Translate

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ο ΑΙΝΕΙΑΣ Ο ΓΑΖΑΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ


                                                                ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Γιατί άραγε, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο; Γιατί υπάρχει η αταξία του λόγου; έχει ο κόσμος τέλος; γιατί κάποια πράγματα είναι φθαρτά και άλλα αθάνατα; Στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους γίνεται εμφανής η προσπάθεια εξήγησης της δημιουργίας του κόσμου με βάση τη μελέτη της φύσης και τη χρήση της ανθρώπινης λογικής. Ο Αινείας ο Γαζαίος έχει ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο από αυτό των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, καθώς κύριος άξονάς του είναι ο ισχυρός ηθικός χαρακτήρας του όλου φιλοσοφικού συστήματος που προτείνει. Η απέραντη αγάπη του Θεού και η θεία Πρόνοια είναι αυτά που διευθετούν τα πάντα. Ο Θεός είναι δημιουργός των πάντων. Όλα γίνονται με σοφία και νομοτέλεια. Σκοπός του  κόσμου δεν είναι να είναι ένας «ευτυχισμένος Θεός» αλλά συμπαραστάτης  του για την τελείωσή του .









https://mygreeklibrary.blogspot.com/

ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;;;


                                                                                             Δρ.   ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε.ΤΣΩΝΗ


ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;;;
Απαντήσεις πάνω σε ερωτήσεις αθέων και άλλων

Από κάποιους εκφράζεται κάποια ειρωνεία για την ύπαρξη του Θεού. Αξίζει όμως κανείς να σκεφθεί ότι όλα τα πράγματα έχουν τον δημιουργό τους. Η κατασκευή ενός κτιρίου, η φιλοτέχνηση ενός έργου τέχνης, η συγγραφή ενός πονήματος, η κατασκευή και της πιο απλής μηχανής.
Αξίζει επίσης, να ρίξουμε μια ματιά  στο σύμπαν που μας περιβάλλει. Ο  Ουρανός π.χ. είναι δεκατέσσερις φορές μεγαλύτερος από τη Γη μας, ο Ποσειδώνας δεκαεπτά φορές, ο Κρόνος ενενήντα τρεις, ο Δίας χίλιες διακόσιες εβδομήντα εννιά, ενώ ο ΄Ηλιος χίλια τριακόσια εκατομμύρια φορές μεγαλύτερος από τον πλανήτη που ζούμε. Ο Σείριος μάλιστα είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερος του Ηλίου, ο Μίρα τετρακόσιες, ο Άνταρες εκατόν δεκατρία εκατομμύρια και ο Έψιλον δεκατέσσερα δισεκατομμύρια.  Ο δε Γαλαξίας μας περιέχει εκατόν πενήντα δισεκατομμύρια αστέρια,  ενώ υπάρχουν στο σύμπαν πεντακόσια δισεκατομμύρια Γαλαξίες. Τα ραδιοτηλεσκόπια πιάνουν ραδιοεκβολές από κόσμους που βρίσκονται 20-24 δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας.. Όλα τα ουράνια σώματα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα σε καθορισμένη κατεύθυνση. Είναι τυχαίο αυτό; Πώς συμβαίνει να μην συγκρούονται  και να μην προκαλούν μια χαοτική κατάσταση στο σύμπαν;
          Ποιος τα έπλασε όλα αυτά;
       

ΣΥΖΕΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΣΩΜΑΤΟΣ ΄Η ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ «ΕΧΕΙΝ» Ή ΣΤΟ «ΕΙΝΑΙ»;




ΣΥΖΕΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΣΩΜΑΤΟΣ
΄Η
ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ «ΕΧΕΙΝ» Ή  ΣΤΟ «ΕΙΝΑΙ»;



Δρ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

          Βασικό θέμα που απασχολεί την Ιστορία της Φιλοσοφίας είναι η ανθρωπολογική σύζευξη ανθρώπου – σώματος. Το σώμα θεωρείται το βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνιστά τον  άνθρωπο ή μήπως είναι κάτι υποδεέστερο που έρχεται να προστεθεί στην ψυχή για να ολοκληρωθεί ο άνθρωπος; Και για να χρησιμοποιήσουμε όρους της ψυχολογικής σημασιολόγησης που θα έδειχνε ο Erich Fromm:Haben oder Sein? Δηλαδή το σώμα ανήκει στο «έχειν» ή στο «είναι» του ανθρώπου;
          Το συγκεκριμένο ανθρωπολογικό ερώτημα επιδέχεται δύο φιλοσοφικές απαντήσεις, οι οποίες εκφράζουν τη διαφοροποίηση της σκέψης αφενός στην ελληνική οντολογία, αφετέρου στη βυζαντινή θεολογία.
          περισσότερα...

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΛΩΤΙΝΟ


                

                       Δρ  ΤΣΩΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   
                                              


Τι είναι αίσθηση;  Αίσθηση είναι η παραδοχή της μορφής(Πλ. Ενν.Ι,126)
Το σώμα που έχει ζωή συμμετέχει  στις αισθήσεις και στα πάθη που προκύπτουν από αυτές.(Πλ. Ενν. Ι,4,5-7)
Η εξωτερική αίσθηση είναι η αντανάκλαση της αίσθησης της ψυχής, που είναι η πιο αληθινή και απαθής θεώρηση των μορφών. Από τις μορφές γεννιούνται οι σκέψεις, οι γνώμες και οι διανοητικοί όροι  και η ψυχή δέχεται την ηγεμονική θέση που έχει αυτή και μόνο στο έμβιο.
Η αίσθηση είναι αντίληψη όχι των νοητών αλλά μόνο των αισθητών πραγμάτων΄  η ψυχή πρέπει να συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τα αισθητά αντικείμενα μέσω των πραγμάτων που έχουν ομοιότητα με αυτά και να αποκαθιστά κάποια επικοινωνία γνώσης ή βιωμάτων με αυτά(Πλ. Ενν., Απορίες σχετικά με την ψυχή(Γ)ή περί όψεως, 1,6-10).
Η αίσθηση  είναι ο αγγελιοφόρος μας, βασιλιάς όμως για εμάς, υποστηρίζει ο Πλωτίνος,  είναι ο νους. Είμαστε κι εμείς βέβαια βασιλιάδες, όταν βρισκόμαστε σε συμφωνία μ΄ εκείνον.(Πλ. Ενν.V, Περί των Γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα, 3,45-46)
Η αίσθηση υπάρχει χάρη  στο αισθητικό τμήμα της ψυχής. Το ίδιο το αισθητικό δεν κινείται.(Πλ. Ενν.,Ι,6,12) .Γιατί δεν αισθάνεται το αισθητικό αλλά το Είναι που κατέχει αυτό το μέρος της ψυχής.(Πλ. Ενν.,6,9-11)
 Η αίσθηση είναι σαν μια κίνηση που διατρέχει το σώμα και καταλήγει στην ψυχή.( Πλ. Ενν. Ι,6,10-11) Η ψυχή κινείται όταν γεννά την αίσθηση που συνδέεται με την εκδήλωσή της και τη φυσική δύναμη που εκτείνεται μέχρι τα φυτά.( Πλ. Ενν., Σχετικά με το πνεύμα που μας έλαχε,1,2-5)
Ο Πλωτίνος στην έννοια της κίνησης διακρίνει σωματικές και ψυχικές κινήσεις, ενώ τις ψυχικές τις διακρίνει σε λογικές και άλογες. Επίσης  ξεχωρίζει την κίνηση σε ποιητική και παθητική. Η κίνηση είναι «ίδιον γένος», πριν το ποιείν και το πάσχειν (Πλ.Ενν.,VI,3,21,6-9)                                                                          περισσότερα.....




ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ




                                                                                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   Μ.Ε.   ΤΣΩΝΗ
                                                                                                                 Δρ       ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

         
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια.
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς.  Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του για να είναι επαρκής; Τι είναι το καλό; Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Ηδονή ή ευφυία; Τι  είναι η γνώση; Πώς φθάνουμε σ’ αυτή; Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον; Αν κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή; Οι παραπάνω ερωτήσεις θα αποτελέσουν έναυσμα προβληματισμού για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της έννοιας της αισθητικής.

            Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη, ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των Ιδεών. «Στους διαλόγους του οι Ιδέες επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους. Αποτελούσαν τους κοινούς χαρακτήρες μιας ομοειδούς ομάδας αντικειμένων, σχέσεων ή ηθικών κρίσεων, τους ορισμούς και την ουσία των πραγμάτων, τα νοητά παραδείγματα που με επιτυχία μιμούνταν τα αισθητά, τέλος,  τα αίτια της ύπαρξης των αισθητών. Συλλαμβάνονταν ως νοητές οντότητες απρόσιτες στην ανθρώπινη αίσθηση, ανεξάρτητες, αυτοτελείς και οντολογικά ανώτερες συγκριτικά με τα αισθητά, χωρίς καμία συμπλοκή ή επικοινωνία μεταξύ τους.»(Β.Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, σελ.131).
Η σχέση τους με τα αισθητά αποτελεί μια σχέση μέθεξης και μίμησης΄ η δε ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις Ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού.
          Ο Πλάτωνας αποφεύγει στον Τίμαιο κάθε έκφραση που θα έδινε την εντύπωση της «άμεσης επαφής ή της αμοιβαίας διείσδυσης αισθητών και Ιδεών». Η ανεξαρτησία όμως αυτών των δύο οντολογικών επιπέδων κατοχυρώνεται με την εισαγωγή της Χώρας, που λειτουργεί «ως επιφάνεια αντικατοπτρισμού και παρεμβάλλεται ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά». ΄Ετσι, η χώρα γίνεται η έδρα των αισθητών, και λειτουργεί, όπως ο καθρέφτης στον οποίο σχηματίζονται τα είδωλα των Ιδεών. Τα αισθητά περιφέρονται ως φαντάσματα άλλων πραγμάτων, ως εφήμερες σκιές διαφορετικών αντικειμένων. Γι΄ αυτό δεν έχουν αυθεντική ύπαρξη.
          Την αισθητή από τη νοητή σφαίρα τη χωρίζει πάντοτε ένα χάσμα΄ η αισθητή σφαίρα είναι ένα παράδειγμα, ένα εποπτικό σημάδι, που υποδηλώνει ένα νόημα.
«Μέσα σε όλα αυτά που ρέουν και φεύγουν γύρω μας και μέσα μας κρατιέται η ενότητα του εαυτού μας, που διαπιστώνει και τη ροή των άλλων και το πέρασμά της από τη μια κατάσταση στην άλλη…..Τα δεδομένα των αισθήσεων και όλες οι καταστάσεις του εαυτού μας δεν υπάρχουν παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά οργανώνονται μέσα μας και συντάσσονται σε ενότητες, και οι ενότητες πάλι αυτές συναρμόζονται σε μια καθολική ενότητα του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου. (Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.251)       Τα αισθητά και οι Ιδέες δεν έχουν τίποτε κοινό. Τα αισθητά είναι επιφαινόμενα, ασταθή προϊόντα της αλληλεπίδρασης των Ιδεών και της Χώρας, χωρίς αυτόνομη αιτιακή δυνατότητα και αυθεντική ύπαρξη. Η Ιδέα, συνεπώς, είναι ουσία, ενώ το αισθητό σχετική οντότητα («όχι τούτο αλλά τοιούτον») 
          Κορυφαία των Ιδεών αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού. Αυτή είναι η έσχατη αρχή της γνώσης και της ύπαρξης, εμπεριέχει και ενεργοποιεί όλες τις άλλες ιδέες, κάνει τα όντα να υπάρχουν και να γίνονται γνωστά, - όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα αισθητά να γίνονται γνωστά, να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, έτσι το αγαθό φωτίζει το νοητό κόσμο με την αλήθεια. Στις περιοχές του όντος κορυφαίο είναι το Εν. Ακολουθούν με τη σειρά οι Ιδέες, τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά και η ύλη.
          Σύμφωνα με τους οπαδούς της αέναης ροής των πάντων, τα αισθητά αποτελούν συνάρτηση των αισθητηρίων οργάνων μας και του περιβάλλοντός μας γενικότερα.(Πλ.Θεαίτ.153c)
Ο Δημόκριτος πάλι, υποστηρίζει ότι «οι αισθήσεις είναι στιγμιαίο προϊόν της φυσικής επαφής κι ότι οι αισθητές ιδιότητες δεν έχουν σταθερό χαρακτήρα. Η αίσθηση είναι ένα αποτέλεσμα της αλλοίωσης στο σώμα μας, που προκαλείται από τη σύγκρουση ατόμων που βγαίνουν από το αντικείμενο της αντίληψης, ότι η σωματική μας κατάσταση μεταβάλλεται από την ηλικία και άλλες αιτίες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.» Υποστηρίζει, επίσης, ότι στην περίπτωση της όρασης, τα άτομα από το αντικείμενο δεν μπαίνουν απευθείας στο μάτι, αλλά συναντούν απορροές του ματιού και σχηματίζουν μαζί τους μια εικόνα που μπαίνει στο μάτι»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.68-9)
          Στον Τίμαιο η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σε εξωτερικά σώματα΄ η κίνηση τότε, μεταδίδεται στην ψυχή και δημιουργείται αίσθηση, γιατί συμβαίνει τα περισσότερα μέρη του σώματος να διαθέτουν ευκινησία.(Πλ.Φιλ.64ab)
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το αισθητό και αισθανόμενο υφίστανται όσο διαρκεί η διαδικασία της αντίληψης. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας δέχεται ότι τα αισθητά μεταβάλλονται αδιάκοπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική επιστήμη γι΄ αυτά,   σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι αμετάβλητες.
Τα αισθητήριά μας είναι τα όργανα με τα οποία αισθανόμαστε. Οι αισθήσεις καταλήγουν σε μια ιδέα. Τέλος, το κοινό που υπάρχει στα αισθητά, το συλλαμβάνουμε μόνο με την ψυχή.(Πλ.Θεαίτ.184b-186e)
          Στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.37b2) ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του κόσμου αντιλαμβάνεται το νοητό και αισθητό, το αισθητό και τις ιδέες. Κι ο αισθητός κόσμος όμως, δικαιώνεται, ανήκοντας στο μεγάλο παιχνίδι ισορροπιών της ζωής. «Είναι μέρος της ζωής όμοιο με τα άλλα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι το σώμα και τις κατώτερες ψυχές τις δημιούργησαν  σοφοί θεοί κατά το πρότυπο του Δημιουργού, δείχνει ότι και στον αισθητό κόσμο έφτανε μια ανταύγεια της αιώνιας ζωής.»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.177)      
          Βασική αρχή της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι το θαυμάζειν(Πλ.Θεαίτ.155d). Ενώ ο Θεός είναι σοφός, ο Φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, διακατέχεται από ένα συνεχή πόθο για την αληθινή σοφία.  ΄Ετσι η Φιλοσοφία αποτελεί τον έρωτα του φιλοσόφου για τις Ιδέες΄ δεν είναι τέλεια επιστήμη αλλά διανοητικό φως που τρέφεται από τον έρωτα, μια επίμονη προσπάθεια σε μια γνώση που ποτέ δε θα γίνει κτήμα των θνητών.
Από την άλλη, με την αισθητική, την κριτική δηλαδή, ενέργεια  ο φιλόσοφος στοχαστής θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. “Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια. Εκείνος ωραίο ονομάζει το ακμαίο και το ώριμο ή το χρήσιμο.”(Ε.Παπανούτσου, Αισθητική, σελ.15)  
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς, το μόνο που κάνουν είναι να ταυτίζουν τα ομοιώματά της μ΄ εκείνη. Η διάνοιά τους αδυνατεί να γνωρίσει και να αγαπήσει τη φύση της Ομορφιάς.(Πλ.Πολ.V 476bd) Αυτοί είναι οι φιλόδοξοι, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που γνωρίζουν ότι η ομορφιά είναι μοναδική, ενιαία, ανάλλαγη στην ουσία της(Πλ.Πολ.V475e-476c,476a) και που με την παρουσία της γαληνεύει ο στοχασμός μας. Την ενότητα αυτή τη χαρίζει στον Πλάτωνα η ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Ο φιλόσοφος με την ιδέα της ομορφιάς και την ιδέα του αγαθού κατορθώνει να φτάνει στο είναι του κόσμου.
Συγκρίνοντας ο Πλάτωνας  την Τέχνη με την Επιστήμη θέτει τον όρο πως είναι ανόητο να ψάχνουμε στο έργο τέχνης την αλήθεια της επιστήμης. “Η επιστήμη δουλεύει με τη νόηση- τον καθαρό λόγο θα λέγαμε- ενώ η τέχνη πλησιάζεται με τις αισθήσεις. Αυτή η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που θα αποτελέσει κτήμα ες αεί της φιλοσοφίας και θα θεμελιώσει κάθε προσπάθεια φιλοσοφικής αισθητικής στα νεότερα χρόνια, έχει χαραχτεί με απόλυτη σαφήνεια από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία(Πλ.Πολ.VII529a-530c)”(Μ.Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, σελ.237)
Τα όντα μπορούν να ληφθούν μόνο με τη νόηση και το λόγο, όχι με την αίσθηση. Πίσω από την αίσθηση υπάρχει η νόηση, πίσω από τα αισθητά τα νοητά. Με τα μάτια του σώματος δε βλέπουμε την αρχή των όντων, γιατί δεν είναι ορατή, μα με τα μάτια της ψυχής, που η «κρυμμένη λαμπεράδα των είναι η νόηση». Με τη νόηση αγγίζουμε πραγματικά την αρχή του κόσμου, όπως κι αν την ορίσουμε. Κάθε αισθητή παράσταση αποτελεί μόνο εικόνα που απέχει πολύ από την αλήθεια εκείνων (Πλ.Πολ.VII529d) Το μέτρο της επιστήμης, που είναι το μέτρο της αλήθειας, δε χρησιμεύει στην τέχνη που δημιουργεί μια εικόνα αισθητή.
          Για να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης με το απόλυτο αισθητικό κριτήριο της αισθητικής συγκίνησης, της αισθητικής ηδονής, πρέπει αυτό να μην κλείνει ούτε το ελάχιστο ηθικό, θεωρητικό ή πραχτικό στοιχείο.  Να στοχεύει αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, χωρίς όμως να έχει κάποια αποφασιστική σημασία για την αξία του. Η αποτίμησή του συνεπώς, πρέπει να γίνει με κριτήρια την ηδονή, την  ωφέλεια και την αλήθεια.
          Προκειμένου να καλύψουμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά και εμπεριστατωμένα το κεφάλαιο της αίσθησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με το καλό, τις ηδονές, τη μνήμη-ανάμνηση και τη γνώση.  
KAΛΟ

