Translate

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΛΩΤΙΝΟ


                

                       Δρ  ΤΣΩΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   
                                              


Τι είναι αίσθηση;  Αίσθηση είναι η παραδοχή της μορφής(Πλ. Ενν.Ι,126)
Το σώμα που έχει ζωή συμμετέχει  στις αισθήσεις και στα πάθη που προκύπτουν από αυτές.(Πλ. Ενν. Ι,4,5-7)
Η εξωτερική αίσθηση είναι η αντανάκλαση της αίσθησης της ψυχής, που είναι η πιο αληθινή και απαθής θεώρηση των μορφών. Από τις μορφές γεννιούνται οι σκέψεις, οι γνώμες και οι διανοητικοί όροι  και η ψυχή δέχεται την ηγεμονική θέση που έχει αυτή και μόνο στο έμβιο.
Η αίσθηση είναι αντίληψη όχι των νοητών αλλά μόνο των αισθητών πραγμάτων΄  η ψυχή πρέπει να συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με τα αισθητά αντικείμενα μέσω των πραγμάτων που έχουν ομοιότητα με αυτά και να αποκαθιστά κάποια επικοινωνία γνώσης ή βιωμάτων με αυτά(Πλ. Ενν., Απορίες σχετικά με την ψυχή(Γ)ή περί όψεως, 1,6-10).
Η αίσθηση  είναι ο αγγελιοφόρος μας, βασιλιάς όμως για εμάς, υποστηρίζει ο Πλωτίνος,  είναι ο νους. Είμαστε κι εμείς βέβαια βασιλιάδες, όταν βρισκόμαστε σε συμφωνία μ΄ εκείνον.(Πλ. Ενν.V, Περί των Γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα, 3,45-46)
Η αίσθηση υπάρχει χάρη  στο αισθητικό τμήμα της ψυχής. Το ίδιο το αισθητικό δεν κινείται.(Πλ. Ενν.,Ι,6,12) .Γιατί δεν αισθάνεται το αισθητικό αλλά το Είναι που κατέχει αυτό το μέρος της ψυχής.(Πλ. Ενν.,6,9-11)
 Η αίσθηση είναι σαν μια κίνηση που διατρέχει το σώμα και καταλήγει στην ψυχή.( Πλ. Ενν. Ι,6,10-11) Η ψυχή κινείται όταν γεννά την αίσθηση που συνδέεται με την εκδήλωσή της και τη φυσική δύναμη που εκτείνεται μέχρι τα φυτά.( Πλ. Ενν., Σχετικά με το πνεύμα που μας έλαχε,1,2-5)
Ο Πλωτίνος στην έννοια της κίνησης διακρίνει σωματικές και ψυχικές κινήσεις, ενώ τις ψυχικές τις διακρίνει σε λογικές και άλογες. Επίσης  ξεχωρίζει την κίνηση σε ποιητική και παθητική. Η κίνηση είναι «ίδιον γένος», πριν το ποιείν και το πάσχειν (Πλ.Ενν.,VI,3,21,6-9)                                                                          περισσότερα.....




ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ




                                                                                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ   Μ.Ε.   ΤΣΩΝΗ
                                                                                                                 Δρ       ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

         
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια.
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς.  Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του για να είναι επαρκής; Τι είναι το καλό; Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Ηδονή ή ευφυία; Τι  είναι η γνώση; Πώς φθάνουμε σ’ αυτή; Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον; Αν κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή; Οι παραπάνω ερωτήσεις θα αποτελέσουν έναυσμα προβληματισμού για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση της έννοιας της αισθητικής.

            Η αντίληψη που έχει ο Πλάτωνας για την επιστήμη, ζητά να βρει την αλήθεια στο άφθαρτο και αιώνιο ον των Ιδεών. «Στους διαλόγους του οι Ιδέες επωμίζονται πολλαπλούς ρόλους. Αποτελούσαν τους κοινούς χαρακτήρες μιας ομοειδούς ομάδας αντικειμένων, σχέσεων ή ηθικών κρίσεων, τους ορισμούς και την ουσία των πραγμάτων, τα νοητά παραδείγματα που με επιτυχία μιμούνταν τα αισθητά, τέλος,  τα αίτια της ύπαρξης των αισθητών. Συλλαμβάνονταν ως νοητές οντότητες απρόσιτες στην ανθρώπινη αίσθηση, ανεξάρτητες, αυτοτελείς και οντολογικά ανώτερες συγκριτικά με τα αισθητά, χωρίς καμία συμπλοκή ή επικοινωνία μεταξύ τους.»(Β.Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, σελ.131).
Η σχέση τους με τα αισθητά αποτελεί μια σχέση μέθεξης και μίμησης΄ η δε ποιοτική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου μετριάζεται με τη μέθεξη στο νοητό, αφού τα αισθητά λαμβάνουν ύπαρξη και όνομα από τις Ιδέες που εκδηλώνονται στην περιοχή του αισθητού.
          Ο Πλάτωνας αποφεύγει στον Τίμαιο κάθε έκφραση που θα έδινε την εντύπωση της «άμεσης επαφής ή της αμοιβαίας διείσδυσης αισθητών και Ιδεών». Η ανεξαρτησία όμως αυτών των δύο οντολογικών επιπέδων κατοχυρώνεται με την εισαγωγή της Χώρας, που λειτουργεί «ως επιφάνεια αντικατοπτρισμού και παρεμβάλλεται ανάμεσα στις Ιδέες και τα αισθητά». ΄Ετσι, η χώρα γίνεται η έδρα των αισθητών, και λειτουργεί, όπως ο καθρέφτης στον οποίο σχηματίζονται τα είδωλα των Ιδεών. Τα αισθητά περιφέρονται ως φαντάσματα άλλων πραγμάτων, ως εφήμερες σκιές διαφορετικών αντικειμένων. Γι΄ αυτό δεν έχουν αυθεντική ύπαρξη.
          Την αισθητή από τη νοητή σφαίρα τη χωρίζει πάντοτε ένα χάσμα΄ η αισθητή σφαίρα είναι ένα παράδειγμα, ένα εποπτικό σημάδι, που υποδηλώνει ένα νόημα.
«Μέσα σε όλα αυτά που ρέουν και φεύγουν γύρω μας και μέσα μας κρατιέται η ενότητα του εαυτού μας, που διαπιστώνει και τη ροή των άλλων και το πέρασμά της από τη μια κατάσταση στην άλλη…..Τα δεδομένα των αισθήσεων και όλες οι καταστάσεις του εαυτού μας δεν υπάρχουν παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά οργανώνονται μέσα μας και συντάσσονται σε ενότητες, και οι ενότητες πάλι αυτές συναρμόζονται σε μια καθολική ενότητα του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου. (Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.251)       Τα αισθητά και οι Ιδέες δεν έχουν τίποτε κοινό. Τα αισθητά είναι επιφαινόμενα, ασταθή προϊόντα της αλληλεπίδρασης των Ιδεών και της Χώρας, χωρίς αυτόνομη αιτιακή δυνατότητα και αυθεντική ύπαρξη. Η Ιδέα, συνεπώς, είναι ουσία, ενώ το αισθητό σχετική οντότητα («όχι τούτο αλλά τοιούτον») 
          Κορυφαία των Ιδεών αποτελεί η Ιδέα του Αγαθού. Αυτή είναι η έσχατη αρχή της γνώσης και της ύπαρξης, εμπεριέχει και ενεργοποιεί όλες τις άλλες ιδέες, κάνει τα όντα να υπάρχουν και να γίνονται γνωστά, - όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα αισθητά να γίνονται γνωστά, να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, έτσι το αγαθό φωτίζει το νοητό κόσμο με την αλήθεια. Στις περιοχές του όντος κορυφαίο είναι το Εν. Ακολουθούν με τη σειρά οι Ιδέες, τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά και η ύλη.
          Σύμφωνα με τους οπαδούς της αέναης ροής των πάντων, τα αισθητά αποτελούν συνάρτηση των αισθητηρίων οργάνων μας και του περιβάλλοντός μας γενικότερα.(Πλ.Θεαίτ.153c)
Ο Δημόκριτος πάλι, υποστηρίζει ότι «οι αισθήσεις είναι στιγμιαίο προϊόν της φυσικής επαφής κι ότι οι αισθητές ιδιότητες δεν έχουν σταθερό χαρακτήρα. Η αίσθηση είναι ένα αποτέλεσμα της αλλοίωσης στο σώμα μας, που προκαλείται από τη σύγκρουση ατόμων που βγαίνουν από το αντικείμενο της αντίληψης, ότι η σωματική μας κατάσταση μεταβάλλεται από την ηλικία και άλλες αιτίες, ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.» Υποστηρίζει, επίσης, ότι στην περίπτωση της όρασης, τα άτομα από το αντικείμενο δεν μπαίνουν απευθείας στο μάτι, αλλά συναντούν απορροές του ματιού και σχηματίζουν μαζί τους μια εικόνα που μπαίνει στο μάτι»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.68-9)
          Στον Τίμαιο η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σε εξωτερικά σώματα΄ η κίνηση τότε, μεταδίδεται στην ψυχή και δημιουργείται αίσθηση, γιατί συμβαίνει τα περισσότερα μέρη του σώματος να διαθέτουν ευκινησία.(Πλ.Φιλ.64ab)
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το αισθητό και αισθανόμενο υφίστανται όσο διαρκεί η διαδικασία της αντίληψης. Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας δέχεται ότι τα αισθητά μεταβάλλονται αδιάκοπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική επιστήμη γι΄ αυτά,   σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι αμετάβλητες.
Τα αισθητήριά μας είναι τα όργανα με τα οποία αισθανόμαστε. Οι αισθήσεις καταλήγουν σε μια ιδέα. Τέλος, το κοινό που υπάρχει στα αισθητά, το συλλαμβάνουμε μόνο με την ψυχή.(Πλ.Θεαίτ.184b-186e)
          Στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.37b2) ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του κόσμου αντιλαμβάνεται το νοητό και αισθητό, το αισθητό και τις ιδέες. Κι ο αισθητός κόσμος όμως, δικαιώνεται, ανήκοντας στο μεγάλο παιχνίδι ισορροπιών της ζωής. «Είναι μέρος της ζωής όμοιο με τα άλλα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι το σώμα και τις κατώτερες ψυχές τις δημιούργησαν  σοφοί θεοί κατά το πρότυπο του Δημιουργού, δείχνει ότι και στον αισθητό κόσμο έφτανε μια ανταύγεια της αιώνιας ζωής.»(Τ.Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.177)      
          Βασική αρχή της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι το θαυμάζειν(Πλ.Θεαίτ.155d). Ενώ ο Θεός είναι σοφός, ο Φιλόσοφος βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, διακατέχεται από ένα συνεχή πόθο για την αληθινή σοφία.  ΄Ετσι η Φιλοσοφία αποτελεί τον έρωτα του φιλοσόφου για τις Ιδέες΄ δεν είναι τέλεια επιστήμη αλλά διανοητικό φως που τρέφεται από τον έρωτα, μια επίμονη προσπάθεια σε μια γνώση που ποτέ δε θα γίνει κτήμα των θνητών.
Από την άλλη, με την αισθητική, την κριτική δηλαδή, ενέργεια  ο φιλόσοφος στοχαστής θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Η αισθητική είναι μια ιδιάζουσα και πολύ λεπτή σχέση της ψυχής μας με τον κόσμο, μια στάση ζωής του εαυτού μας προς τα αντικείμενα.. Για να πάρει το εγώ μας μια αισθητική στάση απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση από αυτά, να τα κοιτάξουμε με άλλα μάτια, και να τα ακούσουμε με άλλο όργανο. “Για τον άνθρωπο των αδάμαστων ζωικών ορμών, όπως και για τον άνθρωπο που όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας, το ωραίο του Αισθητικού είναι μια ανώφελη πολυτέλεια. Εκείνος ωραίο ονομάζει το ακμαίο και το ώριμο ή το χρήσιμο.”(Ε.Παπανούτσου, Αισθητική, σελ.15)  
Πολλοί που αγνοούν, αγνοούν την άγνοιά τους, γι΄ αυτό δεν αισθάνονται την ανάγκη της φιλοσοφίας.. Αυτοί σαφώς, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν γνώση των όντων. Μοιάζουν να κοιμούνται, εφόσον δε βλέπουν μέσα στα όμορφα αντικείμενα την παρουσία της Ομορφιάς, το μόνο που κάνουν είναι να ταυτίζουν τα ομοιώματά της μ΄ εκείνη. Η διάνοιά τους αδυνατεί να γνωρίσει και να αγαπήσει τη φύση της Ομορφιάς.(Πλ.Πολ.V 476bd) Αυτοί είναι οι φιλόδοξοι, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που γνωρίζουν ότι η ομορφιά είναι μοναδική, ενιαία, ανάλλαγη στην ουσία της(Πλ.Πολ.V475e-476c,476a) και που με την παρουσία της γαληνεύει ο στοχασμός μας. Την ενότητα αυτή τη χαρίζει στον Πλάτωνα η ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Ο φιλόσοφος με την ιδέα της ομορφιάς και την ιδέα του αγαθού κατορθώνει να φτάνει στο είναι του κόσμου.
Συγκρίνοντας ο Πλάτωνας  την Τέχνη με την Επιστήμη θέτει τον όρο πως είναι ανόητο να ψάχνουμε στο έργο τέχνης την αλήθεια της επιστήμης. “Η επιστήμη δουλεύει με τη νόηση- τον καθαρό λόγο θα λέγαμε- ενώ η τέχνη πλησιάζεται με τις αισθήσεις. Αυτή η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που θα αποτελέσει κτήμα ες αεί της φιλοσοφίας και θα θεμελιώσει κάθε προσπάθεια φιλοσοφικής αισθητικής στα νεότερα χρόνια, έχει χαραχτεί με απόλυτη σαφήνεια από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία(Πλ.Πολ.VII529a-530c)”(Μ.Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η Τέχνη, σελ.237)
Τα όντα μπορούν να ληφθούν μόνο με τη νόηση και το λόγο, όχι με την αίσθηση. Πίσω από την αίσθηση υπάρχει η νόηση, πίσω από τα αισθητά τα νοητά. Με τα μάτια του σώματος δε βλέπουμε την αρχή των όντων, γιατί δεν είναι ορατή, μα με τα μάτια της ψυχής, που η «κρυμμένη λαμπεράδα των είναι η νόηση». Με τη νόηση αγγίζουμε πραγματικά την αρχή του κόσμου, όπως κι αν την ορίσουμε. Κάθε αισθητή παράσταση αποτελεί μόνο εικόνα που απέχει πολύ από την αλήθεια εκείνων (Πλ.Πολ.VII529d) Το μέτρο της επιστήμης, που είναι το μέτρο της αλήθειας, δε χρησιμεύει στην τέχνη που δημιουργεί μια εικόνα αισθητή.
          Για να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης με το απόλυτο αισθητικό κριτήριο της αισθητικής συγκίνησης, της αισθητικής ηδονής, πρέπει αυτό να μην κλείνει ούτε το ελάχιστο ηθικό, θεωρητικό ή πραχτικό στοιχείο.  Να στοχεύει αποκλειστικά στην ευχαρίστηση, χωρίς όμως να έχει κάποια αποφασιστική σημασία για την αξία του. Η αποτίμησή του συνεπώς, πρέπει να γίνει με κριτήρια την ηδονή, την  ωφέλεια και την αλήθεια.
          Προκειμένου να καλύψουμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά και εμπεριστατωμένα το κεφάλαιο της αίσθησης, θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με το καλό, τις ηδονές, τη μνήμη-ανάμνηση και τη γνώση.  
KAΛΟ

