Translate

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ M.E.  ΤΣΩΝΗ
Δρ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ






1.      ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΛΑΙΣΙΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Προς τα τέλη του 18ου αιώνα η Γερμανία βρίσκεται σε προγενέστερο στάδιο ανάπτυξης συγκριτικά με τη Γαλλία που είχε περάσει στη μανιφακτούρα και την Αγγλία στη βιομηχανία. Σύμφωνα με τον Marx η Γερμανία ήταν «η σύγχρονη του ιστορικού παρελθόντος των προχωρημένων λαών»1.
Η ναπολεόντειος κατοχή συνδυαστικά με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις οδήγησαν σε έντονη δημογραφική άνοδο, αύξηση του πληθυσμού των πόλεων, μεγάλη πρόοδος στη βιομηχανία και στην εξόρυξη μεταλλευμάτων και στη μεταλλουργία. Με τη συμφωνία της τελωνειακής ένωσης το 1834 δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας και την είσοδο του καπιταλισμού στη βιομηχανική φάση. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση και σύνθεση των κοινωνικών τάξεων. Κυρίαρχη ήταν αυτή των ευγενών. Η οικονομική της βάση είναι η έγγειος ιδιοκτησία και από πολιτική άποψη αποτελεί το στήριγμα του καθεστώτος της απόλυτης μοναρχίας. Ωστόσο, στις ανατολικές επαρχίες εμφανίζεται ένας φιλελευθερισμός, που οφείλεται στην ανάπτυξη και δραστηριότητα της αστικής τάξης.
Η μεγαλοαστική τάξη ενισχύθηκε από τη βιομηχανική ανάπτυξη που σημειώθηκε στις αρχές του αιώνα. Οι τεχνίτες αποτελούν τη μεγάλη μάζα. Η κατάργηση των συντεχνιών αύξησε τον αριθμό τους, ωστόσο η κοινωνική τους θέση είναι προσωρινή. Απειλούνται να πέσουν στην κατάσταση του προλεταριάτου, αλλά η κοινωνική τους συνείδηση είναι προσανατολισμένη προς την αστική, την οποία μιμούνται.
Το βιομηχανικό προλεταριάτο σχηματίζεται κυρίως στον 19ο αιώνα με εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη κυρίως από πρώην εργάτες και έχει χειραφετημένη ταξική συνείδηση. Μόνο στην υφαντουργία και την τυπογραφία η  εργατική τάξη έχει πιο συνειδητούς εργάτες που λόγω των απάνθρωπων συνθηκών ζωής επιταχύνουν την εξέγερσή τους. Η εικόνα αυτή θα δώσει τη δυνατότητα στον Marx να ανακαλύψει μέσα στην εργατική τάξη το σπόρο μιας καινούργιας κοινωνίας και τον φορέα του μέλλοντος της ανθρωπότητας.2
O Μarx στο Παρίσι γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με το ζήτημα της εργατικής τάξης και της Οικονομίας και συνέγραψαν τη «Γερμανική Ιδεολογία», μια κριτική μελέτη της φιλοσοφίας του Χέγκελ και των αριστερών Εγελιανών, βάζοντας έτσι τα θεμέλια του διαλεκτικούυλισμού. Πολεμούν τις ριζοσπαστικές απόψεις των νεοεγελιανών ριζοσπαστών και εκφράζουν κρίσεις για την ιστορική εξέλιξη της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.3 Η καθημερινή εργασία του Ένγκελς στην εταιρεία του πατέρα του τον εξοικειώνει με τα καθημερινά γεγονότα αλλά παράλληλα του γεννά την επιθυμία να μελετήσει τη θεωρία και αρχίζει να διαβάζει τους οικονομολόγους Άνταμ Σμιθ, Ρικάρντο, Ζαν Μπαπτίστ κ.α. Αρχίζει να παρατηρεί από κοντά τη ζωή του προλεταριάτου, του οποίου η αθλιότητα έρχεται σε αντίθεση με τον πλούτο και την υπεροψία των κυρίαρχων τάξεων. Με το άρθρο του «Σχέδιο Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» για πρώτη φορά γίνεται ανάλυση των προβλημάτων της παραγωγής και αυτό θα αποτελέσει την πηγή του ιστορικού υλισμού.4


  



Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Οι Μαρξ και Ένγκελς επιδόθηκαν στη συγγραφή της «Γερμανικής Ιδεολογίας» βάζοντας ως στόχο «να μελετήσουν τον ζωντανό άνθρωπο, όπως βρίσκεται μέσα στην ιστορία και την πολιτική»5.
Ο επαναστατικός χαρακτήρας της «Γερμανικής Ιδεολογίας» βρίσκεται «στη σχέση που έχει αποκατασταθεί ανάμεσα στο σύνολο των πολιτικών μετασχηματισμών (νόμοι για την ιδιοκτησία, μορφή του Κρατικού Δικαίου, συγκρότηση των εθνών) και ιδεολογικών μετασχηματισμών και στην ιστορία της παραγωγής των υλικών αγαθών» 6
Η πραγματεία των Μαρξ και Ένγκελς αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί η σκέψη. Να εξηγήσει τα στάδια και τις ποικίλες εκφάνσεις αυτής της πορείας εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Η υλιστική σκέψη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει όλα τα φαινόμενα στην πραγματική τους διάσταση, από την αιτία της εμφάνισής τους σε όλη την κίνηση και την ανάπτυξή τους 7.
O διαλεκτικός υλισμός δεν είναι ένας απλός εμπειρισμός που συλλέγει στιγμές της υλικής πραγματικότητας αλλά ούτε και ένα σύστημα επεξεργασίας αφαιρέσεων και εξιδανικεύσεων της υλικής διαδικασίας της ζωής. Η κίνηση αυτή είναι απτή και οδηγεί την ανθρώπινη κοινωνία από μια παλιότερη σε μια νεότερη φάση της ανάπτυξης διατηρώντας μια συνέχεια.
Ο κοινωνικός άνθρωπος που μετέχει ενεργά στις δραστηριότητες του συνόλου και με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στο χτίσιμο του πολιτισμού μέσα από την αμφίδρομη κίνηση ανάμεσα στη δική του δράση και τις συνθήκες γύρω του, είναι το αντικείμενο μελέτης του διαλεκτικού υλισμού. «Δείχνει συνεπώς ότι οι περιστάσεις φτιάχνουν τους ανθρώπους όπως οι άνθρωποι φτιάχνουν τις περιστάσεις»8. Έτσι αποκαθίσταται και η μεγάλη συμβολή της διαλεκτικής για τη φιλοσοφική σκέψη.
Για τους Μαρξ και Ένγκελς οι νόμοι της διαλεκτικής ήταν νόμοι της αυτόνομης κίνησης των υλικών διεργασιών. 9. O διαλεκτικός υλισμός αναλύει κάθε φαινόμενο της ζωής και στη συνέχεια το ανασυνθέτει εντάσσοντάς το και πάλι στο όλο, στο ιστορικό συνεχές. Τα νέα επιτεύγματα της επιστήμης που γνωρίζουν μεγάλη απήχηση κατά τον 19ο αι. επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη μαρξιστική σκέψη. Διατυπώνει τους δικούς του νόμους, τη δική του μέθοδο ανάλυσης για να μελετήσει τη διαδικασία της κίνησης ενός ενιαίου όλου. Είναι η μόνη επιστημονική μέθοδος που έχει τη δυναμική να οδηγήσει στην ανατροπή της. Επειδή αναγνωρίζει την αξία της διαλεκτικής στις κοινωνικές επιστήμες, την αποσυνδέει οριστικά από την άγονη μελέτη  της κίνησης ιδεών που δεν έχουν καμία σχέση με τον κόσμο που πραγματικά εξελίσσεται.