Υπάρχει μια υπέρτατη «Ιδέα», το Καλό ή Είδος του Καλού, που αποτελεί ύψιστο αντικείμενο μελέτης του φιλοσόφου, και μια  ανώτερη επιστήμη, η «διαλεκτική», που ρόλος της είναι  να οδηγεί άμεσα στη θέαση αυτού του «καλού».Το καλό δεν αποτελεί  αληθινή υπόσταση ούτε ουσία, αλλά βρίσκεται  πέρα κι από τις δύο, αποτελώντας την πηγή της υπόστασης κάθε πράγματος.
Η «Ιδέα του Καλού»  αποτελεί για τα αντικείμενα  και τη γνώση ό,τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Δηλαδή, καθιστά όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης γνωστά με το είναι, την ουσία τους.
Ανάμεσα στις Ιδέες, το Καλό κατέχει ανώτερη θέση. Ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, της οποίας η θέαση θυμίζει το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιστημονική γνώση είναι γνώση Ειδών και ότι το Καλό είναι ανώτερο από τα Είδη, τότε το σύνολο των Ειδών αποτελούν εκφάνσεις του Καλού.
          Το Καλό είναι Ιδέα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός, γιατί Θεός είναι η τέλεια καλή ψυχή. Δεν είναι Ιδέα ούτε Είδος, γιατί το Είδος του Καλού είναι «η υπερβατική πηγή της υπόστασης και νοησιμότητας κάθε άλλου πράγματος». Η Ιδέα του Καλού είναι υπέρτατη αξία, πηγή κάθε αξίας και πηγή κάθε ύπαρξης.
Μάλιστα το καλό  θεάται μόνο όποιος το βιώνει. Γι΄ αυτό ο «φιλόσοφος», όπως λέγεται στην «Πολιτεία», με την πλούσια κοινωνική του δράση αλλά και τον ηρωικό του χαρακτήρα φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της επιστήμης, καθώς τον φωτίζει η θέαση του Καλού.
          Αυτό που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα  είναι να προσδιορίσει τι άραγε είναι «καλό»  για τον άνθρωπο ειδικά(Πλ.Φιλ.11a-20b). Αν έχουμε κατά νου ότι στόχος πρέπει να είναι ο άριστος βίος, ούτε η καθαρή ηδονή ούτε η καθαρή σκέψη μπορούν να αποτελέσουν το καλό. Αν βέβαια, έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο, η σκέψη θα ήταν η προτιμότερη επιλογή. Συγκεκριμένα στον πλατωνικό «Φίληβο», όταν ο Φίληβος θεωρεί πως η ηδονή, η χαρά και η απόλαυση είναι το καλό, ο Σωκράτης αμφισβητεί και προτείνει τη σκέψη, τη νοημοσύνη, τη μνήμη, και τη σωστή κρίση, για όποιον μπορεί να τα χαρεί.(Πλ.Φίλ.11b) O Σωκράτης ενστερνίζεται πως δεν υπάρχει καλό ειδικά για τον άνθρωπο, γιατί το καλό από μόνο του είναι καθολικό. ΄Ενας νοήμων άνθρωπος εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει πως η χρήση της ευφυίας είναι πολύ καλύτερη από την ηδονή. Αυτό σημαίνει ότι το καλό δεν είναι ούτε το ευχάριστο συναίσθημα ούτε η σκέψη καθαυτή. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, τότε θα διαλέγαμε τη σκέψη, ως πιο συγγενικό στο απόλυτα καλό για τον άνθρωπο(Πλ.Φιλ.11e).
Φυσικά, ο άνθρωπος στη ζωή του χρειάζεται και τα δύο για να είναι επαρκής. Ζωή που διέπεται μόνο από συναίσθημα προσιδιάζει μόνο τα κτήνη ή τα φυτά, από την άλλη, ζωή μόνο με σκέψη είναι ίδιον του Θεού. Συνεπώς, το καλό για τον άνθρωπο συνίσταται και στις δύο μεταβλητές.(Πλ.Φιλ.22c)
          Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, διέπουν τη ζωή τους έχοντας διάφορες προσδοκίες χαράς ή λύπης για το παρόν και μέλλον τους.(Πλ.Φιλ.39d-e) Συμβαίνει όμως, στους καλούς ανθρώπους που είναι θεοφιλείς, αγαπητοί δηλαδή στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους να ικανοποιούνται, ενώ στους κακούς να μην ικανοποιούνται(Πλ.Φιλ.40a-b). «Ο καλός απολαμβάνει την προσδοκία των εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο΄ ο κακός χαίρεται με ονειροπολήματα αιφνίδιου πλουτισμού κλπ., γεγονότα που δε συμβαίνουν στον κόσμο όπως τον δημιούργησε ο Θεός»(A.E.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.481)
          Βέβαια, προκειμένου να ζήσουμε ως άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους, αφενός πρέπει να γνωρίζουμε «τα  αληθέστατα», δηλαδή τις αληθινές γνώσεις των άγχρονων πραγμάτων, της καθαυτής αρετής, και την ευφυία που χρειάζεται η χρήση τέτοιας γνώσης(Πλ.Φιλ.62a-d)  και μετά ίσως μπορούμε να δεχτούμε τις κατώτερες ηδονές και τέχνες(Πλ.Φιλ.61e)
Το καλό συνεπώς, συνίσταται στο «μεικτό βίο». Κι επειδή ο παράγοντας που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλεί σύγχυση.. ΄Ετσι, το καλό αποτελεί μορφή του ωραίου (καλού), γιατί το μέτρο και η αναλογία είναι τα μυστικά του κάλλους((Πλ.Φιλ.64c-e). Μάλιστα, το μέτρο-αναλογία, η ωραιότητα, η αλήθεια ή πραγματικότητα ενυπάρχουν στο καλό ως τρία είδη ιδέας και συμβάλλουν στην αρετή του “μείγματος”(Πλ.Φιλ.65c).
Συμπερασματικά οφείλουμε να πούμε πως ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία  μόνα τους μπορούν να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, γιατί κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο. Εξάλλου, η ευφυία συνδέεται με τον άριστο βίο για τον άνθρωπο, ο οποίος και απολαμβάνει τη διανοητική δραστηριότητα.(Πλ.Φιλ.66d-67b)