Υπάρχει μια υπέρτατη «Ιδέα», το Καλό ή Είδος του Καλού, που αποτελεί ύψιστο αντικείμενο μελέτης του φιλοσόφου, και μια  ανώτερη επιστήμη, η «διαλεκτική», που ρόλος της είναι  να οδηγεί άμεσα στη θέαση αυτού του «καλού».Το καλό δεν αποτελεί  αληθινή υπόσταση ούτε ουσία, αλλά βρίσκεται  πέρα κι από τις δύο, αποτελώντας την πηγή της υπόστασης κάθε πράγματος.
Η «Ιδέα του Καλού»  αποτελεί για τα αντικείμενα  και τη γνώση ό,τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Δηλαδή, καθιστά όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης γνωστά με το είναι, την ουσία τους.
Ανάμεσα στις Ιδέες, το Καλό κατέχει ανώτερη θέση. Ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, της οποίας η θέαση θυμίζει το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιστημονική γνώση είναι γνώση Ειδών και ότι το Καλό είναι ανώτερο από τα Είδη, τότε το σύνολο των Ειδών αποτελούν εκφάνσεις του Καλού.
          Το Καλό είναι Ιδέα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός, γιατί Θεός είναι η τέλεια καλή ψυχή. Δεν είναι Ιδέα ούτε Είδος, γιατί το Είδος του Καλού είναι «η υπερβατική πηγή της υπόστασης και νοησιμότητας κάθε άλλου πράγματος». Η Ιδέα του Καλού είναι υπέρτατη αξία, πηγή κάθε αξίας και πηγή κάθε ύπαρξης.
Μάλιστα το καλό  θεάται μόνο όποιος το βιώνει. Γι΄ αυτό ο «φιλόσοφος», όπως λέγεται στην «Πολιτεία», με την πλούσια κοινωνική του δράση αλλά και τον ηρωικό του χαρακτήρα φτάνει στις ανώτατες βαθμίδες της επιστήμης, καθώς τον φωτίζει η θέαση του Καλού.
          Αυτό που απασχολεί έντονα τον Πλάτωνα  είναι να προσδιορίσει τι άραγε είναι «καλό»  για τον άνθρωπο ειδικά(Πλ.Φιλ.11a-20b). Αν έχουμε κατά νου ότι στόχος πρέπει να είναι ο άριστος βίος, ούτε η καθαρή ηδονή ούτε η καθαρή σκέψη μπορούν να αποτελέσουν το καλό. Αν βέβαια, έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο, η σκέψη θα ήταν η προτιμότερη επιλογή. Συγκεκριμένα στον πλατωνικό «Φίληβο», όταν ο Φίληβος θεωρεί πως η ηδονή, η χαρά και η απόλαυση είναι το καλό, ο Σωκράτης αμφισβητεί και προτείνει τη σκέψη, τη νοημοσύνη, τη μνήμη, και τη σωστή κρίση, για όποιον μπορεί να τα χαρεί.(Πλ.Φίλ.11b) O Σωκράτης ενστερνίζεται πως δεν υπάρχει καλό ειδικά για τον άνθρωπο, γιατί το καλό από μόνο του είναι καθολικό. ΄Ενας νοήμων άνθρωπος εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει πως η χρήση της ευφυίας είναι πολύ καλύτερη από την ηδονή. Αυτό σημαίνει ότι το καλό δεν είναι ούτε το ευχάριστο συναίσθημα ούτε η σκέψη καθαυτή. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, τότε θα διαλέγαμε τη σκέψη, ως πιο συγγενικό στο απόλυτα καλό για τον άνθρωπο(Πλ.Φιλ.11e).
Φυσικά, ο άνθρωπος στη ζωή του χρειάζεται και τα δύο για να είναι επαρκής. Ζωή που διέπεται μόνο από συναίσθημα προσιδιάζει μόνο τα κτήνη ή τα φυτά, από την άλλη, ζωή μόνο με σκέψη είναι ίδιον του Θεού. Συνεπώς, το καλό για τον άνθρωπο συνίσταται και στις δύο μεταβλητές.(Πλ.Φιλ.22c)
          Οι άνθρωποι, καλοί ή κακοί, διέπουν τη ζωή τους έχοντας διάφορες προσδοκίες χαράς ή λύπης για το παρόν και μέλλον τους.(Πλ.Φιλ.39d-e) Συμβαίνει όμως, στους καλούς ανθρώπους που είναι θεοφιλείς, αγαπητοί δηλαδή στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους να ικανοποιούνται, ενώ στους κακούς να μην ικανοποιούνται(Πλ.Φιλ.40a-b). «Ο καλός απολαμβάνει την προσδοκία των εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο΄ ο κακός χαίρεται με ονειροπολήματα αιφνίδιου πλουτισμού κλπ., γεγονότα που δε συμβαίνουν στον κόσμο όπως τον δημιούργησε ο Θεός»(A.E.Taylor, Πλάτων ο άνθρωπος και το έργο του, σελ.481)
          Βέβαια, προκειμένου να ζήσουμε ως άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους, αφενός πρέπει να γνωρίζουμε «τα  αληθέστατα», δηλαδή τις αληθινές γνώσεις των άγχρονων πραγμάτων, της καθαυτής αρετής, και την ευφυία που χρειάζεται η χρήση τέτοιας γνώσης(Πλ.Φιλ.62a-d)  και μετά ίσως μπορούμε να δεχτούμε τις κατώτερες ηδονές και τέχνες(Πλ.Φιλ.61e)
Το καλό συνεπώς, συνίσταται στο «μεικτό βίο». Κι επειδή ο παράγοντας που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλεί σύγχυση.. ΄Ετσι, το καλό αποτελεί μορφή του ωραίου (καλού), γιατί το μέτρο και η αναλογία είναι τα μυστικά του κάλλους((Πλ.Φιλ.64c-e). Μάλιστα, το μέτρο-αναλογία, η ωραιότητα, η αλήθεια ή πραγματικότητα ενυπάρχουν στο καλό ως τρία είδη ιδέας και συμβάλλουν στην αρετή του “μείγματος”(Πλ.Φιλ.65c).
Συμπερασματικά οφείλουμε να πούμε πως ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία  μόνα τους μπορούν να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, γιατί κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο. Εξάλλου, η ευφυία συνδέεται με τον άριστο βίο για τον άνθρωπο, ο οποίος και απολαμβάνει τη διανοητική δραστηριότητα.(Πλ.Φιλ.66d-67b)

HΔΟΝΕΣ

          Στην ερώτηση τι είναι το καλό, ο Φίληβος μιλά για την «ηδονή», τη χαρά και απόλαυση (Πλ. Φιλ.11a). Η «ηδονή» συνδέεται κυρίως με τον ακόλαστο βίο, τη μωρία και τις εξωφρενικές ονειροπολήσεις.  Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τις ηδονές, θα ήταν λάθος να τις χαρακτηρίζαμε όλες οπωσδήποτε καλές(Πλ.Φιλ.12d). Η φράση «η ηδονή είναι καλή» υπονοεί ότι υπάρχουν ηδονές καλές αλλά και κακές. ΄Ολες βέβαια είναι ευχάριστες(Πλ.Φιλ.13a) . Τίθεται όμως το ερώτημα αν υπάρχουν διακρίσιμα είδη ηδονής και πόσα(Πλ.Φιλ.19b)
Σε σχέση με το καλό, μπορούμε να πούμε  ότι η ηδονή δεν είναι αυτό το ίδιο το καλό, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα δεχόταν να διάγει μια ζωή αποκλειστικά έντονων απολαύσεων. Η ευτυχία συνίσταται όχι   μόνο σε πληρότητα ευχάριστου συναισθήματος αλλά και  σε σκέψη και νοητική δραστηριότητα. Απαιτείται δηλαδή, μια μεικτή ζωή.
Στην Πολιτεία καθορίζεται ότι η ηδονή και η λύπη τόσο της ψυχής όσο και του σώματος είναι μια κίνηση(Πλ.Πολ.Θ583e). Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη κίνησης, ησυχία. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση  ως ηδονή ή λύπη, όμως μπροστά στις αληθινές ηδονές  αυτές οι δήθεν ηδονές  είναι «φαντάσματα». Τέτοιες είναι αυτές που ξεκινούν από το σώμα και κατευθύνονται προς την ψυχή, αλλά και όσες ηδονές ή λύπες οφείλονται στην προσδοκία (Πλ.Πολ.Θ583c-584c)
Η ηδονή, όπως και ο πόνος,  ανήκουν στην κλάση του “απείρου”, αφού κανένα δεν έχει από τη φύση του ελάχιστο ή μέγιστο όριο (Πλ.Φιλ.27a) Εκείνο μέσα στο οποίο δημιουργείται η ηδονή ή ο πόνος είναι πάντοτε ένα ον ζωντανό, το ον που αισθάνεται την ηδονή, και το οποίο ανήκει στην «κλάση των μεικτών», εφόσον ο οργανισμός του αποτελεί σύνθεμα πλήθους συστατικών(Πλ.Φιλ.31c).
Διατάραξη της ισορροπίας των συστατικών του οργανισμού, συνεπάγεται τον πόνο, ενώ η αποκατάσταση της διατάραξης, επιφέρει την ηδονή(Πλ.Φιλ.31d-e)
Aυτό είναι ένα πρώτο είδος ηδονής, που οφείλεται σε άμεση επίδραση σωματικών καταστάσεων επάνω στην ψυχή. ΄Όμως η ψυχή μόνη της, χωρίς το σώμα, προσδοκώντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να αισθανθεί ηδονή ή λύπη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδιάμεσο είδος ηδονής, που εξαρτάται από διεργασίες διανοητικές και δε συνοδεύεται από διατάραξη ή αποκατάσταση της οργανικής ισορροπίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση ο πόνος ή η ηδονή ανήκουν στην ίδια την ψυχή (Πλ.Φιλ.32c). Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο είδος-κατάσταση, ουδέτερη συναισθηματικά, στην οποία η ισορροπία διατηρείται χωρίς καμία παρέκκλιση στη μια ή άλλη κατεύθυνση(Πλ.Φιλ.32e). Μια τέτοια κατάσταση  συνιστά ο διανοητικός βίος, που είναι άριστος, γιατί είναι απαλλαγμένος από πόνους και ηδονές  (Πλ.Φιλ.32b). Οι ηδονές αυτές εξαρτώνται από τη νοερή προσδοκία χωρίς καμία παρούσα σωματική διεργασία.
Η θεωρία ότι μια ηδονή ή μια λύπη αποτελούν ό,τι ακριβώς αισθανόμαστε, γιατί η ουσία τους δεν είναι άλλη  από το γεγονός ότι γίνονται αισθητές, δεν αρμόζει στη σκέψη  του Σωκράτη. Είναι διαφορετικό΄- όταν κρίνουμε, εκφέρουμε κρίση για κάτι.- από το- όταν αισθανόμαστε ευχαριστημένοι, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι. Ας περάσουμε τώρα στους ανθρώπους. Οι ηδονές των κακών ανθρώπων είναι ψεύτικες, γιατί τις αντλεί από προσδοκίες που δε θα εκπληρωθούν. Πρόκειται για  ηδονές γελοιογραφία της γνήσιας ηδονής. Ενώ των καλών ανθρώπων, που ως τέτοιοι άνθρωποι είναι αγαπητοί στο Θεό, οι ευχάριστες προσδοκίες τους ικανοποιούνται, κι έτσι «απολαμβάνουν την προσδοκία εξελίξεων εναρμονισμένων με την τάξη που ο Θεός διατηρεί στον κόσμο.»(Πλ.Φιλ.40a-c) Πάντως, κακή ηδονή σημαίνει την «ψευδή» ή «απατηλή» ηδονή.(Πλ.Φιλ.41a-b).
Τι συμβαίνει όμως, όταν υπάρχουν ανικανοποίητες ορέξεις, και η ψυχή ποθεί να ξεφύγει από αυτήν τη δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση; Τότε «το σώμα παρέχει ένα ορισμένο συναίσθημα και η ψυχή επιθυμεί την αντίθετη κατάσταση»(Πλ.Φιλ.41c). Τόσο η ηδονή όσο και ο πόνος επιδέχονται το  «περισσότερο και το λιγότερο». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να υπερεκτιμήσουμε τον υπάρχοντα πόνο προσδοκώντας την αναμενόμενη ηδονή μεγαλύτερη από όση τελικά θα αποδειχθεί ή υπερεκτιμούμε τον πόνο σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα ηδονή(Πλ.Φιλ.41e-42c).
Oι αντίπαλοι του Φίληβου υποστηρίζουν ότι για να κατανοήσουμε τελικά τι είναι ηδονή, καλό είναι να μελετήσουμε τις βιαιότερες ηδονές(Πλ.Φιλ.45a) ,τις σωματικές. Εδώ γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ενάρετο βίο και σ΄ αυτόν της αμαρτίας. (Πλ.Φιλ.45d-e). Οι βίαιες ηδονές  κάνουν τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται με μανία στο βίο της αμαρτίας, ενώ ο ενάρετος βίος χαρακτηρίζεται από εγκρατείς ηδονές.
          Ηδονές δημιουργούνται όταν «μια ασυνείδητη διεργασία κένωσης ακολουθείται από μια ασυνείδητη διεργασία πλήρωσης.»
Ο Πλάτωνας και στον Τίμαιο(Πλ.Τιμ.64a-65b)υποστηρίζει την ίδια θέση: Οι ηδονές αποτελούν αιφνίδιες και σημαντικές αναπληρώσεις μιας κένωσης, τόσο ήπιας και βαθμιαίας ώστε δε μεταβιβάζεται στην έδρα της συνείδησης.
Οι ηδονές που προκύπτουν από την αισθητική απόλαυση  της μελέτης των σχημάτων, χρωμάτων, φθόγγων και οσμών είναι αμιγείς, γιατί η έντασή τους δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση ούτε επιφέρουν κάποιον πόνο.(Πλ.Φιλ.51ab).  Στην κατηγορία αυτή των αμιγών ηδονών εντάσσονται και οι διανοητικές ηδονές της μάθησης.
Στη διάκριση των ηδονών σε αληθινές και ψεύτικες, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αληθινές αυτές που χαρακτηρίζονται από το μέτρο και τη γνησιότητα,  ενώ ψεύτικες αυτές που δεν είναι γνήσιες και διαφέρουν από την αλήθεια.(Πλ.Φιλ.52cd-53c), γιατί γνώρισμά τους είναι η αμετρία. Μια μικρή ηδονή απαλλαγμένη εντελώς από λύπη είναι πιο αληθινή και ωραία από άλλες μεγάλες αλλά ανάμεικτες με λύπες.(Πλ.Φιλ.52b-53c)
Αν χρειαστεί να αξιολογήσουμε τις καθαρές και τις μεικτές ηδονές, θα πρέπει να πούμε ότι η καθεμία έχει διαφορετική αξία  στην ανθρώπινη ζωή.(Πλ.Φιλ.55c-59d). Πάντως ο άριστος βίος πρέπει να αποτελεί συγκερασμό της ευφυούς δραστηριότητας και της ηδονής(Πλ.Φιλ.59e-66d) Το έργο αυτό μοιάζει με την παρασκευή ενός ηδύποτου, όπου η ηδονή είναι το μέλι και η ευφυής σκέψη είναι το νερό(Πλ.Φιλ.61c) Το ζήτημα είναι πώς θα αναμειχθούν στη σωστή αναλογία.
Πάντως ο Πλάτωνας σε μια κλίμακα αξιολόγησης κατατάσσει στην πρώτη θέση το μέτρο, στη δεύτερη την αναλογία, την ωραιότητα, την πληρότητα, στην τρίτη την ευφυία και τη σοφία, στην τέταρτη τις επιστήμες, τις τέχνες και τις σωστές πεποιθήσεις και στην πέμπτη, τις ηδονές , σωματικές και μη.(Πλ.Φιλ.66a-d)
          Εκείνο που καθιστά καλό ένα μείγμα είναι το μέτρο και η αναλογία. Ως προς το μέτρο, η ηδονή τείνει φανερά προς την υπερβολή, ενώ δεν υπάρχει τίποτε εμμετρώτερον από το νου και την επιστήμη. Τέλος ως προς το κάλλος, οι εντονότερες ηδονές είναι τόσο άσχημες, ώστε τις κρύβουμε στο σκοτάδι, ενώ στο νου και τη φρόνηση, αν και ποτέ δεν τα είδε κανείς, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο(Πλ..Φιλ.64c-66a)(Τ. Αρβανιτάκης, Πλάτων περί της κινήσεως, σελ.216-7)
          Στην προσπάθεια  να συνδέσουμε  την  ηδονή  με  το  καλό υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι η ευφυία είναι πολύ καλύτερη για την ζωή του ανθρώπου από την ηδονή. Το συμπέρασμα όμως που προκύπτει είναι ότι ούτε η ηδονή ούτε η ευφυία μπορούν μόνα τους να αποτελέσουν το καλό για τον άνθρωπο, αφού κανένα δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό χωρίς το άλλο.