Η υλιστική διαλεκτική γίνεται όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης που μέσα από την εξέλιξη των πραγμάτων προσδοκά την ανατροπής της προηγούμενης κατάστασης. Η διαλεκτική εξασφαλίζει στην επιστήμη της ιστορίας τη δυνατότητα μιας συνολικής θεώρησης του ιστορικού γίγνεσθαι ως μια δυναμική ολότητα μιας συνολικής θεώρησης του ιστορικού γίγνεσθαι ως μια δυναμική ολότητα που εξελίσσεται παράλληλα με την ανθρώπινη δράση.
Η ιστορική εξέλιξη έχει παγκόσμιο χαρακτήρα αφού οι μοχλοί που της δίνουν κίνηση εξαρτώνται από την παγκόσμια αγορά και το διεθνές κεφάλαιο. Με τον καταμερισμό της εργασίας και την ιδιοκτησία που εδραιώνονται στον τομέα της παραγωγής από τα πρώτα χρόνια του πολιτισμένου κόσμου, δημιουργείται τελικά  μια μάζα εργατών χωρίς άλλη ιδιοκτησία πέρα από την εργατική τους δύναμη, που εργάζονται με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων στα χέρια λίγων, κάτω από τον ζυγό της ίδιας τους της δύναμης.10 Η τάξη αυτή κάτω από την εκμεταλλευτική πίεση οφείλει να ξαναδώσει κίνηση για την αλλαγή της καπιταλιστικής κοινωνίας, που έχει τώρα ξεπεράσει τα εθνικά όρια.
Η διαλεκτική σχέση ανθρώπων και μέσων παραγωγής οδηγεί στην ανάδυση νέων κοινωνικών μορφών και σχέσεων. Η συνασπισμένη δύναμη και η παγκόσμια πάλη των προλεταρίων, της τάξης που εισπράττει την αντίφαση των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων όπως επικρατούν και επηρεάζουν όλο τον σύγχρονο κόσμο, γίνεται ο μοχλός κίνησης για την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Μέσα σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο που παίζουν οι ιδέες αντικαθιστώντας η μια την άλλη με τον ίδιο ρυθμό που η μια εξουσία αντικαθιστά την άλλη  μέσα στην κοινωνία, ο Μαρξ δίνει οριστικό τέλος επαναπροσδιορίζοντας την αρχή της ανθρώπινης ιστορικής πορείας στη στιγμή της δημιουργίας της. 11  O Marx διαπιστώνει ότι πρωταρχικής σημασίας είναι η αναζήτηση ενός νέου, ασφαλούς και σταθερού κριτηρίου μελέτης της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα σε συνθήκες που θα αναζητηθούν στη φύση. Εξάλλου, η κοινωνική συγκρότηση των ανθρώπων καθοριζόταν από τους φυσικούς  τους δεσμούς και από τις σχέσεις τους με τη φύση. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους έχουν σαν βάση την αμοιβαία θέση τους μέσα στην παραγωγή, οπότε οι φυσικές συνθήκες περνούν σε δεύτερη θέση.
Αρχικά η δουλειά είναι η επέκταση της ελεύθερης διάθεσης της εργασίας του άλλου που υπάρχει ως σπόρος μέσα στην οικογένεια, οπότε ο καταμερισμός είναι φυσικός 12. Στο βαθμό που η παραγωγή γίνεται πλουσιότερη και διαφοροποιείται, ο καταμερισμός της εργασίας υπαγορεύει στο άτομο τη θέση του στην κοινωνία, τις σχέσεις του με τα εργαλεία παραγωγής.
Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο χωρισμός μεταξύ βιομηχανικής και αγροτικής εργασίας. Κάθε καινούργια παραγωγική δύναμη επιτείνει ακόμη πιο πολύ τον καταμερισμό της εργασίας. Με την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων τελειοποιείται ο καταμερισμός της εργασίας. Κάθε άτομο αφιερώνεται σε μια δραστηριότητα όλο και πιο περιορισμένη, γίνεται πιο ειδικός στο βαθμό που ο κόσμος του πλούτου και των αγαθών αυξάνεται και η παραγωγή γίνεται πιο καθολική. Ο καταμερισμός της εργασίας επιβάλλει όχι μόνο την κατανομή των λειτουργιών στο εσωτερικό της παραγωγής αλλά επίσης τη διανομή στην ιδιοποίηση των προϊόντων.
Η αστική τάξη προήλθε κυρίως από την ειδίκευση ενός ορισμένου αριθμού ατόμων στις υπηρεσίες του εμπορίου. Ο Μαρξ αναζητά την εξήγηση του κοινωνικού γίγνεσθαι στην κοινότητα και τις σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στα μέλη της και την παραγωγική δραστηριότητά τους13. Έτσι, η υλική βάση της ζωής των ανθρώπων εξηγεί την εξέλιξη των αμοιβαίων σχέσεων τους.
Η υλιστική άποψη του Μαρξ για την προτεραιότητα του «είναι» βαθαίνει. Αυτό που οι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους καθορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Η συνείδηση, ο τρόπος πρόληψης του κόσμου, είναι κοινωνικό προϊόν. Στο βαθμό που οι υλικές προϋποθέσεις εξελίσσονται, εξελίσσονται και οι ανάγκες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν τις συνθήκες αν δεν έχουν μια θεωρητική άποψη, μια επιστημονική γνώση για τους όρους αυτής της μεταβολής. Τροποποίηση της συνείδησης δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά τροποποίηση της ερμηνείας του κόσμου.14 Είναι απαραίτητο, συνεπώς, για τον άνθρωπο να φτάσει σε μια επιστημονική γνώση της δραστηριότητάς του, σε μια επιστημονική γνώση της ιστορίας. Η αλλαγή του κόσμου δεν ανήκει πια στην κατηγορία των ευσεβών πόθων.
Η ιδεολογία, ο τρόπος που σκεφτόμαστε πάνω στην κοινωνία, και πάνω στην αντικειμενική ιστορική γνώση είναι μια κατάσταση της συνείδησης, που κατά τον Λεφέβρ κατασκευάζει το πλαίσιο εκείνο μέσα στο οποίο θα προστατευθούν και θα γίνουν αποδεκτά τα συγκεκριμένα συμφέροντα. Η ιδεολογία είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της συγκέντρωσης των παραγωγικών δυνάμεων μιας κοινωνίας. Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής οδηγεί αναγκαστικά τους κατόχους της στη χρήση ιδεολογικών μορφών που καθιστούν την ιδιοκτησία τους ασφαλή. Από την άλλη ο καταμερισμός της εργασίας παίρνει την ολοκληρωτική του μορφή με τον καταμερισμό υλικής και πνευματικής εργασίας και αποσυνδέει τελείως τη συνείδηση από την πρακτική, υλική ζωή 15. Και η ιδεολογία παρουσιάζει εκείνες τις μορφές πρόσληψης του κόσμου που περιφρουρούν τα κέρδη μιας κοινωνικής  τάξης από την εργασία και την παραγωγή.
Η δημιουργία της ιστορίας, η αλλαγή της ανθρωπότητας σε σχέση με την αρχική περίοδο είναι αποτέλεσμα δύο ειδών μεταβολών: Η μια είναι άμεσο αποτέλεσμα της πρακτικής δραστηριότητας των ανθρώπων και η άλλη της θεωρητικής τους δραστηριότητας, η οποία διαπιστώνει τις συνέπειες των βαθμιαίων αλλαγών και καθορίζει μια δράση που σκοπεύει να προσαρμόσει τις  ανθρώπινες σχέσεις στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. 16.  Τα  γεγονός ότι η ιστορική εξέλιξη σημαίνει σύγκρουση του παλιού με το νέο και επικράτηση του τελευταίου προϋποθέτει μια βαθειά αναταραχή μέσα στην κοινωνία.