HΔΟΝΕΣ

          Στην ερώτηση τι είναι το καλό, ο Φίληβος μιλά για την «ηδονή», τη χαρά και απόλαυση (Πλ. Φιλ.11a). Η «ηδονή» συνδέεται κυρίως με τον ακόλαστο βίο, τη μωρία και τις εξωφρενικές ονειροπολήσεις.  Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τις ηδονές, θα ήταν λάθος να τις χαρακτηρίζαμε όλες οπωσδήποτε καλές(Πλ.Φιλ.12d). Η φράση «η ηδονή είναι καλή» υπονοεί ότι υπάρχουν ηδονές καλές αλλά και κακές. ΄Ολες βέβαια είναι ευχάριστες(Πλ.Φιλ.13a) . Τίθεται όμως το ερώτημα αν υπάρχουν διακρίσιμα είδη ηδονής και πόσα(Πλ.Φιλ.19b)
Σε σχέση με το καλό, μπορούμε να πούμε  ότι η ηδονή δεν είναι αυτό το ίδιο το καλό, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα δεχόταν να διάγει μια ζωή αποκλειστικά έντονων απολαύσεων. Η ευτυχία συνίσταται όχι   μόνο σε πληρότητα ευχάριστου συναισθήματος αλλά και  σε σκέψη και νοητική δραστηριότητα. Απαιτείται δηλαδή, μια μεικτή ζωή.
Στην Πολιτεία καθορίζεται ότι η ηδονή και η λύπη τόσο της ψυχής όσο και του σώματος είναι μια κίνηση(Πλ.Πολ.Θ583e). Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη κίνησης, ησυχία. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση  ως ηδονή ή λύπη, όμως μπροστά στις αληθινές ηδονές  αυτές οι δήθεν ηδονές  είναι «φαντάσματα». Τέτοιες είναι αυτές που ξεκινούν από το σώμα και κατευθύνονται προς την ψυχή, αλλά και όσες ηδονές ή λύπες οφείλονται στην προσδοκία (Πλ.Πολ.Θ583c-584c)
Η ηδονή, όπως και ο πόνος,  ανήκουν στην κλάση του “απείρου”, αφού κανένα δεν έχει από τη φύση του ελάχιστο ή μέγιστο όριο (Πλ.Φιλ.27a) Εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργείται η ηδονή ή ο πόνος είναι πάντοτε ένα ον ζωντανό, το ον που αισθάνεται την ηδονή, και το οποίο ανήκει στην «κλάση των μεικτών», εφόσον ο οργανισμός του αποτελεί σύνθεμα πλήθους συστατικών(Πλ.Φιλ.31c).
Διατάραξη της ισορροπίας των συστατικών του οργανισμού, συνεπάγεται τον πόνο, ενώ η αποκατάσταση της διατάραξης, επιφέρει την ηδονή(Πλ.Φιλ.31d-e)
Aυτό είναι ένα πρώτο είδος ηδονής, που οφείλεται σε άμεση επίδραση σωματικών καταστάσεων επάνω στην ψυχή. ΄Όμως η ψυχή μόνη της, χωρίς το σώμα, προσδοκώντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να αισθανθεί ηδονή ή λύπη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδιάμεσο είδος ηδονής, που εξαρτάται από διεργασίες διανοητικές και δε συνοδεύεται από διατάραξη ή αποκατάσταση της οργανικής ισορροπίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση ο πόνος ή η ηδονή ανήκουν στην ίδια την ψυχή (Πλ.Φιλ.32c). Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο είδος-κατάσταση, ουδέτερη συναισθηματικά, στην οποία η ισορροπία διατηρείται χωρίς καμία παρέκκλιση στη μια ή άλλη κατεύθυνση(Πλ.Φιλ.32e). Μια τέτοια κατάσταση  συνιστά ο διανοητικός βίος, που είναι άριστος, γιατί είναι απαλλαγμένος από πόνους και ηδονές  (Πλ.Φιλ.32b). Οι ηδονές αυτές εξαρτώνται από τη νοερή προσδοκία χωρίς καμία παρούσα σωματική διεργασία.
Η θεωρία ότι μια ηδονή ή μια λύπη αποτελούν ό,τι ακριβώς αισθανόμαστε, γιατί η ουσία τους δεν είναι άλλη  από το γεγονός ότι γίνονται αισθητές, δεν αρμόζει στη σκέψη  του Σωκράτη. Είναι διαφορετικό΄- όταν κρίνουμε, εκφέρουμε κρίση για κάτι.- από το- όταν αισθανόμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι. Ας περάσουμε τώρα στους ανθρώπους. Οι ηδονές των κακών ανθρώπων είναι ψεύτικες, γιατί τις αντλεί από προσδοκίες που δε θα εκπληρωθούν. Πρόκειται για  ηδονές γελοιογραφία της γνήσιας ηδονής. Ενώ των καλών ανθρώπων, που ως τέτοιοι άνθρωποι είναι αγαπητοί στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους ικανοποιούνται, κι έτσι «απολαμβάνουν την προσδοκία εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο.»(Πλ.Φιλ.40a-c) Πάντως, κακή ηδονή σημαίνει την «ψευδή» ή «απατηλή» ηδονή.(Πλ.Φιλ.41a-b).
Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Τότε «το σώμα παρέχει ένα ορισμένο συναίσθημα και η ψυχή επιθυμεί την αντίθετη κατάσταση»(Πλ.Φιλ.41c). Τόσο η ηδονή όσο και ο πόνος επιδέχονται το  «περισσότερο και το λιγότερο». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε τον υπάρχοντα πόνο προσδοκώντας την αναμενόμενη ηδονή μεγαλύτερη από όση τελικά θα αποδειχθεί ή υπερεκτιμούμε τον πόνο σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα ηδονή(Πλ.Φιλ.41e-42c).
Oι αντίπαλοι του Φίληβου υποστηρίζουν ότι για να κατανοήσουμε τελικά τι είναι ηδονή, καλό είναι να μελετήσουμε τις βιαιότερες ηδονές(Πλ.Φιλ.45a) ,τις σωματικές. Εδώ γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ενάρετο βίο και σ΄ αυτόν της αμαρτίας. (Πλ.Φιλ.45d-e). Οι βίαιες ηδονές  κάνουν τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με μανία στο βίο της αμαρτίας, ενώ ο ενάρετος βίος χαρακτηρίζεται από εγκρατείς ηδονές.
          Ηδονές δημιουργούνται όταν «μια ασυνείδητη διεργασία κένωσης ακολουθείται από μια ασυνείδητη διεργασία πλήρωσης.»
Ο Πλάτωνας και στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.64a-65b)υποστηρίζει την ίδια θέση: Οι ηδονές αποτελούν αιφνίδιες και σημαντικές αναπληρώσεις μιας κένωσης, τόσο ήπιας και βαθμιαίας ώστε δε μεταβιβάζεται στην έδρα της συνείδησης.
Οι ηδονές που προκύπτουν από την αισθητική απόλαυση  της μελέτης των σχημάτων, χρωμάτων, φθόγγων και οσμών είναι αμιγείς, γιατί η έντασή τους δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση ούτε επιφέρουν κάποιον πόνο.(Πλ.Φιλ.51ab).  Στην κατηγορία αυτή των αμιγών ηδονών εντάσσονται και οι διανοητικές ηδονές της μάθησης.
Στη διάκριση των ηδονών σε αληθινές και ψεύτικες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αληθινές αυτές που χαρακτηρίζονται από το μέτρο και τη γνησιότητα,  ενώ ψεύτικες αυτές που δεν είναι γνήσιες και διαφέρουν από την αλήθεια.(Πλ.Φιλ.52cd-53c), γιατί γνώρισμά τους είναι η αμετρία. Μια μικρή ηδονή απαλλαγμένη εντελώς από λύπη είναι πιο αληθινή και ωραία από άλλες μεγάλες αλλά ανάμεικτες με λύπες.(Πλ.Φιλ.52b-53c)
Αν χρειαστεί να αξιολογήσουμε τις καθαρές και τις μεικτές ηδονές, θα πρέπει να πούμε ότι η καθεμία έχει διαφορετική αξία  στην ανθρώπινη ζωή.(Πλ.Φιλ.55c-59d). Πάντως ο άριστος βίος πρέπει να αποτελεί συγκερασμό της ευφυούς δραστηριότητας και της ηδονής(Πλ.Φιλ.59e-66d) Το έργο αυτό μοιάζει με την παρασκευή ενός ηδύποτου, όπου η ηδονή είναι το μέλι και η ευφυής σκέψη είναι το νερό(Πλ.Φιλ.61c) Το ζήτημα είναι πώς θα αναμειχθούν στη σωστή αναλογία.
Πάντως ο Πλάτωνας σε μια κλίμακα αξιολόγησης κατατάσσει στην πρώτη θέση το μέτρο, στη δεύτερη την αναλογία, την ωραιότητα, την πληρότητα, στην τρίτη την ευφυία και τη σοφία, στην τέταρτη τις επιστήμες, τις τέχνες και τις σωστές πεποιθήσεις και στην πέμπτη, τις ηδονές , σωματικές και μη.(Πλ.Φιλ.66a-d)
          Εκείνο που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία. Ως προς το μέτρο, η ηδονή τείνει φανερά προς την υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτε εμμετρώτερον από το νου και την επιστήμη. Τέλος ως προς το κάλλος, οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο άσχημες, ώστε τις κρύβουμε στο σκοτάδι, ενώ στο νου και τη φρόνηση, αν και ποτέ δεν τα είδε κανείς, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο(Πλ..Φιλ.64c-66a)(Τ. Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.216-7)
          Στην προσπάθεια  να συνδέσουμε  την  ηδονή  με  το  καλό υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι η ευφυία είναι πολύ καλύτερη για την ζωή του ανθρώπου από την ηδονή. Το συμπέρασμα όμως που προκύπτει είναι ότι ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία μπορούν μόνα τους να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, αφού κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο.