ΜΝΗΜΗ-ΑΝΑΜΝΗΣΗ

          Στη δεύτερη κλάση ηδονών και λυπών όλα εξαρτώνται από τη μνήμη. Κάποιες σωματικές διεργασίες, πριν ακόμη φθάσουν στην ψυχή εξουδετερώνονται ενώ άλλες καταφέρνουν να διεισδύσουν. Οι πρώτες είναι ασυνείδητες ενώ οι δεύτερες συνειδητές.  Η αίσθηση είναι η κίνηση που επηρεάζει  μαζί το σώμα και την ψυχή.(Πλ.Φιλ.34a) Η μνήμη αφορά στη διατήρηση της αίσθησης, ενώ η ανάμνηση αποτελεί την ανάκτηση από την ίδια την ψυχή μιας χαμένης μνήμης ή αίσθησης .(Πλ.Φιλ.34bc). Η ανάμνηση είναι στοιχείο που συμπεριλαμβάνει ο Πλάτωνας σε όλα τα έργα  μύθους του..
 Στην «Πολιτεία», η ψυχή καλείται να θυμηθεί τη γνώση που είχε για την ιδέα, όταν ήταν στον άλλο κόσμο, γιατί η γνώση αυτή θα της εξασφάλιζε την αθανασία της.  Η εκλογή του κλήρου στηρίζεται στην ανάμνηση αυτής της πείρας και της ζωής.(Πλ.Πολ.619d).
«Η ζωή εδώ επάνω στη γη πρέπει να έχει εσωτερικό σύνδεσμο με την  άλλη ζωή, η χρονικότητα πρέπει να καταλήγει στην αιωνιότητα. ΄Ότι γίνεται εδώ, αξίζει απόλυτα και εκεί. Η μνήμη κρατάει και όσα γίνονται εκεί και όσα γίνονται εδώ. ΄Ετσι έχει η ψυχή και η ζωή ενότητα. Τούτο είναι η βασική προϋπόθεση για όλη τη σύνθεση του μύθου…Όπως ο μύθος του ΄Ερωτα συνδέει τη θνητή με την αθάνατη φύση, όμοια και ο μύθος της αναμνήσης ενώνει τη θνητή με την  αθάνατη γνώση, τη χρονική πείρα με την πανεύτυχη όραση της ιδέας, για να δείξει,  ότι ο άνθρωπος είναι ανάμεσα στα απόλυτα αυτά άκρα και πρέπει να την αρμόζει σε κάποια ενότητα….Τότε μόνον ωριμάζει ο άνθρωπος και συντάσσεται σε προσωπικότητα»(Ι.Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σελ.345-6)
          Το έργο της ανάμνησης είναι πολύ σημαντικό΄ σκοπός της είναι η ενότητα της προσωπικότητάς μας, το γνώθι σ’αυτόν στο οποίο αφιέρωσε όλη την ζωή του ο Σωκράτης, για να μας επαναφέρει σε σχέση με τον εαυτό μας και την ολότητα του κόσμου.

ΓΝΩΣΗ

Ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος που αναγνωρίζει τη μεγάλη σπουδαιότητα των αισθήσεων στην αληθινή γνώση είναι αυτός του «Θεαίτητου».
Τι όμως είναι η γνώση; Ο Θεαίτητος  υποστηρίζει ότι «η γνώση (επιστήμη) είναι απλώς αντίληψη (αίσθησις).» Αυτό, θα πει στη συνέχεια ο Σωκράτης ότι φαίνεται ισοδύναμο με τη ρήση του Πρωταγόρα(Πλ.Θεαίτ.152a) «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή, ό,τι φαίνεται σε κάποιον άνθρωπο, αυτό και υπάρχει για εκείνον. Η αίσθησις  αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος  αλάνθαστη και ταυτίζεται με τη βέβαιη γνώση, δηλαδή την επιστήμη(Πλ.Θεαίτητ. 152c)
Πώς ερμηνεύεται αυτή η θέση;
Δεν πρόκειται για ένα απλό φαινόμενο, αλλά για την πραγματικότητα που ζει κάθε άνθρωπος, και που δεν μπορούν να αντιληφθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο καθένας γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα τον εαυτό του. Είναι πολύ δύσκολο, ως σπάνιο, να συμπέσουν οι πραγματικότητες δύο ανθρώπων.
«Δεν υπάρχουν καν δύο κόσμοι που να έχουν κοινό έστω και ένα συστατικό´  γι’  αυτό ακριβώς μπορεί να υποστηριχτεί ότι καθένας είναι αλάνθαστος ως προς το δικό του ιδιωτικό κόσμο. Ο Πρωταγόρας δεν αρνείται  τη θεμελιακή «αντικειμενικότητα» του ιδιωτικού κόσμου κάθε ανθρώπου εκφράζοντας μάλλον τη σχετικότητα κάθε αλήθειας, γιατί τίποτε δεν είναι «απόλυτα» μεγάλο ή  «απόλυτα» θερμό. Σχετικά με κάποιο άλλο πρότυπο σύγκρισης το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό ή ψυχρό. Οτιδήποτε θεωρούμε υπαρκτό είναι δημιούργημα της κίνησης. Αυτό εξάλλου, δίδαξαν όλοι οι σοφοί, από τον Ηράκλειτο και τον ΄Ομηρο ως τον Επίρχαμο, εκτός από τον Παρμενίδη(Πλ.Θεαίτ. 152e)
΄Ολος ο ανθρώπινος βίος συνίσταται σε κίνηση και δράση, ενώ η παύση της κίνησης ερμηνεύεται ως στασιμότητα ή θάνατος(Πλ.Θεαίτ.152c-153d)
          Όταν δύο σύνολα παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο, γίνεται κάποια μεταβολή, ως συνέπεια αυτής της παρέμβασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βλέπουν το ίδιο πράγμα και οι δύο παράγοντες, καθώς μεταβάλλονται(Πλ.Θεαίτ. 153e) Τα ανθρώπινα αισθητήρια και ο εξωτερικός κόσμος είναι σύνολα κινήσεων, των οποίων η συνάντηση δημιουργεί το αισθητό,  προϊόν τόσο του ανθρώπινου νου όσο και του περιβάλλοντός του.(Πλ.Θεαίτ.154b)
Η γνώση ταυτίζεται με την αισθητηριακή αντίληψη.  Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν μέτρο όλων των πραγμάτων είναι μόνο ο άνθρωπος ή οποιοδήποτε αισθανόμενο ον, όπως π.χ. ένα ζώο.
Επίσης,  αφού κάθε άνθρωπος αποτελεί μέτρο για τη δική του πραγματικότητα, νομιμοποιείται η “διορθωτική” παρέμβαση από το δάσκαλο στην πραγματικότητα του μαθητή;
 Η, όταν ο αγράμματος βλέπει γραπτό κείμενο, καταλαβαίνει το περιεχόμενό του ή μήπως η αισθητηριακή του αντίληψη επαρκεί μόνο για το σχήμα και το χρώμα των γραμμάτων;
Η σύνολη απάντηση που δίνεται είναι ότι η αλήθεια  είναι σχετική, καθότι το κριτήριο της αλήθειας είναι υποκειμενικό και δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνολική κρίση των ανθρώπων που αποτελεί και τη σοφία της ανθρωπότητας.
      Η γνώση είναι υποκειμενική, γιατί ο κριτής έχει δικά του κριτήρια και επηρεάζεται από την κατάσταση που βρίσκεται. Η κρίση του αποτελεί την υποκειμενική του πραγματικότητα. ΄Ετσι η αλήθεια ερμηνεύεται με μια εγωκεντρική λογική, δεν υπάρχει  αντικειμενική κρίση, οπότε όλες οι έννοιες είναι σχετικές. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας νόμος αντικειμενικά αποδεκτός, που να μπορεί να επιβάλλει κοινή συμπεριφορά στους λαούς και ταυτόχρονα να είναι αρεστή από όλους. Άλλο σημαντικό στοιχείο της σχετικοκρατίας είναι η ύπαρξη νόμων και  κανόνων που διαφέρουν όμως από πολιτεία σε πολιτεία χωρίς όμως οι νόμοι της μιας να είναι  πιο αληθείς ή ψευδείς από της άλλης . Φύση και έθιμο κωδικοποιούν  κανόνες που συντελούν στην αρμονική συμβίωση .
     Η εγωκεντρική ηθική οδηγεί σε συντηρητική κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών και η μόρφωση των νέων γίνεται με παραδοσιακούς νόμους, όχι διότι η παράδοση είναι αληθινή αλλά γιατί η υπακοή της βοηθά στην κοινωνική προσαρμογή.
     Υπάρχει όμως κάποιος που να κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους άλλους; Ναι΄ κι αυτός είναι ο δάσκαλος, του οποίου η κρίση και η γνώση της αλήθειας είναι ανώτερη από αυτή των μαθητών (Πλ. Θεαίτ. 167,c,d,179b) . Ο γνώστης μιας αλήθειας αποτελεί  τον ειδήμονα για το συγκεκριμένο θέμα και είναι καλύτερος κριτής από τους άλλους . Η υπεροχή της σοφίας του στο θέμα κάνει την κρίση του αποδεκτή από όλους. 
Η όλη φιλοσοφία οδηγεί στο ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι αληθινές´ ακόμη και στον άριστο  κριτή υπάρχουν ψευδείς κρίσεις. Ο εγωκεντρισμός δεν αφήνει περιθώρια για να γίνει αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η στήριξη των κρίσεων έρχεται από την αισθητική και δοξαστική δύναμη της ψυχής, οι οποίες μπορεί να έχουν ανακόλουθες συνέπειες για την αλήθεια των πραγμάτων, καθότι κρίσεις και αισθήσεις μπορούν να δώσουν και ψευδείς πληροφορίες.
 Ο Πλάτωνας αποδέχεται τη λογική της ψυχής, την ξεχωρίζει από τη δοξαστική, και δέχεται την υπεροχή του λόγου με βάση τον οποίο ξεχωρίζει την αληθινή γνώση από τη δοξασία. Η κρίση της λογικής οδηγεί στην αληθινή γνώση, ενώ η δοξασία προέρχεται από αισθητικές καταστάσεις και στηρίζεται στην κρίση της πίστης(Πλ.Θεαίτ.201d)
Μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου συνδετικός κρίκος είναι η φαντασία και όχι η συμμετοχή του λογικού στοιχείου στη δόξα.. Υπάρχει ακρότητα στην κρίση της αλήθειας, καθώς ο κριτής περιορίζεται στο αισθητικό επίπεδο της γνώσης και φυσικά δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Ο ορισμός της γνώσης δε γίνεται εφικτός στο Θεαίτητο και το αδιέξοδο οφείλεται στο αισθητικό και κριτικό επίπεδο της γνώσης. Η όλη αδυναμία στηρίζεται στην απουσία της διαλεκτικής μεθόδου. Λύση δίνει ο Πλάτωνας χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια μέσα από τα οποία η ψυχή θα φτάσει στην αληθινή γνώση. Χρησιμοποιεί τη νόηση για να ανακαλύψει και να συλλάβει τις ιδέες που συντελούν στη διαλογική διαδικασία για τη γνώση. Η ψυχή κατά τη διαλεκτική διαδικασία μέσα από τις ιδέες δίνει εξήγηση του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Πλάτωνας φτάνει στην αληθινή γνώση μέσα από τη νόηση και την τοποθετεί στον κόσμο των ιδεών.
Ταυτίζει τη νόηση με τη γνώση. Η αλήθεια γίνεται γνωστή μέσω των ιδεών, τις οποίες αποκαλύπτει μέσω της διαλεκτικής και  της νόησης. Η αληθινή γνώση των πραγμάτων εξάγεται από τη  διαλεκτική κατά την  οποία η νόηση κατανοεί τα πράγματα, η μελέτη των οποίων στηρίζεται στην πρώτη αρχή του όντος»(Πλ.Πολιτ.511cd). Oι πλατωνικές ιδέες είναι λογικές έννοιες και υπάρχουν στις έννοιες των λόγων και όχι στις προτάσεις.
          Κυρίαρχη θέση στις πλατωνικές ιδέες έχει η ύψιστη ιδέα του αγαθού. Αυτή βρίσκεται υπεράνω των άλλων και είναι η ιδέα του όντος. Αλλά και όλες οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από την ύλη και υπάρχουν χωριστά. Η ψυχή γνωρίζει τα πράγματα από τις κοινές ιδέες που είναι λογικές έννοιες ομοιότητας και ανομοιότητας, ταυτότητας και διαφοράς, ενότητας-πολλαπλότητας-αντίθεσης. Συνολικά αποτελούν μια λογική δομή για την εξήγηση του όντος  από τις δύο απόψεις του (Πλ.Θεαίτ.185cd).
Συνεπώς, αντικειμενική γνώση είναι η γνώση του όντος που ταυτίζεται με την ιδεώδη πραγματικότητα. Η διαλεκτική με την ανάλυση και τη σύνθεση των ιδεών συντελεί αναμφισβήτητα στην αληθινή γνώση του όντος.




ΕΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ


ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

                                                                                            Δρ.  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΕΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

     Η μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου εποχή γεωγραφικά περιλαμβάνει τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Αραβία, τη Μεσοποταμία ως τον Τίγρη και τις ακτές της Μαύρης θάλασσας.
            Τόσο μεγάλη ήταν η ελληνική επιρροή ώστε και σήμερα ακόμη ανακαλύπτονται πόλεις ελληνικές σε οικισμούς χτισμένες σύμφωνα με αρχιτεκτονικά πρότυπα εδραιωμένα στην Ελλάδα.  Αυτά διαθέτουν θέατρο, αγορά, γυμνάσιο και ναό προς τιμή κάποιου θεού ή θεάς του δωδεκάθεου. Όσο για την ελληνική γλώσσα, αυτή αποτελεί γλώσσα της διοίκησης και των μορφωμένων τάξεων, η lingua franca  της εποχής, απαραίτητο εφόδιο για όσους θέλουν πρόσβαση στην ανώτερη παιδεία.
            Οι βασιλιάδες της εποχής καλούν στην αυλή τους ρήτορες και σοφιστές, φιλοσόφους κι επιστήμονες και συστήνουν φιλοσοφικές Σχολές σε διάφορες πόλεις της Μεσογείου με εξέχουσα την Αλεξάνδρεια. Διάχυτη είναι η αντίληψη ότι Έλληνας είναι όχι αυτός που έχει  γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά αυτός που έχει ελληνική παιδεία-, κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερα τους ανήσυχους νέους της Ανατολής να αποκτήσουν αυτόν τον τίτλο.
            Οι αλλαγές σε όλους τους τομείς είναι καταιγιστικές. Η Δημοκρατία καταλύει και μαζί της χάνεται η ελευθερία των πόλεων αλλά και οι δημοκρατικοί θεσμοί .
            Η θεωρία των Πλάτωνα και Αριστοτέλη για τον άνθρωπο θεωρείται παρωχημένη. Στόχος του ανθρώπου είναι να γίνει κοσμοπολίτης, αγαθός δηλαδή πολίτης αυτού του κόσμου, με κύρια προϋπόθεση την απόκτηση του Λόγου. Οι συνθήκες αλλάζουν ταχύτατα αλλά και η ίδια η φιλοσοφία αλλάζει αργά και σταθερά ενδιαφέροντα και προσανατολισμό.
            Ο Σωκράτης υπήρξε ο φιλόσοφος της πόλης και των δημόσιων χώρων της. Η φιλοσοφία του αφορούσε το κέντρο του άστεως όπου γινόταν καθημερινά οι ζωηρές συζητήσεις των πολιτών και  των νέων. Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου  διεύρυνε  απροσδόκητα τα όρια ζωής των Ελλήνων. Στο Φαίδρο διαπιστώνουμε ότι ο Σωκράτης εκτός των τειχών της Αθήνας χρειάζεται ξεναγό. (Πλάτωνος Φαίδρος,230de)
            Στην ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι επιδιώκουν την αποκέντρωση για περισυλλογή, μελέτη και ησυχία.
Τόσο ο Επίκουρος με το «Λάθε Βιώσας» όσο κι ο Σενέκας «απέφευγε τους πολλούς, απέφευγε τους λίγους, απέφευγε και τον ένα και μοναδικό άνθρωπο»», όσο και ο Πολύβιος, ο Δίων Χρυσόστομος, ο Στωικός Μάρκος Αυρήλιος, ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο Πλωτίνος, ο Ωριγένης, ο ιερός Αυγουστίνος επικροτούν και ενισχύουν αυτήν  την τάση «αναχωρητισμού» και εσωστρέφειας στα χριστιανικά χρόνια.
            Την τάση της αναχώρησης αισθάνονται όλο και πιο έντονα οι κοινωνίες που είναι κουρασμένες από τον εαυτό τους και δεν βρίσκουν άλλες πηγές ζωντάνιας και ανατροφοδότησης. Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραφε σε φίλο του πόσο εκνευρισμένος και δυσαρεστημένος ήταν από την καθημερινότητα που βίωνε και πόσο θα ήθελε να ζει πιο αρμονικά κι ευτυχισμένα.
            Αλλά κι ο Αυγουστίνος γράφει  πως «οι οιμωγές μου είναι μάρτυρες ότι ο εαυτός μου δεν μου αρέσει πια»(Αγ. Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις,7.1.1)  Η καθημερινή δυσφορία που ένιωθε για την ζωή που έκανε ως άνθρωπος του κόσμου τον έκαναν να νιώθει κενός και κατάπτυστος. Οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες των φιλοσόφων, τα μάταια ρητορικά γυμνάσματα, η ευρωστία του λόγου συνέβαλαν στην αρρώστια της ψυχής του. – Η γαλήνη της θα έρθει αργότερα διαβάζοντας τους Ψαλμούς του Δαβίδ, όταν αποσύρθηκε στη γενέτειρά του, στην ηρεμία της κοινοβιακής του ζωής. Όπως παρατηρεί ο P. Brown (P. Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας,σελ.9) τα γραπτά του έχουν μια έντονη προσωπική ποιότητα. Είναι ο δείκτης που σημειώνει τις ανησυχίες της νέας εποχής, και κινείται πέρα από τα όρια του κλασσικού κόσμου. Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έχει συντελεστεί. Είναι τώρα ένας ανακαινισμένος άνθρωπος που με τη χάρη του Θεού έχει πάρει διαζύγιο από τον παλιό εαυτό του και βιάζεται να απαλλαγεί από την εργασία και όλα τα καθήκοντά της. (Αγ. Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις,4.2.2) 
            Ο κόσμος του Σωκράτη που νοιάζεται ώστε να μορφώσει τους πολίτες μιας πόλης να γίνουν καλοί κάγαθοί, πεθαίνει, τείνει όμως να ανατείλει ένας άλλος που θέλει τους πολίτες κοσμοπολίτες ενός απέραντου κόσμου. Στην προσπάθειά του να γεννηθεί, τόσο ο Αυγουστίνος όσο και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας αντλούν από το οπλοστάσιο της ελληνικής φιλοσοφίας και ρητορικής τα εφόδια που χρειάζονται για να εδραιωθούν τα δόγματα της νέας πίστης, ώστε να γίνει μάχιμη και να ανταπεξέλθει στις επιθέσεις των αντιπάλων της εθνικών. 
            Στη σύγκρουση των δύο κόσμων εισέβαλλαν στο προσκήνιο και οι γνωστικοί- το μεγάλο πεσιμιστικό κύμα που σάρωσε τη Δύση. Η προκλητικότητά τους ενόχλησε Χριστιανούς και εθνικούς. Η αθυμία τους, η πικρόχολη διάθεσή τους, η τάση απόρριψης για το καθετί έμειναν στην ιστορία. Πλήρεις έντασης και ταραχής συγκρούονται και μισούν τον κόσμο όσο οτιδήποτε άλλο. Ανασφάλεια, αβεβαιότητα, άνθρωποι νεκροί με αίσθημα σκυθρωπής παραίτησης. «Δεν ζούσα. Έζησα. Δε θα ξαναζήσω. Δεν με ενδιαφέρει» - πρόκειται για τα ύστατα λόγια που απευθύνουν στον κόσμο πάνω από τον τάφο τους οι ανώνυμοι πολίτες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.(Nock Conversion, σελ.246)
«Οι παλιοί θεοί τους κοίταζαν αμήχανα από το Καπιτώλιο, χωρίς να μπορούν να δώσουν αυτό που προσφέρει μια ζωντανή πίστη σε δύσκολους καιρούς, στήριγμα και προστασία και παρηγοριά. Όσο για την Αθηνά ή τον Δία, αυτοί είχαν ξεχαστεί στην κορυφή του Ολύμπου και δεν πετούσαν συχνά πάνω από το Αιγαίο πέλαγος για να βοηθήσουν τον πολίτη της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας ή της Ρώμης που τους είχε ανάγκη.             
            Η Αθήνα έχασε εκείνη τη μοναδική αίγλη της. Τώρα είναι επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γι΄ αυτό αναγκασμένη να υποκύπτει στην κυκλοθυμικότητα των ορέξεων των οποιωνδήποτε αυτοκρατόρων. Οι άνθρωποι όφειλαν να υποταχθούν στη Μοίρα και το Πεπρωμένο τους, εφόσον η Τύχη τους εξαρτιόταν από τους ισχυρούς άνδρες της Ρώμης. Ο κόσμος εγκαταλελειμμένος στις δικές του δυνάμεις, αβοήθητος από κάθε Δία και Αθηνά, γιατί είχαν αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τους σαν τον deum otiosum, τον αδρανή θεό της αρχαϊκής μυθολογίας.
            Μέσα σ΄ αυτόν τον κλονισμό και το εμφανές δράμα της ανθρώπινης ζωής, οι Στωικοί και οι Επικούρειοι φιλόσοφοι έχοντας ως στόχο τους την ηθική προσφέρθηκαν να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους στην ασφάλεια, κάτι που τόσο είχαν ανάγκη λόγω της γενικότερης κατάρρευσης και φθοράς.
            Η φιλοσοφία την εποχή αυτή αποδείχτηκε παρήγορος φίλος και αρωγός στα προβλήματα του ανθρώπου. Οι μαθητές άρχισαν πάλι να μαζεύονται γύρω από ένα δάσκαλο κι έτσι αποκτούσε σκοπό και νόημα η ζωή τους. Είχαν κοινά ιδεώδη, ζωή αφιερωμένη στην προσευχή και τη μελέτη μακριά από τα κάθε είδους βιοτικά προβλήματα. Οι νεοπλατωνικοί κύκλοι συζητούν για το πώς ενώθηκε η ψυχή με το σώμα, ποια είναι η προέλευση του κακού, πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό.   Επειδή το μορφωτικό επίπεδο όφειλε να είναι πολύ υψηλό και οι συμμετέχοντες να διαθέτουν εξαιρετική πνευματική  πειθαρχία, η φιλοσοφία γινόταν απρόσιτη στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού.
Την ίδια εποχή επίσης, η φιλοσοφία διακήρυττε πώς μπορεί να απλοποιεί την ανθρώπινη ζωή,  να ασφαλίζει τον άνθρωπο στην πανοπλία της αυτάρκειάς του κι ότι η τύχη δεν μπορεί να τον βλάψει . (Nock Conversion,σελ.174). 
Γιατί ο άνθρωπος που έχει αγκυροβολήσει με ασφάλεια στο λιμάνι της φιλοσοφίας, είναι πράγματι στο μόνο ασφαλές λιμάνι , λέει ο Πορφύριος. Στη Ρώμη έβρισκε κανείς τα πάντα. Υπήρχαν οι πυρήνες του γνωστικού Βαλεντίνου, «τα παιδιά της κατανόησης της καρδιάς», υπήρχε πλήθος θεών και προφητών που προφήτευαν την καταστροφή του κόσμου, πλανόδιοι ικέτες έξω από τον ναό της Ίσιδας που φώναζαν ότι εξαιτίας των αμαρτιών τους έχασαν το φως τους, υπήρχαν οι ιερείς του Μίθρα ή της Κυβέλης με το κουρεμένο κεφάλι που ζητούσαν ελεημοσύνη και αυτομαστιγώνονταν ή καταριούνταν όσους τους κορόιδευαν. Παντού διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι ο κόσμος έπασχε ή μάλλον όδευε προς τον τερματισμό του. Ο Ωριγένης έλεγε πως ο κόσμος πριν την καταστροφή του θα  δονείται από σεισμούς όλο και πιο συχνά και η ατμόσφαιρα θα μολύνεται ανεπανόρθωτα.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία καταρρέει.
Οι φιλόσοφοι καλούν τους ανθρώπους να τους καθησυχάσουν. Μιλούν για τον Θεό και καταδικάζουν τις αδυναμίες της λαϊκής πίστης. Όμως κι αυτός ο Θεός ήταν σαν τον Δία, μια αφηρημένη φιλοσοφική αρχή, ένα ψυχρό κατασκεύασμα-επινόημα. Όχι θεός λατρείας, όχι αρωγός στην απελπισία του ή σε ώρα ανάγκης.
Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους η δημόσια λατρεία των θεών ξεθωριάζει όλο και περισσότερο, ενώ φαινόμενα προσωπολατρείας και μαζικής κολακείας  σε βασιλιάδες, δικτάτορες και αθλητές πληθαίνουν όλο και περισσότερο.(R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, σελ.209). Αυτή όμως η απιστία συνδέεται άρρηκτα με ένα αίσθημα ανησυχίας. Όμως πολλά πράγματα υπάρχουν στη γη και στον ουρανό που η φιλοσοφία αλλά πολύ περισσότερο ο απλός άνθρωπος νιώθει ανίκανος να αντιμετωπίσει γεγονότα της ζωής με τον καθημερινό υλισμό του, και παρά την όποια οικονομική ή επιστημονική του πρόοδο έρχονται στιγμές που αισθάνεται μόνος κι έχει ξανά την ανάγκη μιας θείας μέριμνας για τις δυστυχίες και τις ασθένειές του.
            Η θρησκεία χάνει χώρο ενώ η λαϊκή μαγεία κερδίζει με εντυπωσιακό τρόπο έδαφος. Πρόκειται για την επιστροφή του Παραλόγου. Βέβαια ο Πλωτίνος στο έργο του «Εναντίον των γνωστικών» αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελληνικής ορθολογικής παράδοσης, όμως τα νέφη ξαναπύκνωσαν μετά τον θάνατό του.(R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, σελ.237)
            Ο Γνωστικός παραπονιέται διαρκώς, κατηγορεί τα πάντα, μισεί τους πάντες, εξεγείρεται, βλασφημεί και παρόλα αυτά συνεχίζει να ζει χωρίς σοφία πιστεύοντας πως θα σωθεί μέσω μυστικών αποκαλύψεων και γητεμάτων.
Ο πλατωνικός φιλόσοφος προσπαθεί να ζήσει εν ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους και σε αρμονία με τον κόσμο, να διατηρήσει καθαρή την ψυχή του και να προετοιμαστεί γαλήνια για το μεγάλο ταξίδι όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου.(Ι Εννεάδα, μτφρ. Π. Καλλιγάς, σχόλιο 1.6.8.16-17)
            Το γνωστικό δόγμα επέκρινε την Πρόνοια, περιφρονούσε τους νόμους, καταργούσε την προαιώνια αρετή, περιγελούσε τη σωφροσύνη, πρέσβευε ότι δεν υπάρχει τίποτε ωραίο, ούτε έμφυτη στο χαρακτήρα δικαιοσύνη, η οποία τελειοποιείται με τη λογική και την εξάσκηση ή με τα μέσα εκείνα με τα οποία μπορεί ο άνθρωπος να γίνει σοφός.(Ενν.2.9.15)
Αυτοί καταργούν το πρότυπο του αρχαίου ελληνικού καλού κ’ αγαθού βίου, ούτε χρειαζόταν τις παλιές αρετές, γιατί  νόμιζαν ότι κατείχαν την υπέρτατη γνώση. Το επαναστατικό πνεύμα τους ήταν απολύτως αδιάλλακτο. Πίστευαν ότι γρήγορα θα παρέλθει αυτή η μορφή αυτού του κόσμου. Η φιλοσοφία τους ήταν μια φιλοσοφία που οδηγούσε στην αναστολή της ίδιας της ζωής, εφόσον κάθε πράξη εσώκλειε μέσα της την αμαρτία.
            Αργότερα ο Χριστιανισμός εδραιώνεται γιατί υπήρξε πνευματικά υγιέστερος από την ομιχλώδη ειδωλολατρία της ύστερης αρχαιότητας. Οι φιλόσοφοι εδώ και εννέα αιώνες εξαντλούνταν σε άκαρπες λογομαχίες και συζητούσαν εντελώς αναποτελεσματικά. Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος κατέρρεε υπό το βάρος  των εναλλακτικών προτάσεων που είχε συσσωρεύσει.
            Ο Χριστιανισμός πήρε από τους ώμους του ανθρώπου το βάρος μιας ελευθερίας που είχε αρχίσει να γίνεται κουραστική και άγονη,  μια αμετάκλητη επιλογή  αλλά κι ο δρόμος για τη σωτηρία ήταν ανοιχτός. Στον ταλαιπωρημένο άνθρωπο της αυτοκρατορίας έδωσε αυτό που χρειαζόταν, ελπίδα, πίστη και σκοπό σε μια ζωή που είχε γίνει ασυνάρτητη από τις πολλές κατευθύνσεις της ώστε να χάνει τελικά το νόημά της.
            Αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος-όπως πρέσβευαν οι Γνωστικοί,- δεν είναι τέκνο του πάνσοφου Δημιουργού, τότε δεν μπορεί να ησυχάσει και να αναπαυθεί στην αγκαλιά του. Δεν μπορούμε να δώσουμε νόημα στην ζωή μας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε να προσπαθήσει ο άνθρωπος για κάποιον άθλο ή διάκριση στο στίβο της ζωής. Υστεροφημία, πολεμική αρετή, ανδρεία, σωφροσύνη, όλα ωχριούν και χάνουν τη σπουδαιότητά τους.
            Εξάλλου ο Χριστιανισμός όφειλε να αποδείξει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια και να μην αλλοτριωθεί από την επίδειξη αυτή. Οι αιρέσεις έδωσαν την ώθηση στην Εκκλησία για συστηματική διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος, καθώς επίσης, τη λογική εξήγηση της διδασκαλίας που υποστήριζε. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι χρησιμοποίησε ως εργαλείο την ελληνική φιλοσοφία, χωρίς να προδώσει τη χριστιανική διδασκαλία  μετατρέποντάς τη σε φιλοσοφική διδασκαλία αναμφίβολης αξίας.
            Ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγιστος, έξω από την κίνηση του σύμπαντος. Είναι Δημιουργός των πάντων. Δημιουργεί μόνο με ένα πρόσταγμά Του. Είναι άυλος, πηγή ζωής, εξέλιξης στην οποία μετέχει όλη η κτίση. Μάλιστα ο Τριαδικός Θεός δε δημιουργείται από την ανθρώπινη ανασφάλεια ώστε να εξηγήσει τις μεταφυσικές του αγωνίες.
Συνεπώς, ο Θεός είναι ζωντανός, αθάνατος, αιώνιος, ζωοποιός δύναμη, συνεχώς αρωγός στην ανθρώπινη τελείωση. Βρίσκεται δηλαδή  σε συνεχή δημιουργική σχέση με τον υλικό κόσμο με θείο σκοπό.
Ο Θεός δεν αποτελεί μια αφηρημένη ιδέα ή απρόσωπη αξία ή αντικειμενικοποίηση του θρησκευτικού βιώματος αλλά  πρόσωπο, Ζων Θεός, ζωοποιός ενέργεια που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο.
            Η ανθρώπινη αξία προσδιορίζεται από τη σφραγίδα του κατ΄ εικόνα Θεού που έχει μέσα του και τη σταδιακή επίτευξη του καθ΄ομοίωσιν ως την τελείωσή του εις τα έσχατα.   



Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

                                                                 
ή
Πώς η πολιτεία θα συμβάλλει σε μια «ακριβεστέραν παιδείαν» των νέων  με στόχο τη γνώση της αρετής  και την έμπρακτη εφαρμογή της
  

                         
   ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ
  Δρ. Φιλοσοφίας


Ποτέ άλλοτε όσο σήμερα δε θα λέγαμε ότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν είναι τόσο επίκαιροι και αναγκαίοι για μελέτη και ανάλυση όλων των  προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε αλλά και για το μείζον θέμα της παιδείας και της εξέλιξης των εκπαιδευτικών συστημάτων. Οι θέσεις των φιλοσόφων για ένα προτεινόμενο εκπαιδευτικό σύστημα είναι διάχυτες σε όλο το έργο τους, εντοπίζονται όμως κυρίως στους πλατωνικούς διαλόγους «Πολιτεία» και «Νόμοι», καθώς και στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, όπου ο ρόλος της παιδείας είναι καίριος για τη συγκρότηση μιας αναπτυγμένης κοινωνίας.
          Η πλατωνική παιδεία είναι το «εν μέγα»1 το οποίο θα συγκροτήσει ηθικά και πνευματικά το άτομο αλλά και ο θεμέλιος λίθος πάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί η ιδεώδης πολιτεία. Η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση, η καλλιέργεια, η «ιθάκη» για την εύρεση της αλήθειας ξεπερνώντας κάθε είδους ψευδαισθήσεις, αμάθειες και σκοταδισμούς  αποτελούν τα σημαντικά εχέγγυα  που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο απομακρυνθεί από τη μεταβλητότητα των αισθήσεων στον άφθαρτο κόσμο των ιδεών.2
Ωστόσο  κάτοχοι γερής και ουσιαστικής παιδείας οφείλουν να είναι όχι μόνο οι φύλακες αλλά και οι άρχοντες οι οποίοι θα ρυθμίσουν τα  εκπαιδευτικά θέματα και θα συμβάλλουν σε μια «ακριβεστέραν παιδείαν» των νέων  με στόχο τη γνώση της αρετής  και την έμπρακτη εφαρμογή της. Σαφώς λοιπόν, για τον Πλάτωνα ιδανική πολιτεία  χωρίς αγωγή και παιδεία δε νοείται.
Έτσι το πλατωνικό ιδεώδες στηρίζεται και εξαρτάται από την ισότιμη παιδαγωγική και πνευματική κατάρτιση των ατόμων αλλά και την ηθική  διάπλασή τους που διαμορφώνεται από το ιδεώδες της ανδρείας, της τιμής, του σεβασμού και αφοσίωσης στην πατρίδα, και την υπακοή στους νόμους. Τότε μόνο η Πολιτεία λειτουργεί ως αρωγός της κοινωνικής ευδαιμονίας  ενώ οι άνθρωποι δεν πέφτουν θύματα της κακοδαιμονίας ένεκα της αμάθειάς τους.3
Βασικοί στόχοι στο πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι η ύπαρξη δημόσιας εκπαίδευσης, η κοινή εκπαίδευση για άνδρες και γυναίκες, με άλλα λόγια η ισότητα των δύο φύλων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η διαμόρφωση ακμαίου πνεύματος αλλά και σώματος , η ηθική αναμόρφωση του πολίτη ενισχύοντας μέσα του τις αρετές της δικαιοσύνης, δηλαδή τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη,4. καθώς και η απομάκρυνση από κάθε είδους μονομέρεια.
Συνεπώς η διαμόρφωση του νεανικού μυαλού απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή. Έτσι η ποίηση που για άλλες προγενέστερες εποχές υπήρξε βασικό εργαλείο μάθησης-παιδείας, τώρα περνά από αυστηρό κριτικό έλεγχο. Ο ψεύτικος-εικονικός κόσμος που παρουσιάζει, η ασέβεια, η αδικία και η άσχημη εικόνα που προβάλλει για τους θεούς, ο φόβος στο θάνατο, η μεγάλη αγάπη για το χρήμα είναι μερικά από τα θέματα που αποτελούν τροχοπέδη στη σφυρηλάτηση μιας ακμαίας ψυχής, έτοιμης να αγωνιστεί για οτιδήποτε. Αυτά χαλαρώνουν τη σταθερότητα της ψυχής, αποδυναμώνουν τον άνθρωπο κάνοντάς τον επιρρεπή στις οποιεσδήποτε απολαύσεις με αποτέλεσμα να ευθύνονται για τη διαφθορά των ηθών, τη ψυχική τους αλλοτρίωση και την παρακμή της πολιτείας. Οι ποιητές όφειλαν να προβάλλουν στα έργα τους υψηλά πρότυπα συμπεριφοράς, τέτοια που θα ενισχύουν το θάρρος , το ήθος, τις αρετές, την ευσέβεια, και θα επιδιώκουν όχι μόνο την  τέρψη αλλά μονομέρεια.
Συνεπώς η διαμόρφωση του νεανικού μυαλού απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή. Έτσι η ποίηση που για άλλες προγενέστερες εποχές υπήρξε βασικό εργαλείο μάθησης-παιδείας, τώρα περνά από αυστηρό κριτικό έλεγχο. Ο ψεύτικος-εικονικός κόσμος που παρουσιάζει, η ασέβεια, η αδικία και η άσχημη εικόνα που προβάλλει για τους θεούς, ο φόβος στο θάνατο, η μεγάλη αγάπη για το χρήμα είναι μερικά από τα θέματα που αποτελούν τροχοπέδη στη σφυρηλάτηση μιας ακμαίας ψυχής, έτοιμης να αγωνιστεί για οτιδήποτε. Αυτά χαλαρώνουν τη σταθερότητα της ψυχής, αποδυναμώνουν τον άνθρωπο κάνοντάς τον επιρρεπή στις οποιεσδήποτε απολαύσεις με αποτέλεσμα να ευθύνονται για τη διαφθορά των ηθών, τη ψυχική τους αλλοτρίωση και την παρακμή της πολιτείας. Οι ποιητές όφειλαν να προβάλλουν στα έργα τους υψηλά πρότυπα συμπεριφοράς, τέτοια που θα ενισχύουν το θάρρος , το ήθος, τις αρετές, την ευσέβεια, και θα επιδιώκουν όχι μόνο την  τέρψη αλλά και την ωφελιμότητα.5.
Σε αντίθεση με την Ποίηση, τα Μαθηματικά κατέχουν σημαντικότατη θέση σε όλο το πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί αυτά εξασφαλίζουν επικυρωμένη γνώση των αιώνιων και αμετάβλητων όντων και αληθειών. Αυτό σημαίνει ότι αν εξοικειωθούμε με την έννοια του μέτρου, μπορούμε να ασχοληθούμε με τα νοητά αντικείμενα και να απαλλαχθούμε από τα αισθητά. Στα Μαθηματικά συγκαταλέγονται η αριθμητική, η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και η αρμονική.6. Την προσφορά τους ο φιλόσοφος την εντόπιζε στην επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής, στην οικονομία, τη δικαιοσύνη και στις τέχνες 7.Παίζουν αξιόλογο ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτήρα, γιατί υποβάλλουν το άτομο σε τέτοιους ερεθισμούς που το αναγκάζουν σε σύντονη πνευματική ενεργοποίηση. Ξυπνούν από τη νωθρότητα και αμάθεια λόγω φύσης και κάνουν τον άνθρωπο «ευμαθή, μνήμονα και αγχίνουν». 8 Εξάλλου, πάντα ο Πλάτωνας πίστευε πως τα μαθηματικά εμπεριέχουν μια ουσιαστικότερη αξία: ότι διευκολύνουν τη στροφή της ψυχής από τη γένεση στην ουσία.
Η εκπαίδευση λοιπόν στα Μαθηματικά, άρχιζε με τη λογιστική, δηλαδή ειδικά παιχνίδια πρακτικής αριθμητικής καθημερινής χρήσης 9 δοσμένα με άμεσο και ευχάριστο εποπτικό χαρακτήρα10 Η αριθμητική περιλάμβανε τη διδασκαλία των  ακέραιων αριθμών με τις ιδιότητές τους. Εδώ έγκειται η βάση κάθε επιστημονικής σκέψης και πρακτικής τέχνης. Με τη  γεωμετρία μετέδιδε την αξία των ορισμών και τη σαφήνεια των πορισμάτων καθώς και την ολική διαδικασία της απόδειξης.11. Η γραμμή, τα σημεία, τα τρίγωνα και τετράγωνα έγιναν χάρη στον πλατωνικό παραγωγικό συλλογισμό και αφαίρεση, σύμβολα και ιδέες , σκιές χειροπιαστών αντικειμένων.  Από την άλλη πλευρά η αρμονία προέκυψε από τη βαθιά πίστη του φιλοσόφου για ένα στοχασμό πάνω στους αρμονικούς αριθμούς με συνολικότερη θεώρηση της φύσης και της τέχνης.12. Προέκυψε δηλαδή από την αναζήτηση της αρμονικής σχέσης των αριθμών.
Η Μουσική επίσης, είναι μάθημα ιδιαίτερης αξίας. Αυτή συνίσταται σε τρία μέρη, το λόγο, την αρμονία και το ρυθμό. Αρμονία και ρυθμός οφείλουν να υποτάσσονται στο λόγο. Έτσι μόνο οι λόγοι των ποιημάτων που συνοδεύονται από ρυθμό ή μελωδία του ίδιου χαρακτήρα αποτελούν μοναδικό κριτήριο κάθε αισθητικής ή ηθικής κριτικής.13. Συνεπώς, το περιεχόμενο της κάθε μορφής και είδους ποίησης περνάει από ιδιαίτερη λογοκρισία και έλεγχο, ώστε  να προφυλάξει από κάθε χαλαρότητα και εξευτελισμό την ψυχή και περαιτέρω την πόλη. Όμηρος, Ησίοδος και άλλοι ποιητές βρίσκονται στο στόχο της πλατωνικής πολεμικής.
Εντρυφώντας περαιτέρω ο Πλάτωνας βλέπει στο λεκτικό τρόπο τη διήγηση, τη μίμηση, κι ένα μικτό είδος μίμησης και διήγησης. Υπόδειγμα διήγησης είναι ο διθύραμβος, μίμησης η τραγωδία και η κωμωδία και μικτού είδους  το έπος. Ως προς τη μίμηση θέτει ο Πλάτωνας τον εξής προβληματισμό΄ επειδή ενδέχεται οι φύλακες να μιμηθούν και  κατώτερης αξίας περιστατικά ή χαρακτήρες, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει η ψυχή τους φαύλη και ποταπή, γι΄αυτό συστήνεται η αποφυγή της. Άρα κωμωδία και τραγωδία  απαγορεύονται ρητά, σε αντίθεση με τη λυρική ποίηση και το διθύραμβο αλλά και το μικτό είδος που εγκρίνονται, γιατί εξυμνούνται μέσα από αυτά το ήθος και οι αρετές των θεών και των ηρώων. Συνεπώς η μίμηση μόνο κατόπι κριτικής σκέψης είναι αναγκαία για την εκπαίδευση των Φυλάκων.
Επειδή απώτατος σκοπός είναι η διαμόρφωση «καλού καγαθού πολίτη», ο γενναίος άνθρωπος με ηρωικό φρόνημα, ο ελεύθερος και χαριτωμένος, ο ειρηνοποιός και σώφρονας  και οι αρμονίες από το χώρο της μουσικής πρέπει να περνούν από αυστηρό έλεγχο και λογοκρισία. Αρμονίες τύπου «μιξολυδικής» ή «συντονολυδικής»  λόγω του θρηνώδη χαρακτήρα τους ή «λυδικής» και «ιωνικής» που ωθούν στη μαλθακότητα και χαλάρωση αποτρέπονται από το πλατωνικό curriculum. Αντίθετα υποστηρίζονται αρμονίες τύπου «δωρικού» και «ιωνικού», η πρώτη για το θαρραλέου χαρακτήρα της , ενώ η δεύτερη για το ειρηνικό και σωφρονιστικό της.14. Τα ίδια ισχύουν και για τους ρυθμούς που πρέπει με ευλάβεια να υπακούν στο λόγο ώστε να μη γίνονται αφορμή για παρεκτροπές των νεαρών φυλάκων από το κόσμιο και ευπρεπές. Μουσική που καταφέρνει να στρέψει τον άνθρωπο στο καλό , την  αρετή, το ωραίο και αληθινό, στο απλό, και συνάμα μουσική σοφία με επιστημονική και φιλοσοφική χροιά υποστηρίζεται αλλά και ολοκληρώνει το πλατωνικό εκπαιδευτικό του σύστημα. Κάθε μορφή εμπειρισμού καταδικάζεται.15.
Επειδή ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως ενιαία ψυχοσωματική και πνευματική οντότητα  η σύζευξη της μουσικής με τη γυμναστική θα συμβάλλει στην υποταγή του σωματικού στοιχείου στο πνευματικό. Το σώμα θα αγγίξει την ψυχή. Η μεν γυμναστική θα επηρεάσει το πνευματικό τμήμα της ψυχής ενώ η μουσική θα καλλιεργήσει το λογικό ή φιλοσοφικό της τμήμα.16 Μουσική και γυμναστική θα εναρμονίσουν τη λογική και το πνεύμα κι αυτές την επιθυμία, ώστε η αρμονία των τριών αρχών της ψυχής και η αρμονία ψυχής σώματος να οφείλονται στην ηθική επίδραση των δυο σημαντικών βαθμίδων της εκπαίδευσης.17 Οποιαδήποτε υπερβολή μπορεί να οδηγήσει στη σκληρότητα ή μαλθακότητα. Πάντως ο αληθινός μουσικός είναι εκείνος που καταφέρνει να ενώσει τη γυμναστική και μουσική στις τέλειες αναλογίες της και στη συνέχεια να τις προσφέρει με μέτρο ως δώρο στην ψυχή.18
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η γυμναστική είναι αδελφή της μουσικής.19 Για την επίτευξη της ψυχοσωματικής ανάπτυξης του ατόμου επιβάλλεται η σύμμετρη σωματική άσκηση και των δύο. Εξάλλου οι φύλακες έχουν απόλυτη ανάγκη από σωματική άσκηση τέτοια που θα τους βοηθήσει να σταθούν ανάλογοι των περιστάσεων στο πολεμικό τους επάγγελμα και τις υποχρεώσεις τους. Η γυμναστική δεν αποτελεί αυτοσκοπό για να κερδίσουν τα μετάλλια  και  τη δόξα, αλλά για να καλλιεργήσουν το θάρρος τους και να διαπλάσουν το πνεύμα τους. Υπερβολική γυμναστική θα οδηγούσε σε τραχύτητα και βιαιότητα, όπως και η υπερβολική μουσική θα έπλαθε μαλθακό και υποταγμένο άτομο.20. Έτσι η πλατωνική γυμναστική συμβάλλει στην υποταγή του ανθρώπινου σώματος στο πνεύμα, στην καλλιέργεια καλού χαρακτήρα.21, στον εμβολιασμό της ψυχής με αυτοπειθαρχία, στη χαλιναγώγηση της «θυμοειδούς φύσης», στην προστασία από τη θηλυπρέπεια και μαλθακότητα αλλά και τη βαρβαρότητα και αναισθησία. Η μουσική δρώντας ως αντιφάρμακο της σωματικής άσκησης, που παρέχει η γυμναστική, τους κάνει να αποκτούν ευρυθμία και οι διηγήσεις της ήθος μετρημένο. Γι΄αυτό παράλληλα με τη μουσική και γυμναστική φρόντιζε ο Πλάτων να παρέχεται καλή λογοτεχνική μόρφωση, ηθική, θρησκευτική και πολιτική αγωγή, ώστε η ορθή παιδεία να συμβάλλει ουσιαστικά στη πλήρη ανάπτυξη του ατόμου αλλά και στην προστασία του από μονομέρειες κάθε είδους που θα οδηγούσαν στον αποπροσανατολισμό τους από το αληθινό και το καλό και αγαθό.
Όμως, ενώ όλα τα παραπάνω μαθήματα βοηθούν το άτομο να φθάσει στην κορυφή του ορατού και να στραφεί η ψυχή προς τον κόσμο των ιδεών, η διαλεκτική θεωρείται η πεμπτουσία της παιδείας, η κορωνίδα εκείνη που θα οδηγήσει τον άνθρωπο απελευθερώνοντάς τον από τις αισθήσεις να πλησιάσει την αλήθεια των πραγμάτων, τις απόλυτες ουσίες μετά από συστηματική σκέψη και λογική έκφραση. Η ενατένιση της ιδέας του αγαθού, της πηγής της αλήθειας και αρχής της ζωής22 είναι αποτέλεσμα μιας επίγειας «ιθάκης», πολύπονης και πολύχρονης φιλοσοφικής προσπάθειας.
Ο Πλάτωνας στους «Νόμους» του συγκεντρώνει τη θεωρία του για την πρέπουσα αγωγή του παιδιού από τη γέννηση ως την ενηλικίωσή του. Η παιδεία ενώ αποτελεί δημόσιο αγαθό, όμως η ανώτερη βαθμίδα παραμένει προνόμιο μόνο των λίγων.
Έτσι η εκπαίδευση περιλαμβάνει τρία στάδια. Το πρώτο καλύπτει την ηλικία 1-3 ετών. 23 Στόχος της εκπαίδευσης εδώ είναι η προσαρμογή στο μέτρο, όπου με την καθοδήγηση μιας επόπτριας τα νεαρά άτομα εξασκούν με ρυθμικές και αυθόρμητες κινήσεις τα μέλη του σώματος. Το δεύτερο στάδιο αφορά στις ηλικίες 4-6 ετών.24 Καταρχήν υπάρχουν οι «νομοφύλακες»25, ελεύθερες γυναίκες που εποπτεύουν τις τροφούς που αναλαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έχουν κάθε δικαίωμα για τιμωρία, στα πλαίσια πάντα του μέτρου και επιτρεπτού. Το τρίτο στάδιο περιλαμβάνει την αγωγή ως την ηλικία των δέκα ετών. Εδώ διαχωρίζεται ο χώρος εκμάθησης στα αγόρια και κορίτσια, όχι όμως και το περιεχόμενο των μαθημάτων.
Ως εδώ η εκπαίδευση είναι μόνο σωματική, ενώ η εγκύκλια παιδεία αρχίζει από την ηλικία από δέκα και εξής. Έτσι, από 10-13 ετών τα παιδιά μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, στοιχεία αριθμητικής, στερεομετρίας και αστρονομίας. Στη συνέχεια μόνο οι καλοί μαθητές συνεχίζουν και επιπλέον μαθαίνουν λύρα και κιθάρα, μαθηματικά και αστρονομία. Αργότερα διδάσκονται φιλοσοφία και λογοτεχνικά κείμενα. Η γυμναστική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής εκπαίδευσης τόσο για τη διάπλαση ωραίου σώματος, όσο και για την ενίσχυση της ψυχής αλλά και την προετοιμασία για τον πόλεμο. Η πάλη, τα αγωνίσματα δρόμου, οι δρόμοι ενός και δύο σταδίων, η ξιφομαχία, το τόξο, το ακόντιο, η σφενδόνη, η ξιφασκία, η στρατοπέδευση και το αγώνισμα του ίππου, καθώς και η διδασκαλία του χορού  συγκαταλέγονται στη γυμναστική των νέων Αθηναίων.
Και στους «Νόμους» η ποίηση υπόκειται σε έναν αυστηρό έλεγχο.26 Ο επιμελητής της παιδείας μεριμνά  για τη διδασκαλία της καλής, νόμιμης και δίκαιης ποιητικής σύνθεσης. Ιδιαίτερα οι ποιητικές συνθέσεις που θα παρουσιάζονταν σε θρησκευτικές εκδηλώσεις 27 ακριβώς επειδή θα συντελούσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ατόμων, έπρεπε να ελέγχονται περισσότερο. Καθώς επίσης, δεν παραχωρούνταν χορός,   αν κρινόταν πως το περιεχόμενό του ήταν ανάξιο να παρουσιασθεί δημόσια.28
Έτσι υπάρχουν δύο είδη χορών, οι σεμνοί και οι φαύλοι. Από τους σεμνούς οι ορχήσεις διακρίνονται στην πολεμική «πυρρίχη» μέσα από την οποία εκφράζεται η ανδρεία, και στην ειρηνική «εμμέλεια», που εκφράζει τη σωφροσύνη και εγκράτεια στις ηδονές σε καιρό ευημερίας.29 Μάλιστα ο Πλάτωνας τονίζει πως λόγω της διαφορετικότητας των δύο φύλων, τα τραγούδια των ανδρών πρέπει να ρέπουν προς την ανδρεία και μεγαλοπρέπεια 30, ενώ των γυναικών στην κοσμιότητα και σωφροσύνη. Κριτές δε της μουσικής και του χορού δεν μπορεί να είναι άλλοι από αυτούς που διακρίνονται για την αρετή και την παιδεία τους 31 και την επιλογή του άριστου.32 Συνεπώς η μουσική ως φορέας ήθους μέσα από τη μίμηση 33 αποσκοπεί στη δημιουργία ευγενών και γενναίων ψυχών.34
          Όσον αφορά τους Φύλακες ο Πλάτωνας απέβλεπε στο να τους παρέχει τέτοιου είδους παιδεία, ώστε να καλλιεργηθεί μέσα τους η ιδέα του Αγαθού 35, για να είναι άξιοι και σε καιρό ειρήνης να αντεπεξέρχονται στα όσα προβλήματα με τη σοφία και την ανδρεία τους, αλλά και σε καιρό πολέμου να είναι άξιοι για σπουδαία έργα.36
Έτσι η παιδεία τους χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Γι΄αυτό  φιλτράρεται από όλες τις μυθολογικές και θεολογικές παραδόσεις και κρατά με σεβασμό ό,τι καλλιεργεί την αρετή, το θάρρος, τον αυτοέλεγχο, την εγκράτεια, τη σοφία, τις σωστές συνήθειες, το σωστό τρόπο σκέψης, την αγάπη στους γονείς και συγγενείς, τη σωματική και πνευματική ανάπτυξη και καλλιέργεια αλλά και την ψυχική ακμαιότητα. Αναγκαία επίσης, ήταν η παραμονή για δύο ή τρία περίπου χρόνια σε κάποιο στρατόπεδο ως την ηλικία των είκοσι ετών, όπου εδώ θα ασχολούνταν συστηματικά με τη γυμναστική, καθώς επίσης θα εμβάθυναν ,όσοι ήθελαν, στις επιστήμες. Γύρω στα τριάντα τους θα έφθαναν στη διαλεκτική εφαρμόζοντας ποικίλες μεθόδους φιλοσοφικού στοχασμού με απώτατο σκοπό να γνωρίσουν την αλήθεια. Από τα τριάντα πέντε ως τα πενήντα τους έπαιρναν όλα τα αξιώματα που τους ταίριαζαν και αν πράγματι έβγαιναν νικητές μέσα από όλες αυτές τις διαδικασίες, τότε θα ήταν άξιοι  για τη διακυβέρνηση της πολιτείας και την επιμόρφωση ανδρών άξιων για τη διαδοχή τους.37
Ακριβώς επειδή η καλή λειτουργία της πολιτείας εξαρτιόταν από τη σωστή εκπαίδευση των φυλάκων, γι΄αυτό η παιδεία τους τύγχανε μεγάλης προσοχής, φροντίδας και μεθοδικού προγραμματισμού.
          Όμως και οι φιλόσοφοι τύγχαναν ιδιαίτερης εκπαιδευτικής προσοχής. Ολοκληρώνοντας την υποχρεωτική τους παιδεία στα είκοσί τους χρόνια όσοι άνδρες ή γυναίκες κατάφερναν να διακριθούν στις στρατιωτικές τους επιδόσεις και τη φιλοσοφική τους παιδεία, εισέρχονταν στην τάξη των φιλοσόφων. Κατόπιν είχαν την ίδια παιδεία μ΄αυτή των φυλάκων για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, ενώ από τα τριάντα πέντε τους έτη και εξής σπούδαζαν ανώτερα μαθηματικά, γεωμετρία, αστρονομία και αρμονία, καθώς και φιλοσοφία, και δοκιμάζονταν σε πολιτικά και διοικητικά αξιώματα στην πόλη. Μετά τα πενήντα τους έτη εκπαίδευαν τους διαδόχους τους σε πολιτικά και διοικητικά θέματα. Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας τους, μετά τα πενήντα τους βέβαια, -έμπειροι σοφίας και φιλοσοφικής καλλιέργειας, και κάτοχοι της αρετής- αποτελεί η μελέτη της διαλεκτικής, μέσω της οποίας έφθαναν κι αυτοί στη θέαση του Αγαθού.38 Σαφώς και η φύση, η μακρόχρονη εκπαίδευση, η επίπονη άσκηση και δοκιμασία συνεργάζονται  στενά για την ανάπτυξη των σωματικών, ψυχικών και πνευματικών χαρισμάτων εκείνων που θα αναλάβουν τις πρώτες και βαρύτερες ευθύνες της πόλης.