3.      ΤΑΞΕΙΣ-ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ


Ο ιστορικός υλισμός συγκροτείται σε επιστήμη με δική του μέθοδο, τη διαλεκτική, δικούς του νόμους ανάλυσης που προκύπτουν από την παρατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Η ενασχόληση με την πολιτική οικονομία έχει κεντρικό ρόλο στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς, οι οποίοι « αρχίζουν  να ξεχερσώνουν το έδαφος της πολιτικής οικονομίας, που την αντιλαμβάνονται όχι σαν τη θεωρητική μελέτη γενικών κατηγοριών αλλά σαν ανάλυση των πραγματικών ιστορικών και προσωρινών ανθρώπινων σχέσεων»17. Το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας είναι οι κοινωνικές και οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων. Επίσης, έχει να κάνει με ένα  ιστορικό, με ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο υλικό. Οι αλλαγές που συντελούνται στη ζωή της κοινωνίας, στην οικονομία, βρίσκουν, λοιπόν, την έκφρασή τους στα συμπεράσματα της πολιτικής οικονομίας.
Στο πρώτο μέρος της «Γερμανικής Ιδεολογίας» οι Μαρξ και Ένγκελς αποσαφηνίζουν την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, την υλική βάση της δραστηριότητας των ανθρώπων. Παραγωγικές δυνάμεις δεν είναι μόνο τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τα εργαλεία αλλά και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν, οι εφευρέσεις που καθορίζουν τον βαθμό της κυριαρχίας πάνω στη φύση, η συνεργασία, ο καταμερισμός της εργασίας  των οποίων η ανάπτυξη είναι σε συνάρτηση με το επίπεδο πολιτισμού που έχουν φτάσει οι λαοί . Ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτή παίζει και η τεχνολογία.18
Κάθε πρόοδος των παραγωγικών δυνάμεων σημαίνει τροποποίηση των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων παραγωγής. Οι Μαρξ και Ένγκελς σκιαγραφούν μια ιστορία των μορφών ιδιοκτησίας διακρίνοντας διαδοχικά την ιδιοκτησία του γένους, την αρχαία ιδιοκτησία και τη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Η πρώτη είναι μια συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που αποτελούνται από τη γη. Το επίπεδο της παραγωγικότητας είναι χαμηλό κι ο εργαζόμενος μόλις που μπορεί να παράγει όσα χρειάζεται για να ζήσει ο ίδιος. Αυτή η μορφή αντιστοιχεί «στο μη αναπτυγμένο στάδιο παραγωγής» και σε μια κοινωνική οργάνωση που στηρίζεται στην οικογένεια.19.
Η κοινωνική οργάνωση στηρίζεται στην οικογένεια. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται αργά. Διαχωρίζεται η γεωργία από την κτηνοτροφία , υπάρχει η χειροτεχνία και αναπτύσσεται η ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας. Η ιδιοκτησία είναι κοινοτική και η ακίνητη ατομική ιδιοκτησία εξελίσσεται. Στη συνέχεια εμφανίζεται  η ατομική ιδιοκτησία του δουλοκτήτη στα μέσα παραγωγής και στους εργαζόμενους, τους δούλους. Τώρα οι παραγωγικές δυνάμεις εξελίσσονται σημαντικά. Βαθαίνει ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στη γεωργία και τη χειροτεχνία των πόλεων και ξεχωρίζουν στη βιοτεχνική παραγωγή  ειδικότητες όπως υφαντουργοί, βαφείς, ξυλουργοί σιδηρουργοί κ.α. Ωστόσο, οι πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των δούλων δημιούργησαν μια αποστροφή για την καταναγκαστική εργασία τους. Οι δούλοι ξεσηκώνονται πια ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις με αποτέλεσμα την κατάρρευση του δουλοκτητικού συστήματος.
Τη θέση του δουλοκτητικού συστήματος παίρνει η φεουδαρχία. Η ιδιοκτησία είναι συλλογική στο βαθμό που αντιπροσωπεύει τη μορφή κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στη μάζα των δουλοπάροικων, τους οποίους πρέπει να διατηρεί σε κατάσταση υποταγής. Το κύριο πλεονέκτημα της φεουδαρχίας συγκριτικά με το δουλοκτητικό σύστημα έγκειται στο γεγονός ότι ο άμεσος παραγωγός, ο αγρότης, είχε υλικό ενδιαφέρον για τα αποτελέσματα της δουλειάς του, όταν δούλευε στο δικό του κομμάτι γης. Η φεουδαρχική οργάνωση θα δώσει στην πόλη τις συντεχνίες, μέσο για την άμυνα των κυρίων εναντίων τεχνιτών και του κύματος των δουλοπάροικων προσφύγων.20 Η ταξική πάλη στη φεουδαρχική κοινωνία παίρνει πιο μεγάλη οξύτητα και οι εξεγέρσεις των δουλοπάροικων χωρικών συγκλονίζουν τα φεουδαρχικά κράτη. Η αστική τάξη συσπειρώνει δίπλα της όλες τις τάξεις και τα στρώματα που είναι δυσαρεστημένα από τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων. Αρχίζει λοιπόν, η εποχή των αστικών επαναστάσεων, που αντικαθιστούν το φεουδαρχικό σύστημα με το καπιταλιστικό.21
Στον καπιταλισμό τα μέσα παραγωγής αποτελούν ατομική ιδιοκτησία, ενώ οι άμεσοι παραγωγοί, οι προλετάριοι διαθέτουν μέσα παραγωγής. Ο μισθωτός εργάτης είναι προσωπικά ελεύθερος, πουλάει την ικανότητά του για εργασία και παίρνει ως αντάλλαγμα μισθό εργασίας. Αναπτύσσεται η μεγάλη μηχανοποίηση της παραγωγής και οι ειδικευμένες επιχειρήσεις, ενώ ο καταμερισμός της εργασίας φτάνει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Σχηματίζεται πλέον η παγκόσμια αγορά και το παγκόσμιο σύστημα της καπιταλιστικής  παραγωγής.
Το εμπόριο εμφανίζεται σαν μια ειδικευμένη δραστηριότητα που πηγάζει από την επέκταση των σχέσεων των πόλεων και την κοινότητα των συμφερόντων των τεχνιτών που επιθυμούν να κυκλοφορήσουν τα εμπορεύματά τους. Οι συνθήκες ζωής τους γίνονται πιο ομοιόμορφες στις πόλεις και αρχίζουν να έρχονται σε αντίθεση με τις συνθήκες ζωής της αριστοκρατίας, που ενδιαφέρεται για τη διατήρηση των τοπικών συνόρων.22
Οι κοινές συνθήκες ζωής των τεχνιτών και η αντίθεσή τους προς τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων συντελούν ώστε να συνειδητοποιήσουν τα άτομα ότι αποτελούν ένα σύνολο. Έτσι δημιουργούνται οι τάξεις. 23
Έμποροι και τεχνίτες μέσα σε μια εμπορευματική οικονομία διαθέτουν ένα κεφάλαιο που χάνει τον πολιτικό του χαρακτήρα και γίνεται όλο και περισσότερο κινητό. Η μανιφακτούρα συναγωνίζεται τις συντεχνίες και διευρύνει τα πλαίσια της αγοράς και συναγωνισμός των πόλεων παραχωρεί τη θέση του στο συναγωνισμό μεταξύ των εθνών. Το εμπόριο τώρα αποκτά πολιτική σημασία. 24. Στο εσωτερικό της ανθρώπινης ομάδας που εργάζονται βιομηχανικά, εμφανίζονται διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις συμφερόντων. Οι έμποροι θα σχηματίσουν τη μεγαλοαστική τάξη. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο πλαίσιο της εργασίας αλλάζουν, οι χρηματικές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργατών γίνεται ο κανόνας. Η εργασία επιβάλλεται πάνω στον εργάτη και ελέγχεται από την υλικά κυρίαρχη τάξη που έχει συγκεντρώσει τα μέσα παραγωγής ως ιδιοκτησία της. Η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη είναι υπεύθυνη και για την οργάνωση της κοινωνίας.
Η εξέλιξη της μηχανικής κάτω από την ώθηση επιστημόνων π.χ. Νεύτωνας, θα δημιουργήσει δυνατότητες για μια μηχανοποίηση της παραγωγής σε μεγαλύτερη κλίμακα. Έτσι μπαίνουμε στην εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, η οποία θα γνωρίσει την μεγαλύτερη ανάπτυξή της στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα.
Τα άτομα υποτάσσονται σε έναν τρόπο ζωής που προσδιορίζεται από τους όρους παραγωγής και δεν είναι τα ίδια σε θέση να ελέγξουν τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους ελεύθερα υποτάσσοντας σ’ αυτήν εξωτερικές συνθήκες. Για να μπορέσει να απελευθερωθεί η καταπιεζόμενη τάξη πρέπει να μην μπορούν πια να σταθούν πλάι πλάι οι παραγωγικές δυνάμεις που αποκτηθήκανε πια και οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουνε τώρα να μην μπορούν να συνυπάρξουν.25 Εξάλλου, η ταξική πάλη  στην ουσία είναι η κινητήρια δύναμης όλης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Με τη μορφή της κοινωνίας αντίστοιχα μεταβάλλεται και η συνειδησιακή κατάσταση των ανθρώπων. Οι υλικές προϋποθέσεις που οργανώνουν τον τρόπο παραγωγής επηρεάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και τη σχέση τους με τη φύση.
Οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν ότι ο απόλυτος καταμερισμός της εργασίας επέρχεται με τον καταμερισμό της υλικής από την πνευματική. Η απελευθέρωση της συνείδησης του ανθρώπου μπορεί να επέλθει  μόνο αν αρθεί εντελώς ο καταμερισμός αυτός.26
Η σύγκρουση ανάμεσα στις ανερχόμενες παραγωγικές δυνάμεις και την κυρίαρχη ιδεολογία και οικονομική οργάνωση βρίσκει τη λύση της στην επανάσταση. Αυτή θα επιφέρει κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και θα καταργηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει η ανθρωπότητα. Θα καταργηθούν οι εξωτερικές δυνάμεις που δρουν πάνω στον άνθρωπο ανασταλτικά, πράγμα που θα του επιτρέψει να πάρει την τύχη στα χέρια του. Μια τέτοια επανάσταση θα είναι καρπός της συνειδητής δράσης του προλεταριάτου, γιατί η τάξη θα έχει φτάσει ως τη γνώση των νόμων ανάπτυξης της κοινωνίας. Τότε, δεν θα υπάρχει αυτό που κυρίως αποκαλείται πολιτική εξουσία, που δεν είναι παρά αυτό η επίσημη έκφραση της αντίθεσης των τάξεων μέσα στην αστική κοινωνία.27.
Tο κράτος στο μεταξύ αποσπάστηκε από την υλική του βάση, μπήκε πάνω από τα άτομα σαν μια υπερβατική δύναμη, ως ενσάρκωση του Δικαίου. Η νομική μορφή με την οποία σκεπάζει τη δράση της κυρίαρχης τάξης είναι η έκφραση στο πεδίο των ιδεών του κυρίαρχου τρόπου ιδιοκτησίας, δηλαδή του κυρίαρχου τρόπου, παραγωγής. Ο τύπος του κάθε κράτους καθορίζεται από το συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο παραγωγής κι έτσι έχουμε κράτος φεουδαρχικού τύπου, καπιταλιστικού κλπ, ενώ η μορφή που αυτό υιοθετεί έχει να κάνει με τις εκάστοτε ιστορικές ιδιομορφίες και εμφανίζεται πότε ως μοναρχία κι άλλοτε ως βασιλεία, δημοκρατία κλπ. Άλλες βασικές λειτουργίες του κράτους είναι η οικονομική, η κοινωνική, και η ιδεολογική, η οποία περιλαμβάνει έναν τεράστιο μηχανισμό για τη διάδοση της εκάστοτε ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης. Η αστική π.χ. τάξη υποστηρίζει ότι το κράτος είναι ουδέτερος ρυθμιστής των κοινωνικών αντιθέσεων. Ή ότι στέκει πάνω από την κοινωνία σε όφελος ολόκληρης της κοινωνίας. Το κράτος όμως γεννήθηκε μέσα στην πάλη των τάξεων, προκειμένου να επιβάλει με τη δύναμη, τη θέληση της οικονομικά κυρίαρχης τάξης απέναντι στους παραγωγούς του πλούτου, τον οποίο και καρπώνονται.28.
Το Δίκαιο και οι νόμοι αποτελούν τα κύρια γνωρίσματα του κράτους. Άλλα είναι η δημόσια εξουσία, η γεωγραφική περιοχή, η εδαφική αρχή και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί. Οι θεσμοί του κράτους λειτουργούν χάρη σε μια κίνηση. Από την μια δημιουργήθηκαν για να προστατεύουν την ιδιοκτησία και το κεφάλαιο κι από την άλλη συντηρούνται και ελέγχονται από τους δύο αυτούς παράγοντες.
Ο χρηματικός χαρακτήρας των σχέσεων των ατόμων σε μια τέτοια κοινωνία και οι θεσμοί που κατοχυρώνουν αυτό τον χαρακτήρα παραχωρούν τον απόλυτο έλεγχο κάθε δραστηριότητας στον κάτοχο του κεφαλαίου που μπορεί να εξαγοράσει προϊόντα αλλά και ανθρώπους..29. Το κράτος ως όργανο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αντί να εκφράζει την ενότητα της κοινωνίας, εκφράζει τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής και τα συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα.30.
Μόνο με το τέλος της κοινωνίας των ιδιωτών ξεπερνιέται και η αντίφαση που προκύπτει από την τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε αντίθεση με τους κοινωνικούς περιορισμούς των σχέσεων ιδιοκτησίας. Τη διαδικασία αυτή μπορεί να φέρει εις πέρας οδηγώντας την τελικά στην αταξική, κουμουνιστική κοινωνία, μόνο το προλεταριάτο, μια τάξη με παγκόσμιο χαρακτήρα που αναγνωρίζει σαν εχθρό της τη διεθνή τάξη του κεφαλαίου. Μέσω της επανάστασης ανατρέπεται η εξουσία του προηγούμενου τρόπου παραγωγής και επικοινωνίας και αναπτύσσεται ο παγκόσμιος χαρακτήρας και η ενεργητικότητα του προλεταριάτου το οποίο στη συνέχεια απαλλάσσεται από καθετί που εξακολουθεί να είναι προσκολλημένο από την προηγούμενη θέση του στην κοινωνία 31.
Έτσι το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται. Τα οικονομικά καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου διαμορφώνουν την οικονομική βάση για την απονέκρωση του κράτους υπογραμμίζοντας εμείς την εξάρτησή του από την ταχύτητα ανάπτυξης της ανώτερης φάσης του κουμμουνισμού και αφήνοντας ανοιχτό το θέμα των χρονικών περιόδων και μορφών που θα πάρει η απονέκρωση, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για να λύσουμε τα ζητήματα αυτά.