ΜΝΗΜΗ-ΑΝΑΜΝΗΣΗ

          Στη δεύτερη κλάση ηδονών και λυπών όλα εξαρτώνται από τη μνήμη. Κάποιες σωματικές διεργασίες, πριν ακόμη φθάσουν στην ψυχή εξουδετερώνονται ενώ άλλες καταφέρνουν να διεισδύσουν. Οι πρώτες είναι ασυνείδητες ενώ οι δεύτερες συνειδητές.  Η αίσθηση είναι η κίνηση που επηρεάζει  μαζί το σώμα και την ψυχή.(Πλ.Φιλ.34a) Η μνήμη αφορά στη διατήρηση της αίσθησης, ενώ η ανάμνηση αποτελεί την ανάκτηση από την ίδια την ψυχή μιας χαμένης μνήμης ή αίσθησης .(Πλ.Φιλ.34bc). Η ανάμνηση είναι στοιχείο που συμπεριλαμβάνει ο Πλάτωνας σε όλα τα έργα  μύθους του..
 Στην «Πολιτεία», η ψυχή καλείται να θυμηθεί τη γνώση που είχε για την ιδέα, όταν ήταν στον άλλο κόσμο, γιατί η γνώση αυτή θα της εξασφάλιζε την αθανασία της.  Η εκλογή του κλήρου στηρίζεται στην ανάμνηση αυτής της πείρας και της ζωής.(Πλ.Πολ.619d).
«Η ζωή εδώ επάνω στη γη πρέπει να έχει εσωτερικό σύνδεσμο με την  άλλη ζωή, η χρονικότητα πρέπει να καταλήγει στην αιωνιότητα. ΄Ότι γίνεται εδώ, αξίζει απόλυτα και εκεί. Η μνήμη κρατάει και όσα γίνονται εκεί και όσα γίνονται εδώ. ΄Ετσι έχει η ψυχή και η ζωή ενότητα. Τούτο είναι η βασική προϋπόθεση για όλη τη σύνθεση του μύθου…Όπως ο μύθος του ΄Ερωτα συνδέει τη θνητή με την αθάνατη φύση, όμοια και ο μύθος της αναμνήσης ενώνει τη θνητή με την  αθάνατη γνώση, τη χρονική πείρα με την πανεύτυχη όραση της ιδέας, για να δείξει,  ότι ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στα απόλυτα αυτά άκρα και πρέπει να την αρμόζει σε κάποια ενότητα….Τότε μόνον ωριμάζει ο άνθρωπος και συντάσσεται σε προσωπικότητα»(Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.345-6)
          Το έργο της ανάμνησης είναι πολύ σημαντικό΄ σκοπός της είναι η ενότητα της προσωπικότητάς μας, το γνώθι σ’αυτόν στο οποίο αφιέρωσε όλη την ζωή του ο Σωκράτης, για να μας επαναφέρει σε σχέση με τον εαυτό μας και την ολότητα του κόσμου.