          Είναι άξιο αναφοράς ότι ο Πλάτωνας υποστήριζε την ισότητα των δύο φύλων και στην πράξη. Έτσι άνδρες και γυναίκες έπρεπε να δεχθούν ομοιόμορφη αγωγή, ίδια εκπαιδευτικά μέσα, προκειμένου να ανελιχθούν οι άξιοι στα κατάλληλα αξιώματα.39 Βέβαια γνώριζε ο φιλόσοφος ότι οι άνδρες υπερέχουν από τις γυναίκες στη ρώμη και την αντοχή, γι΄αυτό μεριμνούσε τα δέοντα .
          Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι το θέμα της παιδείας για τον Πλάτωνα βρίσκεται στην κορωνίδα της ευρύτερης μεταρρυθμιστικής του προσπάθειας. Αυτή συμβάλλει τόσο στην αρμονική ανάπτυξη όλων των δυνάμεων και ικανοτήτων του ανθρώπου-δηλαδή κάλλος, τελειότητα, υγεία ψυχής και σώματος, καλλιέργεια συναισθημάτων και δεσμών του ατόμου προς το κοινωνικό σύνολο, ενσυναίσθηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του, πειθαρχία,- όσο και σε μια πολιτεία  που διακρίνεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την υπακοή των πολιτών στους νόμους και στους άρχοντες της πόλης, στον ορθολογισμό και την πειθαρχία στις επιταγές της νόησης, στην τήρηση και καλλιέργεια των ηθικών αρχών, στην εργατικότητα, στο ιδανικό της καλοκαγαθίας, στην αγάπη στις αιώνιες ιδέες και την ενατένιση του Αγαθού. Ο κάθε πολίτης έχει καλή γνώση ότι κάθε λανθασμένη εκτίμηση της ελευθερίας, μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην παιδεία και να επιφέρει μύρια όσα κακά.
         Από την άλλη πλευρά ο Αριστοτέλης ξεκινά από τη θέση ότι ο άνθρωπος είναι «ζώον κοινωνικόν»  και «φύσει πολιτικόν», γι΄αυτό θεωρεί την αγωγή μέρος της πολιτικής. Όταν ο άνθρωπος καλλιεργηθεί ψυχοσωματικά , πολιτικά και ανθρωπιστικά, θα είναι χρηστός πολίτης, άξιος  για μια ευτυχισμένη ζωή στα πλαίσια της πόλης κράτους. Μάλιστα η παιδεία θα προσφέρει στον άνθρωπο ό,τι δεν μπορεί να του προσφέρει η φύση.40. Τον οδηγεί στην ελευθερία, την καλοσύνη,41και την αρετή. Το πολίτευμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πολιτικό πνεύμα των νέων. Έτσι ένα υπέροχο πνεύμα γίνεται αίτιο για ένα υπέροχο πολίτευμα. Το να ζει κανείς «χάριν της πολιτείας»42 σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δουλεία αλλά ευδαιμονία τόσο της πολιτείας όσο και του πολίτη. Χρέος της πολιτείας είναι η διά βίου εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των πολιτών περιορίζοντας στο ακέραιο την ατομική πρωτοβουλία 43. Εξάλλου, το άτομο χωρίς την πολιτική κοινωνία είναι άνευ σημασίας. Γι΄αυτό ο κάθε πολίτης οφείλει να διαπαιδαγωγείται στα πλαίσια μιας δημοκρατικής πολιτείας , όπου θα ευνοείται η πρόοδος της δημοκρατικής ζωής. Συνεπώς η αρετή του πολίτη βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την παιδεία και τους νόμους. Παρόλο που η εκπαίδευση έχει δημόσιο χαρακτήρα, ωστόσο το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να είναι έτσι δομημένο ώστε να ενισχύει την προδιάθεση και τις φυσικές ιδιότητες του κάθε ατόμου.
          Βέβαια, βασικές προϋποθέσεις για τη μόρφωση είναι η ανθρώπινη φύση, η συνήθεια και η λογική. Στη συνέχεια με τη συνήθεια και τη βοήθεια των δασκάλων θα αρχίσει η μαθησιακή διαδικασία εκείνη κατά την οποία οι μαθητές θα πράττουν τα ωραία, τα αναγκαία και ωφέλιμα. Η ψυχή διαιρείται στο έλλογο τμήμα της και στο άλογο. Ανώτερο εκ των δύο είναι το πρώτο, το οποίο πρέπει να υπηρετείται από το δεύτερο. Σαφώς η παρεχόμενη παιδεία θα πρέπει να είναι κατάλληλα  δομημένη. Και το έλλογο μέρος όμως της ψυχής υφίσταται διάκριση ανάμεσα στο θεωρητικό και πρακτικό του τμήμα. Κι εδώ ο θεωρητικός λόγος υπερτερεί έναντι του πρακτικού. Έτσι το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να προετοιμάζει όχι αποβλέποντας στον πόλεμο αλλά στην ειρήνη που αποτελεί προϋπόθεση του θεωρητικού βίου.44 Οι αρετές του σώματος πρέπει να υπηρετούν τις αρετές της ψυχής. Στην πόλη πρέπει να υπερτερούν οι αρετές της ανδρείας, ασχολίας, θεωρίας, δικαιοσύνης, σωφροσύνης, καρτερίας αλλά και η φιλοσοφία.
          Επειδή ο άνθρωπος από τη γέννησή του φέρει εν δυνάμει το ορεκτικό, θυμικό και βουλητικό στοιχείο, ενώ ο λόγος και ο νους αναπτύσσονται με το πέρασμα του χρόνου, γι΄αυτό θεωρεί ο Αριστοτέλης πως πρέπει να προηγείται η εκπαίδευση του σώματος από αυτή της ψυχής. Δηλαδή το άλογο μέρος καλλιεργείται πρώτιστα, προκειμένου να υπηρετήσει το έλλογο, δηλαδή την ψυχή.45 Η αγωγή που στοχεύει στην άσκηση της αρετής, θα συμβάλλει και στην ευδαιμονία και κατά συνέπεια στην ηδονή και την  απόλαυση.46 Με τη διευκρίνιση ότι η ευδαιμονία είναι ανεξάρτητη από τα υλικά αγαθά και ότι ο ευδαίμων είναι αυτός που ως λογικό ον, καταφέρνει να αποδώσει τα μέγιστα.
          Βέβαια στο θέμα της αγωγής μπορεί κανείς να συναντήσει άτομα με φυσικές προδιαθέσεις, όπως επίσης και άτομα  φαύλα, τέτοια που αντιστέκονται στο έργο της αγωγής, αλλά και άλλα που ενώ είναι ανεπίδεκτα παιδείας, ωστόσο καθίστανται σπουδαίοι άνδρες. Έτσι, είναι καθόλα εύλογο το γεγονός σε μια πόλη να υπάρχουν όλες οι διαβαθμίσεις, γιατί άλλο είναι το δέον κι άλλο αυτό που οι φυσικές καταβολές καθορίζουν.47. Ανεξάρτητα από αυτό όλοι οι πολίτες πρέπει να μορφώνονται, για να υπάρξει ομαλή κοινωνική συμβίωση και ευρυθμία.
Στην όλη αγωγή τονίζεται τόσο η πλευρά του ηθικού οικοδομήματος όσο και αυτή της διανοητικής ανάπτυξης, που χρήζει μακρόχρονης υποστήριξης από αξιόπιστους δασκάλους48, σωστού οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος49 αλλά και της κληρονομικότητας. Το ηθικό ιδεώδες της αρετής πρέπει να αποτελεί μέλημα του ατόμου-πολίτη50. Αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της  άσκησης της ψυχής απέναντι στις ορμές  και τα πάθη. Περαιτέρω οι ηθικές αρετές - π.χ. γενναιοδωρία, σωφροσύνη51, -απορρέουν από την άσκηση του ανθρώπου να ξεχωρίσει με το λόγο και τις πράξεις του από τα ζώα και αποκτώνται με τον εθισμό 52, ενώ οι διανοητικές ,- όπως σοφία, σύνεση, φρόνηση, -αποκτώνται με τη μάθηση.
          Κάθε αρετή αποτελεί μια μέση κατάσταση μεταξύ μεταξύ δύο ακροτήτων, δηλαδή της έλλειψης και της υπερβολής53, ωστόσο δεν επιδέχεται καμιά υπερβολή γιατί αποτελεί κάτι απόλυτο. Έτσι ο άνθρωπος προκειμένου να καταστεί ενάρετος και σπουδαίος, πρέπει οι φυσικές του προδιαθέσεις, ο εθισμός και ο λόγος 54 να είναι σε αρμονία.  Στο ρόλο του εθισμού ο Αριστοτέλης ρίχνει ιδιαίτερο βάρος, γιατί σε συνδυασμό με τη μίμηση 55, έμφυτο στοιχείο στον άνθρωπο, στηρίζεται η μάθηση, ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου. Είναι γνωστό σε όλους πως η συναναστροφή με αγαθά και ενάρετα άτομα επιδρά στη διαμόρφωση χρηστών χαρακτήρων.
          Επίσης κατά τη διδασκαλία οι μέθοδοι της επαγωγής και του συλλογισμού, η εποπτική διδασκαλία  αλλά και  η εξατομικευμένη εξαίρονται ιδιαίτερα.56. Πάντως η εμπειρία είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης 57 και επίμονης άσκησης 58 ως φυσική απόρροια, γιατί καθετί καταναγκαστικό επιφέρει το αντίθετο. Έτσι το «μανθάνειν» αφορά και την  απόκτηση γνώσης αλλά και την εφαρμογή της.
          Συνεπώς, ως προς την παρεχόμενη εκπαίδευση από την πολιτεία προηγείται η εξάσκηση του σώματος, έπεται η καλλιέργεια του άλογου μέρους της ψυχής, δηλαδή του επιθυμητικού της  και ακολουθεί η παίδευση στο «ορεκτικόν», δηλαδή του νου. Όλη αυτή η εκπαίδευση στοχεύει στο να μάθουν να κρίνουν σωστά και να χαίρονται με τα ευπρεπή ήθη και τις καλές πράξεις.
          Βασικά και αναγκαία μαθήματα που πρέπει να διδάσκονται οι νέοι είναι η ανάγνωση, η γραφή, η γυμναστική, η ιχνογραφία και η μουσική, προκειμένου να αποκτήσουν εκείνη τη σωστή αγωγή που ταιριάζει σε ελεύθερους πολίτες , ευαισθησίες αλλά και εχέγγυα για την κάλυψη πρακτικών, θεωρητικών και αισθητικών αναγκών τους .
          Αξίζει εδώ να αναφερθούμε και στις συμβουλές που δίνει ο φιλόσοφος γύρω από το θέμα της ευγονίας. Θεωρεί πως η κατάλληλη ηλικία για γάμο στις μεν γυναίκες είναι το 18ο ενώ στους άνδρες το 38ο, και αντίστοιχα η παιδοποιία πρέπει να συντελείται για τις γυναίκες ως τα 50 τους ενώ για τους άνδρες ως τα 70 τους χρόνια. Μικρής ηλικίας γυναίκες όταν τεκνοποιούν υποφέρουν περισσότερο κατά τον τοκετό, ενώ η συνουσία είναι προτιμότερο να γίνεται το χειμώνα.59. Η άμβλωση επιτρέπεται προκειμένου να αποφευχθούν αναπηρίες. Η δε έγκυος είναι θεμιτό να βγαίνει έξω, ώστε να εκπληρώνει τις θρησκευτικές της και άλλες υποχρεώσεις.
          Η εκπαίδευση των παιδιών αρχίζει από τη γέννησή τους. Έτσι ως την ηλικία των εφτά χρονών υποστηρίζεται η φυσική κατάσταση των παιδιών με επιλεγμένα κινητικά παιχνίδια , η πνευματική με τη διήγηση  παραμυθιών από παιδονόμους και την παροχή ερεθισμάτων τέτοιων που θα διεγείρουν το νου τους.60 Οτιδήποτε δίνεται στα παιδιά πρέπει να είναι απαλλαγμένο από καθετί επιβλαβές για την ηθικότητά τους. Η επιβολή τιμωρίας και ποινών ενδείκνυνται για το σωφρονισμό τους. Πάντα όμως προηγείται ο διάλογος και η νουθεσία έναντι της βίας. Πλήρης ελευθερία για συμμετοχή σε διάφορα συμπόσια δίδεται μόνο όταν ο άνθρωπος έχει πλήρως παιδευτεί κι έτσι έχει την ωριμότητα για αυτοπροστασία.61. Συγκεκριμένα από το 5ο ως το 7ο έτος της ηλικίας γίνεται μια πρώτη επαφή των μαθητών με μαθήματα που θα διδαχθούν αργότερα.
          Στην ηλικία των 7-14 ετών παρέχεται μια πιο θεωρητική μόρφωση. Γράμματα, γυμναστική, μουσική και γραφική καλύπτουν το σχολικό πρόγραμμα σπουδών.62 Στην όλη παιδευτική διαδικασία, που δεν είναι κάτι στατικό και μονοσήμαντο, ο παιδαγωγός παιδεύει αλλά και παιδεύεται, δεν αποτελεί αυθεντία ενώ ο μαθητής πάντα ωφελείται από το σωστό παιδαγωγό.
          Οι παιδαγωγοί είναι παιδοτρίβες και γυμναστές, δάσκαλοι και παιδονόμοι. Οι πρώτοι ασχολούνται με τη σωστή άθληση των μαθητών τους , κάποτε μάλιστα τους αναλαμβάνουν και για πρωταθλητισμό με το κατάλληλο πρόγραμμα σπουδών. Οι δεύτεροι αρχικά για την επιλογή των κατάλληλων προτύπων συμπεριφοράς, την προστασία των νέων από κακόβουλες παρέες, π.χ. δούλων -ως αρνητικά πρότυπα μίμησης για τη διαμόρφωση ενός υψηλού βαθμού παιδαγωγίας-, αλλά και για την επίβλεψη των σωματικών και στρατιωτικών ασκήσεων των εφήβων. Εξάλλου , η αγωγή των πρώτων χρόνων της ζωής είναι καθοριστικής σημασίας για τη μελλοντική τους συμπεριφορά.63
          Ειδικά στην εποχή του Αριστοτέλη ο θεσμός της ιδιωτικής εκπαίδευσης ήταν πολύ διαδεδομένος. Παιδιά εύπορων οικογενειών τύγχαναν διδασκαλίας κατ΄οίκον, όμως η στάση τους απέναντι στους δασκάλους τους διακρίνονταν από έλλειψη σεβασμού και αυθάδεια. Γι΄αυτό ο Αριστοτέλης ήταν θερμός οπαδός της δημόσιας εκπαίδευσης, όπου η πολιτεία θα παρείχε σε όλους ανεξαίρετα την ίδια ποιότητα γνώσης, θα καλλιεργούσε την αρετή και θα συνέβαλε στην πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξή της. Ως προς τα σχολεία, υπήρχαν κάποιες σχολές με αξιόλογους δασκάλους αλλά και πνευματικά κέντρα, όπου σπούδαζαν νέοι από άλλες ελληνικές πόλεις.
          Η γενική μόρφωση ή αλλιώς εγκύκλια μαθήματα περιλαμβάνουν τη διδασκαλία των γραμμάτων, της γυμναστικής, της μουσικής και της ιχνογραφίας.64 Όλα τα μαθήματα πρέπει να συμβάλουν στην κάθε μορφής υγεία των ατόμων και να είναι σύμφωνα με τη φυσιολογική ανάπτυξη τους.  
Η αρετή της ανδρείας προϋποθέτει ένα ήρεμο κοινωνικό περιβάλλον για την εκδήλωσή της. Οι βαριές σωματικές ασκήσεις ενδείκνυνται μόνο γύρω στο 17ο έτος της ηλικίας, όταν έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος των θεωρητικών μαθημάτων, γιατί συμβαίνει η μεγάλη καταπόνηση του σώματος να εμποδίζει τη διάνοια, όπως και η πνευματική εμποδίζει το σώμα.
Ως  προς τη χρησιμότητα της μουσικής άλλοι προγενέστεροι ή σύγχρονοι του Αριστοτέλη πίστευαν πως συμβάλλει στην καλλιέργεια του ατόμου, ή ότι αποτελεί προϋπόθεση της παιδείας ή ότι είναι μια πολλή καλή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου ή πως  είναι παιχνίδι προς ευχαρίστηση. Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του συναινεί σε όλα, δηλαδή πως η μουσική προσφέρει και παιδεία και τέρψη και πνευματική καλλιέργεια. Πρώτιστα όμως συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών χαρακτήρων με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η διδασκαλία της ως μάθημα από τη νηπιακή ακόμη ηλικία. Μάλιστα για την επιλογή της διδασκαλίας των κατάλληλων μελωδιών ορίζονται άτομα με φιλοσοφική μόρφωση καταρτισμένοι σε μουσικά θέματα, ικανοί να επιλέγουν τα καταλληλότερα για την κάθε ηλικία.
          Από τα μουσικά όργανα προτείνεται ήδη από την προσχολική ηλικία ο κρόταλος του Αρχύτα, δύο δίσκοι μεταλλικοί που στην κίνηση τους παράγουν ήχο, ενώ ο αυλός ενδείκνυται μόνο σε περιπτώσεις που απαιτείται η κάθαρση. Θεωρώντας ο Αριστοτέλης πως οι μελωδίες απομιμούνται καταστάσεις της πραγματικότητας, όπως οργή ή πραότητα, ανδρεία ή λιποψυχία κ.α., και γνωρίζοντας πως η μουσική συμβάλλει στην αισθητική και ηθική πρόοδο του ατόμου, προτείνει ως κατάλληλες για τη διαπαιδαγώγηση τις ηθικές μελωδίες αλλά και άλλες κατόπιν αυστηρής επιλογής.
          Με τον όρο φιλοσοφία ο Αριστοτέλης συμπεριλάμβανε όλη τη γκάμα των επιστημών. Έτσι στο θεωρητικό είδος που ασχολείται με το πραγματικό, ανήκουν τα μαθηματικά, η φυσική και η θεολογία, στο πρακτικό, που πραγματεύεται τις ακούσιες πράξεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να επιλέξει τα μέσα για να πραγματώσει ό,τι επιθυμεί, ανήκουν η Πολιτική, η Οικονομική και η Ηθική. Τέλος στο ποιητικό είδος ανήκουν η ποίηση και οι καλές τέχνες. Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως οι ποιητές  είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι του λαού, γιατί η Ποιητική είναι η τέχνη  που μιμείται τον ανθρώπινο λόγο, συναίσθημα και πράξη.
          Γενικά η αριστοτελική εκπαίδευση τονίζει την ηθική άσκηση,  την ενεργητική και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών σε πράξεις θάρρους, δικαιοσύνης , εγκράτειας, καλλιεργεί την αγάπη για το αγαθό και την αποφυγή οτιδήποτε κακού, μεριμνά για την κοινή, δημόσια και χωρίς διακρίσεις παιδεία όλων των πολιτών ανακαλύπτοντας πάντα τις φυσικές κλίσεις του καθενός χωριστά, ασκώντας τις αρετές τους και καλλιεργώντας εσωτερικές τους δυνάμεις όπως τη φαντασία, τη μνήμη, τη θέληση και σκέψη, φρόνηση και ευδαιμονία. Γιατί πράγματι, στόχος της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι  το «ευ ζην», δηλαδή η πολιτική ωρίμανση των πολιτών, η ηθική και πνευματική τελείωσή τους μέσα στο πλαίσιο της πολιτείας που εξασφαλίζει τις απαραίτητες συνθήκες για να αναζητήσει ο άνθρωπος- πολίτης το δρόμο προς την ευδαιμονία, που αποτελεί πεμπτουσία όλων των αρετών.
          Τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης θεωρούν την προσφορά της παιδείας ύψιστης σημασίας. Η παιδεία ως δημόσιο αγαθό οφείλει να είναι προγραμματισμένη, κατάλληλα δομημένη με στόχο την απόκτηση της αρετής και περαιτέρω της ευδαιμονίας. Οι πολίτες οφείλουν να έχουν ηθικά ενδιαφέροντα και να μεριμνούν πώς θα γίνουν ενάρετοι. Η σοφία, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη συμβάλλουν στο «είναι τε και ζην» της πολιτείας.. Βασική προϋπόθεση της παιδείας είναι η καλή οργάνωση του κράτους. Κοινή θέση επίσης, αποτελεί πως η εκπαίδευση του ατόμου πρέπει να αρχίζει από τη γέννησή του,- γι΄αυτό πρέπει να ελέγχεται και η δημιουργία της οικογένειας-, με την κατάλληλη επιλογή διδακτικών μέσων, τέτοιων που θα κατευθύνουν και θα συμβάλλουν στην πνευματική και σωματική ωριμότητά τους.
          Πλάτωνας και Αριστοτέλης πιστεύουν στην ανύψωση της παιδείας μέσα στο πνεύμα του «πολιτεύματος», το οποίο οδηγεί σε υπέροχες μορφές του πνεύματος. Μια πρώτη μορφή μάθησης θεωρεί ο Πλάτωνας τη γνώση από τη συνήθεια και τη μίμηση ενώ ο Αριστοτέλης λέει «και τας μαθήσεις ποιείται διά μιμήσεως πάντας»65
Ο Πλάτωνας προτάσσει τη σωματική αγωγή από την πνευματική. Και ο Αριστοτέλης όμως πρεσβεύει ότι επειδή η λογική έπεται και σωματική ανάπτυξη προηγείται, για να καταστεί το σώμα ισχυρό  για την οικοδόμηση υγιούς οργανισμού, η γυμναστική άσκηση πρέπει να προηγηθεί από κάθε άλλη αγωγή.66 Βασικό επίσης σημείο της εκπαίδευσης και των δύο φιλοσόφων ήταν η κοινή εκπαίδευση που προόριζαν τόσο για τα αγόρια όσο και τα κορίτσια.
          Διάσταση απόψεων στους δύο φιλοσόφους υπάρχει ως προς την προσφορά  της ποίησης, την οποία αφενός ο Πλάτωνας καταδικάζει γιατί ο υλικός κόσμος που αυτή προβάλλει δεν αποτελεί μίμηση της ιδέας  άρα δεν ωφελεί, αφετέρου ο Αριστοτέλης θεωρώντας την τέχνη ως φαινόμενο ζωής, γι΄αυτό και θεμελιώνει τη λειτουργικότητά της μέσα στην ζωή. Έτσι η τραγωδία αποτελεί την αλήθεια της ζωής και ο καλλιτέχνης λέει πως μιμείται τα «καθόλου» κι όχι τα «καθ΄έκαστον». Το «καθόλου» είναι αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας και η φιλοσοφία σπουδάζει και γνωρίζει τα όντα. Από την άποψη αυτή η Ποίηση συγγενεύει προς τη φιλοσοφία, αποκαλύπτει κι αυτή με το δικό της τρόπο την αλήθεια των όντων.
          Ανακεφαλαιώνοντας αξίζει να τονίσουμε ότι ο Πλάτωνας ήταν εκείνος ο οποίος πρώτος κατέστησε την παιδεία αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης συνδέοντάς τη με τη φιλοσοφία. Εμβάθυνε στον ουσιαστικό της χαρακτήρα τονίζοντας τη μόρφωση της ανθρώπινης ψυχής στη βάση της ενόρασης των ιδεών που είναι ο σκοπός  της όλης παιδευτικής διαδικασίας..
Από την άλλη πλευρά ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παιδεία θεωρώντάς την ένα από τα βασικά μέσα που ωθούν τον άνθρωπο στην ευδαιμονία και στην αρετή. Καλλιεργώντας τη φιλοσοφία συμπεριλαμβάνοντας σ΄αυτή όλους τους επιστημονικούς κλάδους δίκαια χαρακτηρίστηκε «πατέρας της σύγχρονης επιστήμης». Αναμφίβολα η προσφορά του είναι αδιαμφισβήτητη μέσα στο χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης και έρευνας. Εξάλλου μέσα από το εκπαιδευτικό του σύστημα μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα χρήσιμα και για τη σύγχρονη εκπαίδευση.
                                                