 Ο Μαρξ και η διαχρονικότητα του έργου του :: Rproject

4.      Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

Το κριτήριο όλης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας ήταν από την εποχή του Καντ η αλήθεια για τον άνθρωπο. Οι σχέσεις με τον κόσμο αποτελούσαν το αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού, ο οποίος με τον Χέγκελ είχε καταλήξει στη διαπίστωση της λογικότητας του κόσμου. Πάνω σ΄ αυτή τη βάση αναπτύχθηκε μια ορισμένη ανθρωπιστική αντίληψη την οποία αποδέχτηκαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς και την υποβάλλουν τώρα σε κριτική. Αφετηρία τους είναι οι πραγματικοί άνθρωποι και επεξεργάζονται ένα ιδεώδες του ανθρώπου, που έχει απελευθερωθεί από τους πραγματικούς καταναγκασμούς και περιορισμούς., το οποίο πρέπει να πλησιάσει. Σημείο αναφοράς στη σκέψη του Μαρξ είναι το κοινωνικο-οικονομικό σύνολο μέσα στο οποίο βρίσκονται οι άνθρωποι.
Ο Μαρξισμός αποτελεί μια επανάσταση στη φιλοσοφία, γιατί σηματοδοτεί μια συστηματική αποβολή κάθε δελεαστικής αφαίρεσης. Η βάση κάθε στοχασμού είναι η πρακτική και το υλιστικό θεμέλιο της θεωρίας δεν μπορεί πλέον να εγκαταλειφθεί.
Με τη θεωρία του ιστορικού υλισμού που εισάγεται στη «Γερμανική ιδεολογία» διαμορφώθηκε για πρώτη φορά η κοινωνική επιστήμη σε αληθινή επιστήμη των νόμων της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Για πρώτη φορά ο ιστορικός υλισμός κάνει δυνατή την αυστηρή επιστημονική  σπουδή πάνω στις κοινωνικές συνθήκες της ζωής των μαζών και τις μεταβολές των συνθηκών. Άνοιξε τον δρόμο για τη σπουδή της γένεσης, της ανάπτυξης, και της παρακμής των κοινωνικών και οικονομικών σχηματισμών με το να εξετάζει το σύνολο όλων των αντιφατικών τάσεων, να τις προσαρμόζει στις καθορισμένες συνθήκες ζωής και παραγωγής και να βρίσκει τις ρίζες για τις ιδέες και όλες τις διάφορες τάσεις στην κατάσταση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων.
Με τη «Γερμανική ιδεολογία» οι Μαρξ και Ένγκελς  αντιλαμβάνονται την κίνηση μέσα στην αντιφατικότητά της. Οι παραγωγικές δυνάμεις δημιουργούν τις παραγωγικές σχέσεις που επιτρέπου την ανάπτυξή τους αλλά αναπτυσσόμενες αυτέ συγκρούονται με τους περιορισμούς που βάζουν στην ανάπτυξή τους οι παραγωγικές σχέσεις και τείνουν να τις σπάσουν. Διαβάζοντας  αυτά κανείς σκέφτεται τη διατύπωση με την οποία θα συμπυκνώσει ο Μαρξ τη θεωρία της επανάστασης γράφοντας μετά από δεκατρία χρόνια τον πρόλογο της «Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»







ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Karl Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.23
2. McLellan David, Marx before Marxism,(Harrmondsworth, Penguin books,1970), s.11-38
3. Παπαδημητρίου Ευθύμης, Ο Καρλ Μαρξ και η φιλοσοφία, Η σχέση του Μαρξ προς τη φιλοσοφική παράδοση, (Gutenberg,1983) σ.79.
4.  Ηampsher-Monk Ian, A history of Modern Political Thought, (Oxford, Blackwell, 1972) σ.364)
5.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 10
6.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 11
7. Lenin W.I.: Konspekt zu Hegels, Wissenschaft der Logik” in: Werke, Band 38,(Dietz Verlag Berlin,1977
8.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 88)
9. Autorenkollektiv: Geschichte der marxistischen Dialektik. Die Lenische Etappe, (Dietz Verlag, 1976) 
10.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 111 
11. Marx Karl: Zur Kritik der Politischen Okonomie.Vorwort. In: Marx/Engels: Werke, Bd.13, (Dietz Verlag Berlin, 1974) S.8/9.
12.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 77
13.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 65
14.  Κ.Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 70
15. Marx K:Die Wendung der Philosophie zur Praxis. In: Marxismusstudien 7. Folge, Tubingen 1972, nachgedruckt in:Sozialphilosophische Studien, Berlin 1973   
16.  Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 81
17. Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, (Εκδόσεις Σ.Ε.1984) σ. 81
18. Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ. 78
19. Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ.63
20. Κ.Μαρξ, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, εκδόσεις Αναγνωστίδη (τέταρτη έκδοση), σ. 172
21. Φ.Β. Κωνσταντίνωφ, Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ( Ινστιτούτο Φιλοσοφίας), Η θεωρία του ιστορικού υλισμού, (Εκδοτικός Οίκος Γνώσεως) σ. 135-138 
22. Φ.Β. Κωνσταντίνωφ, Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ( Ινστιτούτο Φιλοσοφίας), Η θεωρία του ιστορικού υλισμού, (Εκδοτικός Οίκος Γνώσεως) σ. 146
23. Β.Ι. Λένιν, Η μεγάλη πρωτοβουλία, Άπαντα, τ.39,σ.14 
24.  Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ.105
25. .Κ.Μαρξ, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, εκδόσεις Αναγνωστίδη (τέταρτη έκδοση), σ. 173
26. Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ.77
27. Πλάγγεσης, Ο Λένιν και η Φιλοσοφία, Ουτοπία, τεύχος 62, σ.190
28. Ένγκελς,Φρ.  Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή,, σ. 212
29. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ.130   
30. Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, σ.12
31..Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, Α, σ.127








ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


1.      ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΛΑΙΣΙΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ …………………………………………………………………                                                                                                   
2.      Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ…...............................
3.      ΤΑΞΕΙΣ-ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ……………………...
4.      Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ……………………………………………
     ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ…………...……………………………………………………
      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………..……                                                        


ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ο ΑΙΝΕΙΑΣ Ο ΓΑΖΑΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ


                                                                ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Γιατί άραγε, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο; Γιατί υπάρχει η αταξία του λόγου; έχει ο κόσμος τέλος; γιατί κάποια πράγματα είναι φθαρτά και άλλα αθάνατα; Στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους γίνεται εμφανής η προσπάθεια εξήγησης της δημιουργίας του κόσμου με βάση τη μελέτη της φύσης και τη χρήση της ανθρώπινης λογικής. Ο Αινείας ο Γαζαίος έχει ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο από αυτό των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, καθώς κύριος άξονάς του είναι ο ισχυρός ηθικός χαρακτήρας του όλου φιλοσοφικού συστήματος που προτείνει. Η απέραντη αγάπη του Θεού και η θεία Πρόνοια είναι αυτά που διευθετούν τα πάντα. Ο Θεός είναι δημιουργός των πάντων. Όλα γίνονται με σοφία και νομοτέλεια. Σκοπός του  κόσμου δεν είναι να είναι ένας «ευτυχισμένος Θεός» αλλά συμπαραστάτης  του για την τελείωσή του .









https://mygreeklibrary.blogspot.com/

ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;;;


                                                                                             Δρ.   ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε.ΤΣΩΝΗ


ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;;;
Απαντήσεις πάνω σε ερωτήσεις αθέων και άλλων

Από κάποιους εκφράζεται κάποια ειρωνεία για την ύπαρξη του Θεού. Αξίζει όμως κανείς να σκεφθεί ότι όλα τα πράγματα έχουν τον δημιουργό τους. Η κατασκευή ενός κτιρίου, η φιλοτέχνηση ενός έργου τέχνης, η συγγραφή ενός πονήματος, η κατασκευή και της πιο απλής μηχανής.
Αξίζει επίσης, να ρίξουμε μια ματιά  στο σύμπαν που μας περιβάλλει. Ο  Ουρανός π.χ. είναι δεκατέσσερις φορές μεγαλύτερος από τη Γη μας, ο Ποσειδώνας δεκαεπτά φορές, ο Κρόνος ενενήντα τρεις, ο Δίας χίλιες διακόσιες εβδομήντα εννιά, ενώ ο ΄Ηλιος χίλια τριακόσια εκατομμύρια φορές μεγαλύτερος από τον πλανήτη που ζούμε. Ο Σείριος μάλιστα είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερος του Ηλίου, ο Μίρα τετρακόσιες, ο Άνταρες εκατόν δεκατρία εκατομμύρια και ο Έψιλον δεκατέσσερα δισεκατομμύρια.  Ο δε Γαλαξίας μας περιέχει εκατόν πενήντα δισεκατομμύρια αστέρια,  ενώ υπάρχουν στο σύμπαν πεντακόσια δισεκατομμύρια Γαλαξίες. Τα ραδιοτηλεσκόπια πιάνουν ραδιοεκβολές από κόσμους που βρίσκονται 20-24 δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας.. Όλα τα ουράνια σώματα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα σε καθορισμένη κατεύθυνση. Είναι τυχαίο αυτό; Πώς συμβαίνει να μην συγκρούονται  και να μην προκαλούν μια χαοτική κατάσταση στο σύμπαν;
          Ποιος τα έπλασε όλα αυτά;
       

ΣΥΖΕΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΣΩΜΑΤΟΣ ΄Η ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ «ΕΧΕΙΝ» Ή ΣΤΟ «ΕΙΝΑΙ»;




ΣΥΖΕΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΣΩΜΑΤΟΣ
΄Η
ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ «ΕΧΕΙΝ» Ή  ΣΤΟ «ΕΙΝΑΙ»;



Δρ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

          Βασικό θέμα που απασχολεί την Ιστορία της Φιλοσοφίας είναι η ανθρωπολογική σύζευξη ανθρώπου – σώματος. Το σώμα θεωρείται το βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνιστά τον  άνθρωπο ή μήπως είναι κάτι υποδεέστερο που έρχεται να προστεθεί στην ψυχή για να ολοκληρωθεί ο άνθρωπος; Και για να χρησιμοποιήσουμε όρους της ψυχολογικής σημασιολόγησης που θα έδειχνε ο Erich Fromm:Haben oder Sein? Δηλαδή το σώμα ανήκει στο «έχειν» ή στο «είναι» του ανθρώπου;
          Το συγκεκριμένο ανθρωπολογικό ερώτημα επιδέχεται δύο φιλοσοφικές απαντήσεις, οι οποίες εκφράζουν τη διαφοροποίηση της σκέψης αφενός στην ελληνική οντολογία, αφετέρου στη βυζαντινή θεολογία.
          περισσότερα...