ΓΝΩΣΗ

Ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος που αναγνωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα των αισθήσεων στην αληθινή γνώση είναι αυτός του «Θεαίτητου».
Τι όμως είναι η γνώση; Ο Θεαίτητος  υποστηρίζει ότι «η γνώση (επιστήμη) είναι απλώς αντίληψη (αίσθησις).» Αυτό, θα πει στη συνέχεια ο Σωκράτης ότι φαίνεται ισοδύναμο με τη ρήση του Πρωταγόρα(Πλ.Θεαίτ.152a) «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή, ό,τι φαίνεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτό και υπάρχει για εκείνον. Η αίσθησις  αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος  αλάνθαστη και ταυτίζεται με τη βέβαιη γνώση, δηλαδή την επιστήμη(Πλ.Θεαίτητ. 152c)
Πώς ερμηνεύεται αυτή η θέση;
Δεν πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο, αλλά για την πραγματικότητα που ζει κάθε άνθρωπος, και που δεν μπορούν να αντιληφθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο καθένας γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του. Είναι πολύ δύσκολο, ως σπάνιο, να συμπέσουν οι πραγματικότητες δύο ανθρώπων.
«Δεν υπάρχουν καν δύο κόσμοι που να έχουν κοινό έστω και ένα συστατικό´  γι’  αυτό ακριβώς μπορεί να υποστηριχτεί ότι καθένας είναι αλάνθαστος ως προς το δικό του ιδιωτικό κόσμο. Ο Πρωταγόρας δεν αρνείται  τη θεμελιακή «αντικειμενικότητα» του ιδιωτικού κόσμου κάθε ανθρώπου εκφράζοντας μάλλον τη σχετικότητα κάθε αλήθειας, γιατί τίποτε δεν είναι «απόλυτα» μεγάλο ή  «απόλυτα» θερμό. Σχετικά με κάποιο άλλο πρότυπο σύγκρισης το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό ή ψυχρό. Οτιδήποτε θεωρούμε υπαρκτό είναι δημιούργημα της κίνησης. Αυτό εξάλλου, δίδαξαν όλοι οι σοφοί, από τον Ηράκλειτο και τον ΄Ομηρο ως τον Επίρχαμο, εκτός από τον Παρμενίδη(Πλ.Θεαίτ. 152e)
΄Ολος ο ανθρώπινος βίος συνίσταται σε κίνηση και δράση, ενώ η παύση της κίνησης ερμηνεύεται ως στασιμότητα ή θάνατος(Πλ.Θεαίτ.152c-153d)
          Όταν δύο σύνολα παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο, γίνεται κάποια μεταβολή, ως συνέπεια αυτής της παρέμβασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βλέπουν το ίδιο πράγμα και οι δύο παράγοντες, καθώς μεταβάλλονται(Πλ.Θεαίτ. 153e) Τα ανθρώπινα αισθητήρια και ο εξωτερικός κόσμος είναι σύνολα κινήσεων, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό,  προϊόν τόσο του ανθρώπινου νου όσο και του περιβάλλοντός του.(Πλ.Θεαίτ.154b)
Η γνώση ταυτίζεται με την αισθητηριακή αντίληψη.  Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον, όπως π.χ. ένα ζώο.
Επίσης,  αφού κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή;
 Η, όταν ο αγράμματος βλέπει γραπτό κείμενο, καταλαβαίνει το περιεχόμενό του ή μήπως η αισθητηριακή του αντίληψη επαρκεί μόνο για το σχήμα και το χρώμα των γραμμάτων;
Η σύνολη απάντηση που δίνεται είναι ότι η αλήθεια  είναι σχετική, καθότι το κριτήριο της αλήθειας είναι υποκειμενικό και δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνολική κρίση των ανθρώπων που αποτελεί και τη σοφία της ανθρωπότητας.
      Η γνώση είναι υποκειμενική, γιατί ο κριτής έχει δικά του κριτήρια και επηρεάζεται από την κατάσταση που βρίσκεται. Η κρίση του αποτελεί την υποκειμενική του πραγματικότητα. ΄Ετσι η αλήθεια ερμηνεύεται με μια εγωκεντρική λογική, δεν υπάρχει  αντικειμενική κρίση, οπότε όλες οι έννοιες είναι σχετικές. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας νόμος αντικειμενικά αποδεκτός, που να μπορεί να επιβάλλει κοινή συμπεριφορά στους λαούς και ταυτόχρονα να είναι αρεστή από όλους. Άλλο σημαντικό στοιχείο της σχετικοκρατίας είναι η ύπαρξη νόμων και  κανόνων που διαφέρουν όμως από πολιτεία σε πολιτεία χωρίς όμως οι νόμοι της μιας να είναι  πιο αληθείς ή ψευδείς από της άλλης . Φύση και έθιμο κωδικοποιούν  κανόνες που συντελούν στην αρμονική συμβίωση .
     Η εγωκεντρική ηθική οδηγεί σε συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών και η μόρφωση των νέων γίνεται με παραδοσιακούς νόμους, όχι διότι η παράδοση είναι αληθινή αλλά γιατί η υπακοή της βοηθά στην κοινωνική προσαρμογή.
     Υπάρχει όμως κάποιος που να κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους άλλους; Ναι΄ κι αυτός είναι ο δάσκαλος, του οποίου η κρίση και η γνώση της αλήθειας είναι ανώτερη από αυτή των μαθητών (Πλ. Θεαίτ. 167,c,d,179b) . Ο γνώστης μιας αλήθειας αποτελεί  τον ειδήμονα για το συγκεκριμένο θέμα και είναι καλύτερος κριτής από τους άλλους . Η υπεροχή της σοφίας του στο θέμα κάνει την κρίση του αποδεκτή από όλους. 
Η όλη φιλοσοφία οδηγεί στο ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι αληθινές´ ακόμη και στον άριστο  κριτή υπάρχουν ψευδείς κρίσεις. Ο εγωκεντρισμός δεν αφήνει περιθώρια για να γίνει αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η στήριξη των κρίσεων έρχεται από την αισθητική και δοξαστική δύναμη της ψυχής, οι οποίες μπορεί να έχουν ανακόλουθες συνέπειες για την αλήθεια των πραγμάτων, καθότι κρίσεις και αισθήσεις μπορούν να δώσουν και ψευδείς πληροφορίες.
 Ο Πλάτωνας αποδέχεται τη λογική της ψυχής, την ξεχωρίζει από τη δοξαστική, και δέχεται την υπεροχή του λόγου με βάση τον οποίο ξεχωρίζει την αληθινή γνώση από τη δοξασία. Η κρίση της λογικής οδηγεί στην αληθινή γνώση, ενώ η δοξασία προέρχεται από αισθητικές καταστάσεις και στηρίζεται στην κρίση της πίστης(Πλ.Θεαίτ.201d)
Μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου συνδετικός κρίκος είναι η φαντασία και όχι η συμμετοχή του λογικού στοιχείου στη δόξα.. Υπάρχει ακρότητα στην κρίση της αλήθειας, καθώς ο κριτής περιορίζεται στο αισθητικό επίπεδο της γνώσης και φυσικά δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Ο ορισμός της γνώσης δε γίνεται εφικτός στο Θεαίτητο και το αδιέξοδο οφείλεται στο αισθητικό και κριτικό επίπεδο της γνώσης. Η όλη αδυναμία στηρίζεται στην απουσία της διαλεκτικής μεθόδου. Λύση δίνει ο Πλάτωνας χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια μέσα από τα οποία η ψυχή θα φτάσει στην αληθινή γνώση. Χρησιμοποιεί τη νόηση για να ανακαλύψει και να συλλάβει τις ιδέες που συντελούν στη διαλογική διαδικασία για τη γνώση. Η ψυχή κατά τη διαλεκτική διαδικασία μέσα από τις ιδέες δίνει εξήγηση του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Πλάτωνας φτάνει στην αληθινή γνώση μέσα από τη νόηση και την τοποθετεί στον κόσμο των ιδεών.
Ταυτίζει τη νόηση με τη γνώση. Η αλήθεια γίνεται γνωστή μέσω των ιδεών, τις οποίες αποκαλύπτει μέσω της διαλεκτικής και  της νόησης. Η αληθινή γνώση των πραγμάτων εξάγεται από τη  διαλεκτική κατά την  οποία η νόηση κατανοεί τα πράγματα, η μελέτη των οποίων στηρίζεται στην πρώτη αρχή του όντος»(Πλ.Πολιτ.511cd). Oι πλατωνικές ιδέες είναι λογικές έννοιες και υπάρχουν στις έννοιες των λόγων και όχι στις προτάσεις.
          Κυρίαρχη θέση στις πλατωνικές ιδέες έχει η ύψιστη ιδέα του αγαθού. Αυτή βρίσκεται υπεράνω των άλλων και είναι η ιδέα του όντος. Αλλά και όλες οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από την ύλη και υπάρχουν χωριστά. Η ψυχή γνωρίζει τα πράγματα από τις κοινές ιδέες που είναι λογικές έννοιες ομοιότητας και ανομοιότητας, ταυτότητας και διαφοράς, ενότητας-πολλαπλότητας-αντίθεσης. Συνολικά αποτελούν μια λογική δομή για την εξήγηση του όντος  από τις δύο απόψεις του (Πλ.Θεαίτ.185cd).
Συνεπώς, αντικειμενική γνώση είναι η γνώση του όντος που ταυτίζεται με την ιδεώδη πραγματικότητα. Η διαλεκτική με την ανάλυση και τη σύνθεση των ιδεών συντελεί αναμφισβήτητα στην αληθινή γνώση του όντος.




ΕΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

                                                                                            Δρ.  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΕΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