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Πλάτωνος Πολιτεία 423e
  2. Πλάτωνος Πολιτεία 421e
  3. Σακορράφου Δ.»Πλάτωνος Κοινωνιολογικαί και Παιδαγωγικαί αρχαί»,σελ.213-225
  4. Νασιάκου Κ.,«Ηπαιδεία στον Πλάτωνα»,σελ.324
  5. Πολιτεία,Ι. 607a-e
  6. Πολιτεία,Ζ.522c
  7. Πολιτεία,Ζ.522c-529d
  8. Nόμοι 817e-818a
  9. Μέμμου Ν.,»Η πολιτεία του Πλάτωνα», Θεσ/νίκη , 1994,σελ.694
  10. Μέμμου Ν.,»Η πολιτεία του Πλάτωνα», Θεσ/νίκη , 1994,σελ.694
  11. Πολιτεία,Ζ.526d-527e
  12. Μέμμου Ν.,»Η πολιτεία του Πλάτωνα», Θεσ/νίκη , 1994,σελ.697
  13. Lippman Edward, Musical Thought in Ancient Greece, New York, 1964,σελ.70
  14. Ιωαννίδης Κλείτος,»Ρυθμός και αρμονία. Η ουσία της μουσικής και του χορού στην  πλατωνική παιδεία», Λευκωσία, 1973, σελ.50
  15. Lippman Edward, Musical Thought in Ancient Greece, New York, 1964,σελ.85
  16. Lippman Edward, Musical Thought in Ancient Greece, New York, 1964,σελ.72
  17. Lippman Edward, Musical Thought in Ancient Greece, New York, 1964,σελ.72
  18. Ιωαννίδης Κλείτος,»Ρυθμός και αρμονία. Η ουσία της μουσικής και του χορού στην  πλατωνική παιδεία», Λευκωσία, 1973, σελ.16
  19. Πλάτωνος Πολιτεία,404b
  20. Πλάτωνος Πολιτεία,403cd και 404ab
  21. Πλάτωνος Πολιτεία, 410c
  22. Πλάτωνος Πολιτεία,505a
  23. Nόμοι, 644a
  24. Nόμοι 793e-794c
  25. Nόμοι 794b
  26. Nόμοι 801cd
  27. Nόμοι 799b-801d
  28. Nόμοι 817a-d
  29. Nόμοι 814d-816b
  30. Nόμοι 802e
  31. Nόμοι 658e-659b
  32. Nόμοι 667b,671a,802ab,812bc
  33. W.Anderson,”Ethos and Education in Greek Music”,1966,σελ.88
  34. Nόμοι 665ab,672d
  35. Nόμοι 819b-d
  36. Ρήγας –Κωνσταντόπουλος, «Η παιδεία των φυλάκων και η κριτική της παραδοσιακής αγωγής στην Πλατωνική Πολιτεία».,σελ.445-455
  37. Πλάτωνος Πολιτεία, Β.376c
  38. Βarrow.R.,”Plato and education”,1976,σελ.25
  39. Γεωργούλης Κ.Δ.,»Πλάτωνος Πολιτεία»,εκδ.Σιδέρη, Αθήνα,1963
  40. Αριστοτέλους Πολιτικά,1337b34-35
  41. Αριστοτέλους Πολιτικά,1338a
  42. Αριστοτέλους Πολιτικά,1337a27-29
  43. Αριστοτέλους Πολιτικά,1337a22
  44. Αριστοτέλους Πολιτικά,H.1335b31-33
  45. Αριστοτέλους Πολιτικά,H1333a31
  46. Ross.«Αριστοτέλης»,σελ.269
  47. Ross.«Αριστοτέλης»,σελ.269
  48. Αριστοτέλους Πολιτικά,Ζ1322a40-42
  49. Ηθικά Νικομάχεια,1119b13-14
  50.  Αριστοτέλους Πολιτικά,H1336b2-14
  51. Τσάτσος Κ.,»Η κοινωνική φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων»,σελ.269
  52. Ηθικά Νικομάχεια,1103a5-7
  53. Ηθικά Νικομάχεια,1102a5-35
  54. Ηθικά Νικομάχεια,1106b36
  55. Ηθικά Νικομάχεια,1332a38b5 , 1103b17-26
  56. Ηθικά Νικομάχεια,1448b5-9
  57. Περί αισθήσεως και αισθητών,445a16-17
  58. Περί μνήμης και αναμνήσεως,452a30
  59. Περί αισθήσεως και αισθητών,1142a15-16και Πολιτικά,H.1337b39-40
  60. Πολιτικά,Θ.1335a25-26
  61. Πολιτικά,Θ.1335b22-25
  62. Πολιτικά,H.1336b21-25
  63. Πολιτικά,H.1337b23-25
  64.  Πολιτικά,H.1337b23-28
  65. Σακορράφου Δ.»Πλάτωνος Κοινωνιολογικαί και Παιδαγωγικαί αρχαί»,σελ.240
  66. Σακορράφου Δ.»Πλάτωνος Κοινωνιολογικαί και Παιδαγωγικαί αρχαί»,σελ.274