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΛΩΤΙΝΟ


                

                       Δρ  ΤΣΩΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   
                                              


Τι είναι αίσθηση;  Αίσθηση είναι η παραδοχή της μορφής(Πλ. Ενν.Ι,126)
Το σώμα που έχει ζωή συμμετέχει  στις αισθήσεις και στα πάθη που προκύπτουν από αυτές.(Πλ. Ενν. Ι,4,5-7)
Η εξωτερική αίσθηση είναι η αντανάκλαση της αίσθησης της ψυχής, που είναι η πιο αληθινή και απαθής θεώρηση των μορφών. Από τις μορφές γεννιούνται οι σκέψεις, οι γνώμες και οι διανοητικοί όροι  και η ψυχή δέχεται την ηγεμονική θέση που έχει αυτή και μόνο στο έμβιο.
Η αίσθηση είναι αντίληψη όχι των νοητών αλλά μόνο των αισθητών πραγμάτων΄  η ψυχή πρέπει να συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τα αισθητά αντικείμενα μέσω των πραγμάτων που έχουν ομοιότητα με αυτά και να αποκαθιστά κάποια επικοινωνία γνώσης ή βιωμάτων με αυτά(Πλ. Ενν., Απορίες σχετικά με την ψυχή(Γ)ή περί όψεως, 1,6-10).
Η αίσθηση  είναι ο αγγελιοφόρος μας, βασιλιάς όμως για εμάς, υποστηρίζει ο Πλωτίνος,  είναι ο νους. Είμαστε κι εμείς βέβαια βασιλιάδες, όταν βρισκόμαστε σε συμφωνία μ΄ εκείνον.(Πλ. Ενν.V, Περί των Γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα, 3,45-46)
Η αίσθηση υπάρχει χάρη  στο αισθητικό τμήμα της ψυχής. Το ίδιο το αισθητικό δεν κινείται.(Πλ. Ενν.,Ι,6,12) .Γιατί δεν αισθάνεται το αισθητικό αλλά το Είναι που κατέχει αυτό το μέρος της ψυχής.(Πλ. Ενν.,6,9-11)
 Η αίσθηση είναι σαν μια κίνηση που διατρέχει το σώμα και καταλήγει στην ψυχή.( Πλ. Ενν. Ι,6,10-11) Η ψυχή κινείται όταν γεννά την αίσθηση που συνδέεται με την εκδήλωσή της και τη φυσική δύναμη που εκτείνεται μέχρι τα φυτά.( Πλ. Ενν., Σχετικά με το πνεύμα που μας έλαχε,1,2-5)
Ο Πλωτίνος στην έννοια της κίνησης διακρίνει σωματικές και ψυχικές κινήσεις, ενώ τις ψυχικές τις διακρίνει σε λογικές και άλογες. Επίσης  ξεχωρίζει την κίνηση σε ποιητική και παθητική. Η κίνηση είναι «ίδιον γένος», πριν το ποιείν και το πάσχειν (Πλ.Ενν.,VI,3,21,6-9)                                                                          περισσότερα.....




ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ




                                                                                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   Μ.Ε.   ΤΣΩΝΗ
                                                                                                                 Δρ       ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

         
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια.
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς.  Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του για να είναι επαρκής; Τι είναι το καλό; Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Ηδονή ή ευφυία; Τι  είναι η γνώση; Πώς φθάνουμε σ’ αυτή; Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον; Αν κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή; Οι παραπάνω ερωτήσεις θα αποτελέσουν έναυσμα προβληματισμού για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της έννοιας της αισθητικής.

            Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη, ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των Ιδεών. «Στους διαλόγους του οι Ιδέες επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους. Αποτελούσαν τους κοινούς χαρακτήρες μιας ομοειδούς ομάδας αντικειμένων, σχέσεων ή ηθικών κρίσεων, τους ορισμούς και την ουσία των πραγμάτων, τα νοητά παραδείγματα που με επιτυχία μιμούνταν τα αισθητά, τέλος,  τα αίτια της ύπαρξης των αισθητών. Συλλαμβάνονταν ως νοητές οντότητες απρόσιτες στην ανθρώπινη αίσθηση, ανεξάρτητες, αυτοτελείς και οντολογικά ανώτερες συγκριτικά με τα αισθητά, χωρίς καμία συμπλοκή ή επικοινωνία μεταξύ τους.»(Β.Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, σελ.131).
Η σχέση τους με τα αισθητά αποτελεί μια σχέση μέθεξης και μίμησης΄ η δε ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις Ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού.
          Ο Πλάτωνας αποφεύγει στον Τίμαιο κάθε έκφραση που θα έδινε την εντύπωση της «άμεσης επαφής ή της αμοιβαίας διείσδυσης αισθητών και Ιδεών». Η ανεξαρτησία όμως αυτών των δύο οντολογικών επιπέδων κατοχυρώνεται με την εισαγωγή της Χώρας, που λειτουργεί «ως επιφάνεια αντικατοπτρισμού και παρεμβάλλεται ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά». ΄Ετσι, η χώρα γίνεται η έδρα των αισθητών, και λειτουργεί, όπως ο καθρέφτης στον οποίο σχηματίζονται τα είδωλα των Ιδεών. Τα αισθητά περιφέρονται ως φαντάσματα άλλων πραγμάτων, ως εφήμερες σκιές διαφορετικών αντικειμένων. Γι΄ αυτό δεν έχουν αυθεντική ύπαρξη.
          Την αισθητή από τη νοητή σφαίρα τη χωρίζει πάντοτε ένα χάσμα΄ η αισθητή σφαίρα είναι ένα παράδειγμα, ένα εποπτικό σημάδι, που υποδηλώνει ένα νόημα.
«Μέσα σε όλα αυτά που ρέουν και φεύγουν γύρω μας και μέσα μας κρατιέται η ενότητα του εαυτού μας, που διαπιστώνει και τη ροή των άλλων και το πέρασμά της από τη μια κατάσταση στην άλλη…..Τα δεδομένα των αισθήσεων και όλες οι καταστάσεις του εαυτού μας δεν υπάρχουν παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά οργανώνονται μέσα μας και συντάσσονται σε ενότητες, και οι ενότητες πάλι αυτές συναρμόζονται σε μια καθολική ενότητα του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου. (Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.251)       Τα αισθητά και οι Ιδέες δεν έχουν τίποτε κοινό. Τα αισθητά είναι επιφαινόμενα, ασταθή προϊόντα της αλληλεπίδρασης των Ιδεών και της Χώρας, χωρίς αυτόνομη αιτιακή δυνατότητα και αυθεντική ύπαρξη. Η Ιδέα, συνεπώς, είναι ουσία, ενώ το αισθητό σχετική οντότητα («όχι τούτο αλλά τοιούτον») 
          Κορυφαία των Ιδεών αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού. Αυτή είναι η έσχατη αρχή της γνώσης και της ύπαρξης, εμπεριέχει και ενεργοποιεί όλες τις άλλες ιδέες, κάνει τα όντα να υπάρχουν και να γίνονται γνωστά, - όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα αισθητά να γίνονται γνωστά, να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, έτσι το αγαθό φωτίζει το νοητό κόσμο με την αλήθεια. Στις περιοχές του όντος κορυφαίο είναι το Εν. Ακολουθούν με τη σειρά οι Ιδέες, τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά και η ύλη.
          Σύμφωνα με τους οπαδούς της αέναης ροής των πάντων, τα αισθητά αποτελούν συνάρτηση των αισθητηρίων οργάνων μας και του περιβάλλοντός μας γενικότερα.(Πλ.Θεαίτ.153c)
Ο Δημόκριτος πάλι, υποστηρίζει ότι «οι αισθήσεις είναι στιγμιαίο προϊόν της φυσικής επαφής κι ότι οι αισθητές ιδιότητες δεν έχουν σταθερό χαρακτήρα. Η αίσθηση είναι ένα αποτέλεσμα της αλλοίωσης στο σώμα μας, που προκαλείται από τη σύγκρουση ατόμων που βγαίνουν από το αντικείμενο της αντίληψης, ότι η σωματική μας κατάσταση μεταβάλλεται από την ηλικία και άλλες αιτίες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.» Υποστηρίζει, επίσης, ότι στην περίπτωση της όρασης, τα άτομα από το αντικείμενο δεν μπαίνουν απευθείας στο μάτι, αλλά συναντούν απορροές του ματιού και σχηματίζουν μαζί τους μια εικόνα που μπαίνει στο μάτι»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.68-9)
          Στον Τίμαιο η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σε εξωτερικά σώματα΄ η κίνηση τότε, μεταδίδεται στην ψυχή και δημιουργείται αίσθηση, γιατί συμβαίνει τα περισσότερα μέρη του σώματος να διαθέτουν ευκινησία.(Πλ.Φιλ.64ab)
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το αισθητό και αισθανόμενο υφίστανται όσο διαρκεί η διαδικασία της αντίληψης. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας δέχεται ότι τα αισθητά μεταβάλλονται αδιάκοπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική επιστήμη γι΄ αυτά,   σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι αμετάβλητες.
Τα αισθητήριά μας είναι τα όργανα με τα οποία αισθανόμαστε. Οι αισθήσεις καταλήγουν σε μια ιδέα. Τέλος, το κοινό που υπάρχει στα αισθητά, το συλλαμβάνουμε μόνο με την ψυχή.(Πλ.Θεαίτ.184b-186e)
          Στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.37b2) ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του κόσμου αντιλαμβάνεται το νοητό και αισθητό, το αισθητό και τις ιδέες. Κι ο αισθητός κόσμος όμως, δικαιώνεται, ανήκοντας στο μεγάλο παιχνίδι ισορροπιών της ζωής. «Είναι μέρος της ζωής όμοιο με τα άλλα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι το σώμα και τις κατώτερες ψυχές τις δημιούργησαν  σοφοί θεοί κατά το πρότυπο του Δημιουργού, δείχνει ότι και στον αισθητό κόσμο έφτανε μια ανταύγεια της αιώνιας ζωής.»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.177)      
          Βασική αρχή της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι το θαυμάζειν(Πλ.Θεαίτ.155d). Ενώ ο Θεός είναι σοφός, ο Φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, διακατέχεται από ένα συνεχή πόθο για την αληθινή σοφία.  ΄Ετσι η Φιλοσοφία αποτελεί τον έρωτα του φιλοσόφου για τις Ιδέες΄ δεν είναι τέλεια επιστήμη αλλά διανοητικό φως που τρέφεται από τον έρωτα, μια επίμονη προσπάθεια σε μια γνώση που ποτέ δε θα γίνει κτήμα των θνητών.
Από την άλλη, με την αισθητική, την κριτική δηλαδή, ενέργεια  ο φιλόσοφος στοχαστής θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. “Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια. Εκείνος ωραίο ονομάζει το ακμαίο και το ώριμο ή το χρήσιμο.”(Ε.Παπανούτσου, Αισθητική, σελ.15)  
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς, το μόνο που κάνουν είναι να ταυτίζουν τα ομοιώματά της μ΄ εκείνη. Η διάνοιά τους αδυνατεί να γνωρίσει και να αγαπήσει τη φύση της Ομορφιάς.(Πλ.Πολ.V 476bd) Αυτοί είναι οι φιλόδοξοι, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που γνωρίζουν ότι η ομορφιά είναι μοναδική, ενιαία, ανάλλαγη στην ουσία της(Πλ.Πολ.V475e-476c,476a) και που με την παρουσία της γαληνεύει ο στοχασμός μας. Την ενότητα αυτή τη χαρίζει στον Πλάτωνα η ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Ο φιλόσοφος με την ιδέα της ομορφιάς και την ιδέα του αγαθού κατορθώνει να φτάνει στο είναι του κόσμου.
Συγκρίνοντας ο Πλάτωνας  την Τέχνη με την Επιστήμη θέτει τον όρο πως είναι ανόητο να ψάχνουμε στο έργο τέχνης την αλήθεια της επιστήμης. “Η επιστήμη δουλεύει με τη νόηση- τον καθαρό λόγο θα λέγαμε- ενώ η τέχνη πλησιάζεται με τις αισθήσεις. Αυτή η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που θα αποτελέσει κτήμα ες αεί της φιλοσοφίας και θα θεμελιώσει κάθε προσπάθεια φιλοσοφικής αισθητικής στα νεότερα χρόνια, έχει χαραχτεί με απόλυτη σαφήνεια από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία(Πλ.Πολ.VII529a-530c)”(Μ.Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, σελ.237)
Τα όντα μπορούν να ληφθούν μόνο με τη νόηση και το λόγο, όχι με την αίσθηση. Πίσω από την αίσθηση υπάρχει η νόηση, πίσω από τα αισθητά τα νοητά. Με τα μάτια του σώματος δε βλέπουμε την αρχή των όντων, γιατί δεν είναι ορατή, μα με τα μάτια της ψυχής, που η «κρυμμένη λαμπεράδα των είναι η νόηση». Με τη νόηση αγγίζουμε πραγματικά την αρχή του κόσμου, όπως κι αν την ορίσουμε. Κάθε αισθητή παράσταση αποτελεί μόνο εικόνα που απέχει πολύ από την αλήθεια εκείνων (Πλ.Πολ.VII529d) Το μέτρο της επιστήμης, που είναι το μέτρο της αλήθειας, δε χρησιμεύει στην τέχνη που δημιουργεί μια εικόνα αισθητή.
          Για να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης με το απόλυτο αισθητικό κριτήριο της αισθητικής συγκίνησης, της αισθητικής ηδονής, πρέπει αυτό να μην κλείνει ούτε το ελάχιστο ηθικό, θεωρητικό ή πραχτικό στοιχείο.  Να στοχεύει αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, χωρίς όμως να έχει κάποια αποφασιστική σημασία για την αξία του. Η αποτίμησή του συνεπώς, πρέπει να γίνει με κριτήρια την ηδονή, την  ωφέλεια και την αλήθεια.
          Προκειμένου να καλύψουμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά και εμπεριστατωμένα το κεφάλαιο της αίσθησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με το καλό, τις ηδονές, τη μνήμη-ανάμνηση και τη γνώση.  
KAΛΟ