     Η μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου εποχή γεωγραφικά περιλαμβάνει τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Αραβία, τη Μεσοποταμία ως τον Τίγρη και τις ακτές της Μαύρης θάλασσας.
            Τόσο μεγάλη ήταν η ελληνική επιρροή ώστε και σήμερα ακόμη ανακαλύπτονται πόλεις ελληνικές σε οικισμούς χτισμένες σύμφωνα με αρχιτεκτονικά πρότυπα εδραιωμένα στην Ελλάδα.  Αυτά διαθέτουν θέατρο, αγορά, γυμνάσιο και ναό προς τιμή κάποιου θεού ή θεάς του δωδεκάθεου. Όσο για την ελληνική γλώσσα, αυτή αποτελεί γλώσσα της διοίκησης και των μορφωμένων τάξεων, η lingua franca  της εποχής, απαραίτητο εφόδιο για όσους θέλουν πρόσβαση στην ανώτερη παιδεία.
            Οι βασιλιάδες της εποχής καλούν στην αυλή τους ρήτορες και σοφιστές, φιλοσόφους κι επιστήμονες και συστήνουν φιλοσοφικές Σχολές σε διάφορες πόλεις της Μεσογείου με εξέχουσα την Αλεξάνδρεια. Διάχυτη είναι η αντίληψη ότι Έλληνας είναι όχι αυτός που έχει  γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά αυτός που έχει ελληνική παιδεία-, κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερα τους ανήσυχους νέους της Ανατολής να αποκτήσουν αυτόν τον τίτλο.
            Οι αλλαγές σε όλους τους τομείς είναι καταιγιστικές. Η Δημοκρατία καταλύει και μαζί της χάνεται η ελευθερία των πόλεων αλλά και οι δημοκρατικοί θεσμοί .
            Η θεωρία των Πλάτωνα και Αριστοτέλη για τον άνθρωπο θεωρείται παρωχημένη. Στόχος του ανθρώπου είναι να γίνει κοσμοπολίτης, αγαθός δηλαδή πολίτης αυτού του κόσμου, με κύρια προϋπόθεση την απόκτηση του Λόγου. Οι συνθήκες αλλάζουν ταχύτατα αλλά και η ίδια η φιλοσοφία αλλάζει αργά και σταθερά ενδιαφέροντα και προσανατολισμό.
            Ο Σωκράτης υπήρξε ο φιλόσοφος της πόλης και των δημόσιων χώρων της. Η φιλοσοφία του αφορούσε το κέντρο του άστεως όπου γινόταν καθημερινά οι ζωηρές συζητήσεις των πολιτών και  των νέων. Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου  διεύρυνε  απροσδόκητα τα όρια ζωής των Ελλήνων. Στο Φαίδρο διαπιστώνουμε ότι ο Σωκράτης εκτός των τειχών της Αθήνας χρειάζεται ξεναγό. (Πλάτωνος Φαίδρος,230de)
            Στην ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι επιδιώκουν την αποκέντρωση για περισυλλογή, μελέτη και ησυχία.
Τόσο ο Επίκουρος με το «Λάθε Βιώσας» όσο κι ο Σενέκας «απέφευγε τους πολλούς, απέφευγε τους λίγους, απέφευγε και τον ένα και μοναδικό άνθρωπο»», όσο και ο Πολύβιος, ο Δίων Χρυσόστομος, ο Στωικός Μάρκος Αυρήλιος, ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο Πλωτίνος, ο Ωριγένης, ο ιερός Αυγουστίνος επικροτούν και ενισχύουν αυτήν  την τάση «αναχωρητισμού» και εσωστρέφειας στα χριστιανικά χρόνια.
            Την τάση της αναχώρησης αισθάνονται όλο και πιο έντονα οι κοινωνίες που είναι κουρασμένες από τον εαυτό τους και δεν βρίσκουν άλλες πηγές ζωντάνιας και ανατροφοδότησης. Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραφε σε φίλο του πόσο εκνευρισμένος και δυσαρεστημένος ήταν από την καθημερινότητα που βίωνε και πόσο θα ήθελε να ζει πιο αρμονικά κι ευτυχισμένα.
            Αλλά κι ο Αυγουστίνος γράφει  πως «οι οιμωγές μου είναι μάρτυρες ότι ο εαυτός μου δεν μου αρέσει πια»(Αγ. Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις,7.1.1)  Η καθημερινή δυσφορία που ένιωθε για την ζωή που έκανε ως άνθρωπος του κόσμου τον έκαναν να νιώθει κενός και κατάπτυστος. Οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες των φιλοσόφων, τα μάταια ρητορικά γυμνάσματα, η ευρωστία του λόγου συνέβαλαν στην αρρώστια της ψυχής του. – Η γαλήνη της θα έρθει αργότερα διαβάζοντας τους Ψαλμούς του Δαβίδ, όταν αποσύρθηκε στη γενέτειρά του, στην ηρεμία της κοινοβιακής του ζωής. Όπως παρατηρεί ο P. Brown (P. Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας,σελ.9) τα γραπτά του έχουν μια έντονη προσωπική ποιότητα. Είναι ο δείκτης που σημειώνει τις ανησυχίες της νέας εποχής, και κινείται πέρα από τα όρια του κλασσικού κόσμου. Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έχει συντελεστεί. Είναι τώρα ένας ανακαινισμένος άνθρωπος που με τη χάρη του Θεού έχει πάρει διαζύγιο από τον παλιό εαυτό του και βιάζεται να απαλλαγεί από την εργασία και όλα τα καθήκοντά της. (Αγ. Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις,4.2.2) 
            Ο κόσμος του Σωκράτη που νοιάζεται ώστε να μορφώσει τους πολίτες μιας πόλης να γίνουν καλοί κάγαθοί, πεθαίνει, τείνει όμως να ανατείλει ένας άλλος που θέλει τους πολίτες κοσμοπολίτες ενός απέραντου κόσμου. Στην προσπάθειά του να γεννηθεί, τόσο ο Αυγουστίνος όσο και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας αντλούν από το οπλοστάσιο της ελληνικής φιλοσοφίας και ρητορικής τα εφόδια που χρειάζονται για να εδραιωθούν τα δόγματα της νέας πίστης, ώστε να γίνει μάχιμη και να ανταπεξέλθει στις επιθέσεις των αντιπάλων της εθνικών. 
            Στη σύγκρουση των δύο κόσμων εισέβαλλαν στο προσκήνιο και οι γνωστικοί- το μεγάλο πεσιμιστικό κύμα που σάρωσε τη Δύση. Η προκλητικότητά τους ενόχλησε Χριστιανούς και εθνικούς. Η αθυμία τους, η πικρόχολη διάθεσή τους, η τάση απόρριψης για το καθετί έμειναν στην ιστορία. Πλήρεις έντασης και ταραχής συγκρούονται και μισούν τον κόσμο όσο οτιδήποτε άλλο. Ανασφάλεια, αβεβαιότητα, άνθρωποι νεκροί με αίσθημα σκυθρωπής παραίτησης. «Δεν ζούσα. Έζησα. Δε θα ξαναζήσω. Δεν με ενδιαφέρει» - πρόκειται για τα ύστατα λόγια που απευθύνουν στον κόσμο πάνω από τον τάφο τους οι ανώνυμοι πολίτες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.(Nock Conversion, σελ.246)
«Οι παλιοί θεοί τους κοίταζαν αμήχανα από το Καπιτώλιο, χωρίς να μπορούν να δώσουν αυτό που προσφέρει μια ζωντανή πίστη σε δύσκολους καιρούς, στήριγμα και προστασία και παρηγοριά. Όσο για την Αθηνά ή τον Δία, αυτοί είχαν ξεχαστεί στην κορυφή του Ολύμπου και δεν πετούσαν συχνά πάνω από το Αιγαίο πέλαγος για να βοηθήσουν τον πολίτη της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας ή της Ρώμης που τους είχε ανάγκη.             
            Η Αθήνα έχασε εκείνη τη μοναδική αίγλη της. Τώρα είναι επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γι΄ αυτό αναγκασμένη να υποκύπτει στην κυκλοθυμικότητα των ορέξεων των οποιωνδήποτε αυτοκρατόρων. Οι άνθρωποι όφειλαν να υποταχθούν στη Μοίρα και το Πεπρωμένο τους, εφόσον η Τύχη τους εξαρτιόταν από τους ισχυρούς άνδρες της Ρώμης. Ο κόσμος εγκαταλελειμμένος στις δικές του δυνάμεις, αβοήθητος από κάθε Δία και Αθηνά, γιατί είχαν αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τους σαν τον deum otiosum, τον αδρανή θεό της αρχαϊκής μυθολογίας.
            Μέσα σ΄ αυτόν τον κλονισμό και το εμφανές δράμα της ανθρώπινης ζωής, οι Στωικοί και οι Επικούρειοι φιλόσοφοι έχοντας ως στόχο τους την ηθική προσφέρθηκαν να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους στην ασφάλεια, κάτι που τόσο είχαν ανάγκη λόγω της γενικότερης κατάρρευσης και φθοράς.
