδει στην ύλη, έχει τύπο. Πράγματι, είναι μια εισαγωγή στην περιγραφή της ύλης που ο Τίμαιος αναφέρει στη θεωρία των ιδεών ( Πλ.Τιμ.51b). Εξάλλου, τι άλλο είναι τα τρίγωνα, αν όχι τύποι; Το πρόβλημα στον Πλάτωνα σ΄ αυτό το σημείο δεν είναι αντίθετος τύπος στην ύλη, αλλά κάτι που είναι έξω από τον χώρο και χρόνο στα πράγματα του γίγνεσθαι. Αξίζει να τονίσουμε εδώ ότι για τον Πλάτωνα ακόμη κι ο χρόνος δημιουργείται. Για κάθε γιγνόμενο, το αρχικό σημείο δεν είναι ύλη αλλά χώρος ή χώρα, - είναι ο πρώτος που το περιγράφει-, κάτι που είναι σχεδόν αδύνατο σε μας να το συλλάβουμε. Στον Πλάτωνα η χώρα δεν είναι αρχική ύλη, είναι μια «πλήρης μηδαμινότητα» που στερείται κάθε τύπο, αλλά που είναι ικανή να δεχτεί κάθε τύπο. Και το πρώτο πράγμα που θέτει εκεί είναι ύλη, τα «πρώτα» στοιχεία, που συνθέτουν ό,τι περιέγραψε αρχικά μέσω τύπων (τρίγωνα).
Ακόμη αυτοί οι αρχικοί τύποι αρχέγονης ύλης είναι «συνθέσεις»: ένα τρίγωνο κατασκευάζεται από τρεις πλευρές και αυτές οι τρεις πλευρές έχουν μια «συμβολική» τιμή (οι πλευρές έχουν «δύναμη»), με τον ίδιο τρόπο που τα αρχικά στοιχεία –συστατικά της ψυχής του κόσμου είναι συνθέσεις της ομοιότητας της ετερότητας και ύπαρξης.
Για τον Πλάτωνα όλα είναι τύπος, εκτός από την χώρα. Η χαρακτηριστική αντίθεση στον Πλάτωνα βρίσκεται όχι ανάμεσα στην ύλη και τον τύπο, αλλά ανάμεσα σε ότι είναι έξω από τον χώρο (ιδέες)-χρόνο και ό,τι γίνεται στον χώρο και χρόνο.
          Για να δούμε ότι οι πλατωνικοί τύποι είναι πολύ περισσότερο δυναμικοί, πρέπει να επιστρέψουμε στον Τίμαιο, όπου ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται αρχικά για τον τύπο του ανθρώπου. ΄Ενας από αυτούς τους τύπους είναι η ψυχή, χωρίς αυτή  βέβαια να είναι αυτός ο μοναδικός.  Ο Τίμαιος επίσης, περιγράφει τον τύπο του σώματος, κατασκευασμένο από τους κατώτερους θεούς με στόχο να υπηρετεί την ψυχή και ακολουθώντας τις οδηγίες του δημιουργού. Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που ένας φυσικός θα ήθελε να περιγράψει:τα όργανα, τον σκοπό τους, τους νόμους που κάνουν αυτή την δουλειά. Όμως το σώμα από μόνο του είναι φτιαγμένο από ύλη, δηλαδή ο τύπος της ύλης που περιγράφεται μέσα από τα τρίγωνα είναι επίσης ένας άλλος πιο αρχέγονος τύπος ανθρώπου. Όλοι αυτοί οι τύποι(ψυχής, σώματος, ύλης)υπάρχουν στον χρόνο και χώρο, και επιπλέον στον μύθο του Τίμαιου.
Υπάρχει όμως, κι άλλος ένας τύπος, περισσότερο αληθινός που ονομάζεται ιδέα, και που βρίσκεται έξω από τον χρόνο και χώρο
          Η ύλη είναι κοσμική, οι μορφές είναι αιώνιες, γι΄  αυτό και οι μορφές είναι αρχικές, και ακόμη υπάρχουν πριν από την ύλη. Η αδιαμόρφωτη ύλη είναι μια μη- υπάρχουσα ιδέα στην πλατωνική φιλοσοφία. Η ύλη πάντα παρουσιάζεται σε μας συγγενική και με τα  χαρακτηριστικά – ποτέ αδιάκριτη. Ο Πλάτωνας ποτέ δεν είδε την ουσία ως μια πρότερη κατάσταση προσδιορισμού της ύλης.
Ψυχή και ιδέες είναι μέρος του βασιλείου των ιδεών: αποτελούν μαζί νοητή ύπαρξη. Το σώμα και το περιβάλλον του είναι μέρη του βασιλείου της ύλης. Η ύλη  αποδίδεται με αποδείξεις. Η ύλη από μόνη της είναι χωρίς νόημα , υπάρχει μέσω των νοητών κι από κει προκύπτει. Από αυτή την άποψη είναι κατώτερη.
  









ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ

1.    Πλάτων Θεαίτητος, εισαγ.-μετφρσ.-σχόλια  Δ. Κολοκοντές,               εκδ.Κάκτος, Αθήνα.
2.    Plato Theatetus, Oxford Classical Texts and BSB BG. Teubner Verlagsgesellschafft  and Les Belles Lettres. Collection des Universites de France, publiee sous le patronage de l’ Association Guillaume Bude.
3.    Πλάτων Πολιτεία Α,Β, εισαγ.-μετφρσ.-σχόλια Ι. Γρυπάρης, εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα
4.    Πλάτων Τίμαιος, εισαγ.-μετφρσ.-σχόλια Θ.Βλυζιώτης, Χ.Παπαναστασίου, εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα
5.    Πλάτων Τίμαιος, εισαγ.-μετφρσ.-σχόλια Β.Κάλφας, εκδ.Πόλις, Αθήνα, 1998.
6.    Plato Philebus, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, London

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ


7.    Μ. Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, εκδ.Νεφέλη, Αθήνα, 1986
8.    Tάσος Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, Ζήτρος/Σκέψη.
9.    Αθ.Χ.Ζακόπουλου,Πλάτων και Παύλος περί του ανθρώπου, Αθήνα,2000
10. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος,  Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Ι.Δ.Κολλάρου και Σιας Α.Ε., Αθήνα 2002
11. Ε.Π.Παπανούτσου, Αισθητική, εκδ. Ικαρος, Αθήνα,1976
12. Θεοδόσης Πελεγρίνης, Νεοπλατωνισμός, ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2003.
13. Α.Ε. Τaylor,Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, μετάφραση Ιορ. Αρζόγλου, Γ΄έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
14. Α.Π.Φωτείνης, Η διαχρονικότητα της θεωρίας της γνώσεως του Πλάτωνα, εκδ. ερωδιός, Θεσσαλονίκη,1998


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ


15. M. Meldrum, Plato and the αρχή κακών , Journal of History of Ideas 8 (1947)406-430
16. N. Gulley, The interpretation of Plato Tmaeus 49d-e, American Journal of Philology 81(1960) 53-64
17. Α.Ε.Taylor, A Commentary on Plato´s Timaeus, Oxford,1928