Υπάρχει μια υπέρτατη «Ιδέα», το Καλό ή Είδος του Καλού, που αποτελεί ύψιστο αντικείμενο μελέτης του φιλοσόφου, και μια  ανώτερη επιστήμη, η «διαλεκτική», που ρόλος της είναι  να οδηγεί άμεσα στη θέαση αυτού του «καλού».Το καλό δεν αποτελεί  αληθινή υπόσταση ούτε ουσία, αλλά βρίσκεται  πέρα κι από τις δύο, αποτελώντας την πηγή της υπόστασης κάθε πράγματος.
Η «Ιδέα του Καλού»  αποτελεί για τα αντικείμενα  και τη γνώση ό,τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Δηλαδή, καθιστά όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης γνωστά με το είναι, την ουσία τους.
Ανάμεσα στις Ιδέες, το Καλό κατέχει ανώτερη θέση. Ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, της οποίας η θέαση θυμίζει το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιστημονική γνώση είναι γνώση Ειδών και ότι το Καλό είναι ανώτερο από τα Είδη, τότε το σύνολο των Ειδών αποτελούν εκφάνσεις του Καλού.
          Το Καλό είναι Ιδέα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός, γιατί Θεός είναι η τέλεια καλή ψυχή. Δεν είναι Ιδέα ούτε Είδος, γιατί το Είδος του Καλού είναι «η υπερβατική πηγή της υπόστασης και νοησιμότητας κάθε άλλου πράγματος». Η Ιδέα του Καλού είναι υπέρτατη αξία, πηγή κάθε αξίας και πηγή κάθε ύπαρξης.
Μάλιστα το καλό  θεάται μόνο όποιος το βιώνει. Γι΄ αυτό ο «φιλόσοφος», όπως λέγεται στην «Πολιτεία», με την πλούσια κοινωνική του δράση αλλά και τον ηρωικό του χαρακτήρα φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της επιστήμης, καθώς τον φωτίζει η θέαση του Καλού.
          Αυτό που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα  είναι να προσδιορίσει τι άραγε είναι «καλό»  για τον άνθρωπο ειδικά(Πλ.Φιλ.11a-20b). Αν έχουμε κατά νου ότι στόχος πρέπει να είναι ο άριστος βίος, ούτε η καθαρή ηδονή ούτε η καθαρή σκέψη μπορούν να αποτελέσουν το καλό. Αν βέβαια, έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο, η σκέψη θα ήταν η προτιμότερη επιλογή. Συγκεκριμένα στον πλατωνικό «Φίληβο», όταν ο Φίληβος θεωρεί πως η ηδονή, η χαρά και η απόλαυση είναι το καλό, ο Σωκράτης αμφισβητεί και προτείνει τη σκέψη, τη νοημοσύνη, τη μνήμη, και τη σωστή κρίση, για όποιον μπορεί να τα χαρεί.(Πλ.Φίλ.11b) O Σωκράτης ενστερνίζεται πως δεν υπάρχει καλό ειδικά για τον άνθρωπο, γιατί το καλό από μόνο του είναι καθολικό. ΄Ενας νοήμων άνθρωπος εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει πως η χρήση της ευφυίας είναι πολύ καλύτερη από την ηδονή. Αυτό σημαίνει ότι το καλό δεν είναι ούτε το ευχάριστο συναίσθημα ούτε η σκέψη καθαυτή. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, τότε θα διαλέγαμε τη σκέψη, ως πιο συγγενικό στο απόλυτα καλό για τον άνθρωπο(Πλ.Φιλ.11e).
Φυσικά, ο άνθρωπος στη ζωή του χρειάζεται και τα δύο για να είναι επαρκής. Ζωή που διέπεται μόνο από συναίσθημα προσιδιάζει μόνο τα κτήνη ή τα φυτά, από την άλλη, ζωή μόνο με σκέψη είναι ίδιον του Θεού. Συνεπώς, το καλό για τον άνθρωπο συνίσταται και στις δύο μεταβλητές.(Πλ.Φιλ.22c)
          Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, διέπουν τη ζωή τους έχοντας διάφορες προσδοκίες χαράς ή λύπης για το παρόν και μέλλον τους.(Πλ.Φιλ.39d-e) Συμβαίνει όμως, στους καλούς ανθρώπους που είναι θεοφιλείς, αγαπητοί δηλαδή στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους να ικανοποιούνται, ενώ στους κακούς να μην ικανοποιούνται(Πλ.Φιλ.40a-b). «Ο καλός απολαμβάνει την προσδοκία των εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο΄ ο κακός χαίρεται με ονειροπολήματα αιφνίδιου πλουτισμού κλπ., γεγονότα που δε συμβαίνουν στον κόσμο όπως τον δημιούργησε ο Θεός»(A.E.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.481)
          Βέβαια, προκειμένου να ζήσουμε ως άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους, αφενός πρέπει να γνωρίζουμε «τα  αληθέστατα», δηλαδή τις αληθινές γνώσεις των άγχρονων πραγμάτων, της καθαυτής αρετής, και την ευφυία που χρειάζεται η χρήση τέτοιας γνώσης(Πλ.Φιλ.62a-d)  και μετά ίσως μπορούμε να δεχτούμε τις κατώτερες ηδονές και τέχνες(Πλ.Φιλ.61e)
Το καλό συνεπώς, συνίσταται στο «μεικτό βίο». Κι επειδή ο παράγοντας που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλεί σύγχυση.. ΄Ετσι, το καλό αποτελεί μορφή του ωραίου (καλού), γιατί το μέτρο και η αναλογία είναι τα μυστικά του κάλλους((Πλ.Φιλ.64c-e). Μάλιστα, το μέτρο-αναλογία, η ωραιότητα, η αλήθεια ή πραγματικότητα ενυπάρχουν στο καλό ως τρία είδη ιδέας και συμβάλλουν στην αρετή του “μείγματος”(Πλ.Φιλ.65c).
Συμπερασματικά οφείλουμε να πούμε πως ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία  μόνα τους μπορούν να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, γιατί κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο. Εξάλλου, η ευφυία συνδέεται με τον άριστο βίο για τον άνθρωπο, ο οποίος και απολαμβάνει τη διανοητική δραστηριότητα.(Πλ.Φιλ.66d-67b)