            Η φιλοσοφία την εποχή αυτή αποδείχτηκε παρήγορος φίλος και αρωγός στα προβλήματα του ανθρώπου. Οι μαθητές άρχισαν πάλι να μαζεύονται γύρω από ένα δάσκαλο κι έτσι αποκτούσε σκοπό και νόημα η ζωή τους. Είχαν κοινά ιδεώδη, ζωή αφιερωμένη στην προσευχή και τη μελέτη μακριά από τα κάθε είδους βιοτικά προβλήματα. Οι νεοπλατωνικοί κύκλοι συζητούν για το πώς ενώθηκε η ψυχή με το σώμα, ποια είναι η προέλευση του κακού, πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό.   Επειδή το μορφωτικό επίπεδο όφειλε να είναι πολύ υψηλό και οι συμμετέχοντες να διαθέτουν εξαιρετική πνευματική  πειθαρχία, η φιλοσοφία γινόταν απρόσιτη στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού.
Την ίδια εποχή επίσης, η φιλοσοφία διακήρυττε πώς μπορεί να απλοποιεί την ανθρώπινη ζωή,  να ασφαλίζει τον άνθρωπο στην πανοπλία της αυτάρκειάς του κι ότι η τύχη δεν μπορεί να τον βλάψει . (Nock Conversion,σελ.174). 
Γιατί ο άνθρωπος που έχει αγκυροβολήσει με ασφάλεια στο λιμάνι της φιλοσοφίας, είναι πράγματι στο μόνο ασφαλές λιμάνι , λέει ο Πορφύριος. Στη Ρώμη έβρισκε κανείς τα πάντα. Υπήρχαν οι πυρήνες του γνωστικού Βαλεντίνου, «τα παιδιά της κατανόησης της καρδιάς», υπήρχε πλήθος θεών και προφητών που προφήτευαν την καταστροφή του κόσμου, πλανόδιοι ικέτες έξω από τον ναό της Ίσιδας που φώναζαν ότι εξαιτίας των αμαρτιών τους έχασαν το φως τους, υπήρχαν οι ιερείς του Μίθρα ή της Κυβέλης με το κουρεμένο κεφάλι που ζητούσαν ελεημοσύνη και αυτομαστιγώνονταν ή καταριούνταν όσους τους κορόιδευαν. Παντού διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι ο κόσμος έπασχε ή μάλλον όδευε προς τον τερματισμό του. Ο Ωριγένης έλεγε πως ο κόσμος πριν την καταστροφή του θα  δονείται από σεισμούς όλο και πιο συχνά και η ατμόσφαιρα θα μολύνεται ανεπανόρθωτα.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία καταρρέει.
Οι φιλόσοφοι καλούν τους ανθρώπους να τους καθησυχάσουν. Μιλούν για τον Θεό και καταδικάζουν τις αδυναμίες της λαϊκής πίστης. Όμως κι αυτός ο Θεός ήταν σαν τον Δία, μια αφηρημένη φιλοσοφική αρχή, ένα ψυχρό κατασκεύασμα-επινόημα. Όχι θεός λατρείας, όχι αρωγός στην απελπισία του ή σε ώρα ανάγκης.
Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους η δημόσια λατρεία των θεών ξεθωριάζει όλο και περισσότερο, ενώ φαινόμενα προσωπολατρείας και μαζικής κολακείας  σε βασιλιάδες, δικτάτορες και αθλητές πληθαίνουν όλο και περισσότερο.(R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, σελ.209). Αυτή όμως η απιστία συνδέεται άρρηκτα με ένα αίσθημα ανησυχίας. Όμως πολλά πράγματα υπάρχουν στη γη και στον ουρανό που η φιλοσοφία αλλά πολύ περισσότερο ο απλός άνθρωπος νιώθει ανίκανος να αντιμετωπίσει γεγονότα της ζωής με τον καθημερινό υλισμό του, και παρά την όποια οικονομική ή επιστημονική του πρόοδο έρχονται στιγμές που αισθάνεται μόνος κι έχει ξανά την ανάγκη μιας θείας μέριμνας για τις δυστυχίες και τις ασθένειές του.
            Η θρησκεία χάνει χώρο ενώ η λαϊκή μαγεία κερδίζει με εντυπωσιακό τρόπο έδαφος. Πρόκειται για την επιστροφή του Παραλόγου. Βέβαια ο Πλωτίνος στο έργο του «Εναντίον των γνωστικών» αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελληνικής ορθολογικής παράδοσης, όμως τα νέφη ξαναπύκνωσαν μετά τον θάνατό του.(R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, σελ.237)
            Ο Γνωστικός παραπονιέται διαρκώς, κατηγορεί τα πάντα, μισεί τους πάντες, εξεγείρεται, βλασφημεί και παρόλα αυτά συνεχίζει να ζει χωρίς σοφία πιστεύοντας πως θα σωθεί μέσω μυστικών αποκαλύψεων και γητεμάτων.
Ο πλατωνικός φιλόσοφος προσπαθεί να ζήσει εν ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους και σε αρμονία με τον κόσμο, να διατηρήσει καθαρή την ψυχή του και να προετοιμαστεί γαλήνια για το μεγάλο ταξίδι όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου.(Ι Εννεάδα, μτφρ. Π. Καλλιγάς, σχόλιο 1.6.8.16-17)
            Το γνωστικό δόγμα επέκρινε την Πρόνοια, περιφρονούσε τους νόμους, καταργούσε την προαιώνια αρετή, περιγελούσε τη σωφροσύνη, πρέσβευε ότι δεν υπάρχει τίποτε ωραίο, ούτε έμφυτη στο χαρακτήρα δικαιοσύνη, η οποία τελειοποιείται με τη λογική και την εξάσκηση ή με τα μέσα εκείνα με τα οποία μπορεί ο άνθρωπος να γίνει σοφός.(Ενν.2.9.15)
Αυτοί καταργούν το πρότυπο του αρχαίου ελληνικού καλού κ’ αγαθού βίου, ούτε χρειαζόταν τις παλιές αρετές, γιατί  νόμιζαν ότι κατείχαν την υπέρτατη γνώση. Το επαναστατικό πνεύμα τους ήταν απολύτως αδιάλλακτο. Πίστευαν ότι γρήγορα θα παρέλθει αυτή η μορφή αυτού του κόσμου. Η φιλοσοφία τους ήταν μια φιλοσοφία που οδηγούσε στην αναστολή της ίδιας της ζωής, εφόσον κάθε πράξη εσώκλειε μέσα της την αμαρτία.
            Αργότερα ο Χριστιανισμός εδραιώνεται γιατί υπήρξε πνευματικά υγιέστερος από την ομιχλώδη ειδωλολατρία της ύστερης αρχαιότητας. Οι φιλόσοφοι εδώ και εννέα αιώνες εξαντλούνταν σε άκαρπες λογομαχίες και συζητούσαν εντελώς αναποτελεσματικά. Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος κατέρρεε υπό το βάρος  των εναλλακτικών προτάσεων που είχε συσσωρεύσει.
            Ο Χριστιανισμός πήρε από τους ώμους του ανθρώπου το βάρος μιας ελευθερίας που είχε αρχίσει να γίνεται κουραστική και άγονη,  μια αμετάκλητη επιλογή  αλλά κι ο δρόμος για τη σωτηρία ήταν ανοιχτός. Στον ταλαιπωρημένο άνθρωπο της αυτοκρατορίας έδωσε αυτό που χρειαζόταν, ελπίδα, πίστη και σκοπό σε μια ζωή που είχε γίνει ασυνάρτητη από τις πολλές κατευθύνσεις της ώστε να χάνει τελικά το νόημά της.
            Αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος-όπως πρέσβευαν οι Γνωστικοί,- δεν είναι τέκνο του πάνσοφου Δημιουργού, τότε δεν μπορεί να ησυχάσει και να αναπαυθεί στην αγκαλιά του. Δεν μπορούμε να δώσουμε νόημα στην ζωή μας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε να προσπαθήσει ο άνθρωπος για κάποιον άθλο ή διάκριση στο στίβο της ζωής. Υστεροφημία, πολεμική αρετή, ανδρεία, σωφροσύνη, όλα ωχριούν και χάνουν τη σπουδαιότητά τους.
            Εξάλλου ο Χριστιανισμός όφειλε να αποδείξει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια και να μην αλλοτριωθεί από την επίδειξη αυτή. Οι αιρέσεις έδωσαν την ώθηση στην Εκκλησία για συστηματική διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος, καθώς επίσης, τη λογική εξήγηση της διδασκαλίας που υποστήριζε. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι χρησιμοποίησε ως εργαλείο την ελληνική φιλοσοφία, χωρίς να προδώσει τη χριστιανική διδασκαλία  μετατρέποντάς τη σε φιλοσοφική διδασκαλία αναμφίβολης αξίας.
            Ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγιστος, έξω από την κίνηση του σύμπαντος. Είναι Δημιουργός των πάντων. Δημιουργεί μόνο με ένα πρόσταγμά Του. Είναι άυλος, πηγή ζωής, εξέλιξης στην οποία μετέχει όλη η κτίση. Μάλιστα ο Τριαδικός Θεός δε δημιουργείται από την ανθρώπινη ανασφάλεια ώστε να εξηγήσει τις μεταφυσικές του αγωνίες.
Συνεπώς, ο Θεός είναι ζωντανός, αθάνατος, αιώνιος, ζωοποιός δύναμη, συνεχώς αρωγός στην ανθρώπινη τελείωση. Βρίσκεται δηλαδή  σε συνεχή δημιουργική σχέση με τον υλικό κόσμο με θείο σκοπό.
Ο Θεός δεν αποτελεί μια αφηρημένη ιδέα ή απρόσωπη αξία ή αντικειμενικοποίηση του θρησκευτικού βιώματος αλλά  πρόσωπο, Ζων Θεός, ζωοποιός ενέργεια που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο.
            Η ανθρώπινη αξία προσδιορίζεται από τη σφραγίδα του κατ΄ εικόνα Θεού που έχει μέσα του και τη σταδιακή επίτευξη του καθ΄ομοίωσιν ως την τελείωσή του εις τα έσχατα.