HΔΟΝΕΣ

          Στην ερώτηση τι είναι το καλό, ο Φίληβος μιλά για την «ηδονή», τη χαρά και απόλαυση (Πλ. Φιλ.11a). Η «ηδονή» συνδέεται κυρίως με τον ακόλαστο βίο, τη μωρία και τις εξωφρενικές ονειροπολήσεις.  Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τις ηδονές, θα ήταν λάθος να τις χαρακτηρίζαμε όλες οπωσδήποτε καλές(Πλ.Φιλ.12d). Η φράση «η ηδονή είναι καλή» υπονοεί ότι υπάρχουν ηδονές καλές αλλά και κακές. ΄Ολες βέβαια είναι ευχάριστες(Πλ.Φιλ.13a) . Τίθεται όμως το ερώτημα αν υπάρχουν διακρίσιμα είδη ηδονής και πόσα(Πλ.Φιλ.19b)
Σε σχέση με το καλό, μπορούμε να πούμε  ότι η ηδονή δεν είναι αυτό το ίδιο το καλό, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα δεχόταν να διάγει μια ζωή αποκλειστικά έντονων απολαύσεων. Η ευτυχία συνίσταται όχι   μόνο σε πληρότητα ευχάριστου συναισθήματος αλλά και  σε σκέψη και νοητική δραστηριότητα. Απαιτείται δηλαδή, μια μεικτή ζωή.
Στην Πολιτεία καθορίζεται ότι η ηδονή και η λύπη τόσο της ψυχής όσο και του σώματος είναι μια κίνηση(Πλ.Πολ.Θ583e). Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη κίνησης, ησυχία. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση  ως ηδονή ή λύπη, όμως μπροστά στις αληθινές ηδονές  αυτές οι δήθεν ηδονές  είναι «φαντάσματα». Τέτοιες είναι αυτές που ξεκινούν από το σώμα και κατευθύνονται προς την ψυχή, αλλά και όσες ηδονές ή λύπες οφείλονται στην προσδοκία (Πλ.Πολ.Θ583c-584c)
Η ηδονή, όπως και ο πόνος,  ανήκουν στην κλάση του “απείρου”, αφού κανένα δεν έχει από τη φύση του ελάχιστο ή μέγιστο όριο (Πλ.Φιλ.27a) Εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργείται η ηδονή ή ο πόνος είναι πάντοτε ένα ον ζωντανό, το ον που αισθάνεται την ηδονή, και το οποίο ανήκει στην «κλάση των μεικτών», εφόσον ο οργανισμός του αποτελεί σύνθεμα πλήθους συστατικών(Πλ.Φιλ.31c).
Διατάραξη της ισορροπίας των συστατικών του οργανισμού, συνεπάγεται τον πόνο, ενώ η αποκατάσταση της διατάραξης, επιφέρει την ηδονή(Πλ.Φιλ.31d-e)
Aυτό είναι ένα πρώτο είδος ηδονής, που οφείλεται σε άμεση επίδραση σωματικών καταστάσεων επάνω στην ψυχή. ΄Όμως η ψυχή μόνη της, χωρίς το σώμα, προσδοκώντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να αισθανθεί ηδονή ή λύπη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδιάμεσο είδος ηδονής, που εξαρτάται από διεργασίες διανοητικές και δε συνοδεύεται από διατάραξη ή αποκατάσταση της οργανικής ισορροπίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση ο πόνος ή η ηδονή ανήκουν στην ίδια την ψυχή (Πλ.Φιλ.32c). Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο είδος-κατάσταση, ουδέτερη συναισθηματικά, στην οποία η ισορροπία διατηρείται χωρίς καμία παρέκκλιση στη μια ή άλλη κατεύθυνση(Πλ.Φιλ.32e). Μια τέτοια κατάσταση  συνιστά ο διανοητικός βίος, που είναι άριστος, γιατί είναι απαλλαγμένος από πόνους και ηδονές  (Πλ.Φιλ.32b). Οι ηδονές αυτές εξαρτώνται από τη νοερή προσδοκία χωρίς καμία παρούσα σωματική διεργασία.
Η θεωρία ότι μια ηδονή ή μια λύπη αποτελούν ό,τι ακριβώς αισθανόμαστε, γιατί η ουσία τους δεν είναι άλλη  από το γεγονός ότι γίνονται αισθητές, δεν αρμόζει στη σκέψη  του Σωκράτη. Είναι διαφορετικό΄- όταν κρίνουμε, εκφέρουμε κρίση για κάτι.- από το- όταν αισθανόμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι. Ας περάσουμε τώρα στους ανθρώπους. Οι ηδονές των κακών ανθρώπων είναι ψεύτικες, γιατί τις αντλεί από προσδοκίες που δε θα εκπληρωθούν. Πρόκειται για  ηδονές γελοιογραφία της γνήσιας ηδονής. Ενώ των καλών ανθρώπων, που ως τέτοιοι άνθρωποι είναι αγαπητοί στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους ικανοποιούνται, κι έτσι «απολαμβάνουν την προσδοκία εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο.»(Πλ.Φιλ.40a-c) Πάντως, κακή ηδονή σημαίνει την «ψευδή» ή «απατηλή» ηδονή.(Πλ.Φιλ.41a-b).
Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Τότε «το σώμα παρέχει ένα ορισμένο συναίσθημα και η ψυχή επιθυμεί την αντίθετη κατάσταση»(Πλ.Φιλ.41c). Τόσο η ηδονή όσο και ο πόνος επιδέχονται το  «περισσότερο και το λιγότερο». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε τον υπάρχοντα πόνο προσδοκώντας την αναμενόμενη ηδονή μεγαλύτερη από όση τελικά θα αποδειχθεί ή υπερεκτιμούμε τον πόνο σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα ηδονή(Πλ.Φιλ.41e-42c).
Oι αντίπαλοι του Φίληβου υποστηρίζουν ότι για να κατανοήσουμε τελικά τι είναι ηδονή, καλό είναι να μελετήσουμε τις βιαιότερες ηδονές(Πλ.Φιλ.45a) ,τις σωματικές. Εδώ γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ενάρετο βίο και σ΄ αυτόν της αμαρτίας. (Πλ.Φιλ.45d-e). Οι βίαιες ηδονές  κάνουν τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με μανία στο βίο της αμαρτίας, ενώ ο ενάρετος βίος χαρακτηρίζεται από εγκρατείς ηδονές.
          Ηδονές δημιουργούνται όταν «μια ασυνείδητη διεργασία κένωσης ακολουθείται από μια ασυνείδητη διεργασία πλήρωσης.»
Ο Πλάτωνας και στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.64a-65b)υποστηρίζει την ίδια θέση: Οι ηδονές αποτελούν αιφνίδιες και σημαντικές αναπληρώσεις μιας κένωσης, τόσο ήπιας και βαθμιαίας ώστε δε μεταβιβάζεται στην έδρα της συνείδησης.
Οι ηδονές που προκύπτουν από την αισθητική απόλαυση  της μελέτης των σχημάτων, χρωμάτων, φθόγγων και οσμών είναι αμιγείς, γιατί η έντασή τους δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση ούτε επιφέρουν κάποιον πόνο.(Πλ.Φιλ.51ab).  Στην κατηγορία αυτή των αμιγών ηδονών εντάσσονται και οι διανοητικές ηδονές της μάθησης.
Στη διάκριση των ηδονών σε αληθινές και ψεύτικες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αληθινές αυτές που χαρακτηρίζονται από το μέτρο και τη γνησιότητα,  ενώ ψεύτικες αυτές που δεν είναι γνήσιες και διαφέρουν από την αλήθεια.(Πλ.Φιλ.52cd-53c), γιατί γνώρισμά τους είναι η αμετρία. Μια μικρή ηδονή απαλλαγμένη εντελώς από λύπη είναι πιο αληθινή και ωραία από άλλες μεγάλες αλλά ανάμεικτες με λύπες.(Πλ.Φιλ.52b-53c)
Αν χρειαστεί να αξιολογήσουμε τις καθαρές και τις μεικτές ηδονές, θα πρέπει να πούμε ότι η καθεμία έχει διαφορετική αξία  στην ανθρώπινη ζωή.(Πλ.Φιλ.55c-59d). Πάντως ο άριστος βίος πρέπει να αποτελεί συγκερασμό της ευφυούς δραστηριότητας και της ηδονής(Πλ.Φιλ.59e-66d) Το έργο αυτό μοιάζει με την παρασκευή ενός ηδύποτου, όπου η ηδονή είναι το μέλι και η ευφυής σκέψη είναι το νερό(Πλ.Φιλ.61c) Το ζήτημα είναι πώς θα αναμειχθούν στη σωστή αναλογία.
Πάντως ο Πλάτωνας σε μια κλίμακα αξιολόγησης κατατάσσει στην πρώτη θέση το μέτρο, στη δεύτερη την αναλογία, την ωραιότητα, την πληρότητα, στην τρίτη την ευφυία και τη σοφία, στην τέταρτη τις επιστήμες, τις τέχνες και τις σωστές πεποιθήσεις και στην πέμπτη, τις ηδονές , σωματικές και μη.(Πλ.Φιλ.66a-d)
          Εκείνο που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία. Ως προς το μέτρο, η ηδονή τείνει φανερά προς την υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτε εμμετρώτερον από το νου και την επιστήμη. Τέλος ως προς το κάλλος, οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο άσχημες, ώστε τις κρύβουμε στο σκοτάδι, ενώ στο νου και τη φρόνηση, αν και ποτέ δεν τα είδε κανείς, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο(Πλ..Φιλ.64c-66a)(Τ. Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.216-7)
          Στην προσπάθεια  να συνδέσουμε  την  ηδονή  με  το  καλό υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι η ευφυία είναι πολύ καλύτερη για την ζωή του ανθρώπου από την ηδονή. Το συμπέρασμα όμως που προκύπτει είναι ότι ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία μπορούν μόνα τους να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, αφού κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο.

ΜΝΗΜΗ-ΑΝΑΜΝΗΣΗ

          Στη δεύτερη κλάση ηδονών και λυπών όλα εξαρτώνται από τη μνήμη. Κάποιες σωματικές διεργασίες, πριν ακόμη φθάσουν στην ψυχή εξουδετερώνονται ενώ άλλες καταφέρνουν να διεισδύσουν. Οι πρώτες είναι ασυνείδητες ενώ οι δεύτερες συνειδητές.  Η αίσθηση είναι η κίνηση που επηρεάζει  μαζί το σώμα και την ψυχή.(Πλ.Φιλ.34a) Η μνήμη αφορά στη διατήρηση της αίσθησης, ενώ η ανάμνηση αποτελεί την ανάκτηση από την ίδια την ψυχή μιας χαμένης μνήμης ή αίσθησης .(Πλ.Φιλ.34bc). Η ανάμνηση είναι στοιχείο που συμπεριλαμβάνει ο Πλάτωνας σε όλα τα έργα  μύθους του..
 Στην «Πολιτεία», η ψυχή καλείται να θυμηθεί τη γνώση που είχε για την ιδέα, όταν ήταν στον άλλο κόσμο, γιατί η γνώση αυτή θα της εξασφάλιζε την αθανασία της.  Η εκλογή του κλήρου στηρίζεται στην ανάμνηση αυτής της πείρας και της ζωής.(Πλ.Πολ.619d).
«Η ζωή εδώ επάνω στη γη πρέπει να έχει εσωτερικό σύνδεσμο με την  άλλη ζωή, η χρονικότητα πρέπει να καταλήγει στην αιωνιότητα. ΄Ότι γίνεται εδώ, αξίζει απόλυτα και εκεί. Η μνήμη κρατάει και όσα γίνονται εκεί και όσα γίνονται εδώ. ΄Ετσι έχει η ψυχή και η ζωή ενότητα. Τούτο είναι η βασική προϋπόθεση για όλη τη σύνθεση του μύθου…Όπως ο μύθος του ΄Ερωτα συνδέει τη θνητή με την αθάνατη φύση, όμοια και ο μύθος της αναμνήσης ενώνει τη θνητή με την  αθάνατη γνώση, τη χρονική πείρα με την πανεύτυχη όραση της ιδέας, για να δείξει,  ότι ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στα απόλυτα αυτά άκρα και πρέπει να την αρμόζει σε κάποια ενότητα….Τότε μόνον ωριμάζει ο άνθρωπος και συντάσσεται σε προσωπικότητα»(Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.345-6)
          Το έργο της ανάμνησης είναι πολύ σημαντικό΄ σκοπός της είναι η ενότητα της προσωπικότητάς μας, το γνώθι σ’αυτόν στο οποίο αφιέρωσε όλη την ζωή του ο Σωκράτης, για να μας επαναφέρει σε σχέση με τον εαυτό μας και την ολότητα του κόσμου.

ΓΝΩΣΗ

Ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος που αναγνωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα των αισθήσεων στην αληθινή γνώση είναι αυτός του «Θεαίτητου».
Τι όμως είναι η γνώση; Ο Θεαίτητος  υποστηρίζει ότι «η γνώση (επιστήμη) είναι απλώς αντίληψη (αίσθησις).» Αυτό, θα πει στη συνέχεια ο Σωκράτης ότι φαίνεται ισοδύναμο με τη ρήση του Πρωταγόρα(Πλ.Θεαίτ.152a) «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή, ό,τι φαίνεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτό και υπάρχει για εκείνον. Η αίσθησις  αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος  αλάνθαστη και ταυτίζεται με τη βέβαιη γνώση, δηλαδή την επιστήμη(Πλ.Θεαίτητ. 152c)
Πώς ερμηνεύεται αυτή η θέση;
Δεν πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο, αλλά για την πραγματικότητα που ζει κάθε άνθρωπος, και που δεν μπορούν να αντιληφθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο καθένας γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του. Είναι πολύ δύσκολο, ως σπάνιο, να συμπέσουν οι πραγματικότητες δύο ανθρώπων.
«Δεν υπάρχουν καν δύο κόσμοι που να έχουν κοινό έστω και ένα συστατικό´  γι’  αυτό ακριβώς μπορεί να υποστηριχτεί ότι καθένας είναι αλάνθαστος ως προς το δικό του ιδιωτικό κόσμο. Ο Πρωταγόρας δεν αρνείται  τη θεμελιακή «αντικειμενικότητα» του ιδιωτικού κόσμου κάθε ανθρώπου εκφράζοντας μάλλον τη σχετικότητα κάθε αλήθειας, γιατί τίποτε δεν είναι «απόλυτα» μεγάλο ή  «απόλυτα» θερμό. Σχετικά με κάποιο άλλο πρότυπο σύγκρισης το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό ή ψυχρό. Οτιδήποτε θεωρούμε υπαρκτό είναι δημιούργημα της κίνησης. Αυτό εξάλλου, δίδαξαν όλοι οι σοφοί, από τον Ηράκλειτο και τον ΄Ομηρο ως τον Επίρχαμο, εκτός από τον Παρμενίδη(Πλ.Θεαίτ. 152e)
΄Ολος ο ανθρώπινος βίος συνίσταται σε κίνηση και δράση, ενώ η παύση της κίνησης ερμηνεύεται ως στασιμότητα ή θάνατος(Πλ.Θεαίτ.152c-153d)
          Όταν δύο σύνολα παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο, γίνεται κάποια μεταβολή, ως συνέπεια αυτής της παρέμβασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βλέπουν το ίδιο πράγμα και οι δύο παράγοντες, καθώς μεταβάλλονται(Πλ.Θεαίτ. 153e) Τα ανθρώπινα αισθητήρια και ο εξωτερικός κόσμος είναι σύνολα κινήσεων, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό,  προϊόν τόσο του ανθρώπινου νου όσο και του περιβάλλοντός του.(Πλ.Θεαίτ.154b)
Η γνώση ταυτίζεται με την αισθητηριακή αντίληψη.  Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον, όπως π.χ. ένα ζώο.
Επίσης,  αφού κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή;
 Η, όταν ο αγράμματος βλέπει γραπτό κείμενο, καταλαβαίνει το περιεχόμενό του ή μήπως η αισθητηριακή του αντίληψη επαρκεί μόνο για το σχήμα και το χρώμα των γραμμάτων;
Η σύνολη απάντηση που δίνεται είναι ότι η αλήθεια  είναι σχετική, καθότι το κριτήριο της αλήθειας είναι υποκειμενικό και δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνολική κρίση των ανθρώπων που αποτελεί και τη σοφία της ανθρωπότητας.
      Η γνώση είναι υποκειμενική, γιατί ο κριτής έχει δικά του κριτήρια και επηρεάζεται από την κατάσταση που βρίσκεται. Η κρίση του αποτελεί την υποκειμενική του πραγματικότητα. ΄Ετσι η αλήθεια ερμηνεύεται με μια εγωκεντρική λογική, δεν υπάρχει  αντικειμενική κρίση, οπότε όλες οι έννοιες είναι σχετικές. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας νόμος αντικειμενικά αποδεκτός, που να μπορεί να επιβάλλει κοινή συμπεριφορά στους λαούς και ταυτόχρονα να είναι αρεστή από όλους. Άλλο σημαντικό στοιχείο της σχετικοκρατίας είναι η ύπαρξη νόμων και  κανόνων που διαφέρουν όμως από πολιτεία σε πολιτεία χωρίς όμως οι νόμοι της μιας να είναι  πιο αληθείς ή ψευδείς από της άλλης . Φύση και έθιμο κωδικοποιούν  κανόνες που συντελούν στην αρμονική συμβίωση .
     Η εγωκεντρική ηθική οδηγεί σε συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών και η μόρφωση των νέων γίνεται με παραδοσιακούς νόμους, όχι διότι η παράδοση είναι αληθινή αλλά γιατί η υπακοή της βοηθά στην κοινωνική προσαρμογή.
     Υπάρχει όμως κάποιος που να κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους άλλους; Ναι΄ κι αυτός είναι ο δάσκαλος, του οποίου η κρίση και η γνώση της αλήθειας είναι ανώτερη από αυτή των μαθητών (Πλ. Θεαίτ. 167,c,d,179b) . Ο γνώστης μιας αλήθειας αποτελεί  τον ειδήμονα για το συγκεκριμένο θέμα και είναι καλύτερος κριτής από τους άλλους . Η υπεροχή της σοφίας του στο θέμα κάνει την κρίση του αποδεκτή από όλους. 
Η όλη φιλοσοφία οδηγεί στο ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι αληθινές´ ακόμη και στον άριστο  κριτή υπάρχουν ψευδείς κρίσεις. Ο εγωκεντρισμός δεν αφήνει περιθώρια για να γίνει αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η στήριξη των κρίσεων έρχεται από την αισθητική και δοξαστική δύναμη της ψυχής, οι οποίες μπορεί να έχουν ανακόλουθες συνέπειες για την αλήθεια των πραγμάτων, καθότι κρίσεις και αισθήσεις μπορούν να δώσουν και ψευδείς πληροφορίες.
 Ο Πλάτωνας αποδέχεται τη λογική της ψυχής, την ξεχωρίζει από τη δοξαστική, και δέχεται την υπεροχή του λόγου με βάση τον οποίο ξεχωρίζει την αληθινή γνώση από τη δοξασία. Η κρίση της λογικής οδηγεί στην αληθινή γνώση, ενώ η δοξασία προέρχεται από αισθητικές καταστάσεις και στηρίζεται στην κρίση της πίστης(Πλ.Θεαίτ.201d)
Μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου συνδετικός κρίκος είναι η φαντασία και όχι η συμμετοχή του λογικού στοιχείου στη δόξα.. Υπάρχει ακρότητα στην κρίση της αλήθειας, καθώς ο κριτής περιορίζεται στο αισθητικό επίπεδο της γνώσης και φυσικά δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Ο ορισμός της γνώσης δε γίνεται εφικτός στο Θεαίτητο και το αδιέξοδο οφείλεται στο αισθητικό και κριτικό επίπεδο της γνώσης. Η όλη αδυναμία στηρίζεται στην απουσία της διαλεκτικής μεθόδου. Λύση δίνει ο Πλάτωνας χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια μέσα από τα οποία η ψυχή θα φτάσει στην αληθινή γνώση. Χρησιμοποιεί τη νόηση για να ανακαλύψει και να συλλάβει τις ιδέες που συντελούν στη διαλογική διαδικασία για τη γνώση. Η ψυχή κατά τη διαλεκτική διαδικασία μέσα από τις ιδέες δίνει εξήγηση του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Πλάτωνας φτάνει στην αληθινή γνώση μέσα από τη νόηση και την τοποθετεί στον κόσμο των ιδεών.
Ταυτίζει τη νόηση με τη γνώση. Η αλήθεια γίνεται γνωστή μέσω των ιδεών, τις οποίες αποκαλύπτει μέσω της διαλεκτικής και  της νόησης. Η αληθινή γνώση των πραγμάτων εξάγεται από τη  διαλεκτική κατά την  οποία η νόηση κατανοεί τα πράγματα, η μελέτη των οποίων στηρίζεται στην πρώτη αρχή του όντος»(Πλ.Πολιτ.511cd). Oι πλατωνικές ιδέες είναι λογικές έννοιες και υπάρχουν στις έννοιες των λόγων και όχι στις προτάσεις.
          Κυρίαρχη θέση στις πλατωνικές ιδέες έχει η ύψιστη ιδέα του αγαθού. Αυτή βρίσκεται υπεράνω των άλλων και είναι η ιδέα του όντος. Αλλά και όλες οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από την ύλη και υπάρχουν χωριστά. Η ψυχή γνωρίζει τα πράγματα από τις κοινές ιδέες που είναι λογικές έννοιες ομοιότητας και ανομοιότητας, ταυτότητας και διαφοράς, ενότητας-πολλαπλότητας-αντίθεσης. Συνολικά αποτελούν μια λογική δομή για την εξήγηση του όντος  από τις δύο απόψεις του (Πλ.Θεαίτ.185cd).
Συνεπώς, αντικειμενική γνώση είναι η γνώση του όντος που ταυτίζεται με την ιδεώδη πραγματικότητα. Η διαλεκτική με την ανάλυση και τη σύνθεση των ιδεών συντελεί αναμφισβήτητα στην αληθινή γνώση του όντος.