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
§  Πλάτωνος Πολιτεία, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα,1963
§  Πλάτωνος Πολιτεία, τομ. Α, Β, μτφρσ. Γρυπάρη, εκδ.Ι.Ζαχαρόπουλος
§  Πλάτωνος Νόμοι, τομ.Α,Β, απόδ. Μοσκόβη Β., Νομική Βιβλιοθήκη
§  Αριστοτέλους Πολιτικά, τομ.Ι, μτφρς.-σχόλια Λεκατσά Π., εκδ.Ι.Ζαχαρόπουλου, Αθήνα,1939
§  Άπαντα Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, εκδ. Ωφέλιμου Βιβλίου, Αθήνα, 1979
§  W.Anderson,”Ethos and Education in Greek Music”,
§  Βarrow.R.,”Plato and education”,London,1976
§  Γεωργούλη Κ.Δ., Πλάτωνος Πολιτεία ,εκδ.Σιδέρη, Αθήνα,1963
§  Γεωργούλη Κ.Δ.,Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ.Παπαδήμα Δ., Αθήνα, 1957
§  Γεωργούλη Κ.Δ., Αριστοτέλης ο Σταγηρίτης, εκδ. Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, Θεσ/νίκη, 1962
§  Ingemar During, Ο Αριστοτέλης, παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 1991
§  Ιωαννίδη Κλείτου, “Ρυθμός και αρμονία. Η ουσία της μουσικής και του χορού στην  πλατωνική παιδεία», Λευκωσία, 1973,
§  Lippman Edward, Musical Thought in Ancient Greece, New York, 1964,σελ.72
§  Μέμμου Ν., Η πολιτεία του Πλάτωνα, εκδ.Πουρνάρας, Θεσ/νίκη , 1994
§  Νeubecker J.A.,Η μουσική στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρσ. Φιδέτζη Μ., εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1986
§  Ρήγα –Κωνσταντόπουλου, Η παιδεία των φυλάκων και η κριτική της παραδοσιακής αγωγής στην Πλατωνική Πολιτεία
§  Romily J., Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, μτφρσ. Αγκαβανάκης Ν., εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1992
§  Ross.D., Plato’s Theory of Ideas, Oxford University Press, 1966
§  Ross.D.,Αριστοτέλης, μτφρς. Μήτσου Μ., Αθήνα, 1991
§  Σακκάς Α., Πλάτωνας, Μια κριτική ανάλυση της κοινωνικής-πολιτικής θεωρίας του, εκδ. Gutenberg,Αθήνα, 1984
§  Σακορράφου Δ., Πλάτωνος Κοινωνιολογικαί και Παιδαγωγικαί αρχαί, εκδ. Εμμ. Πετράκη, Χανιά, 1957
§  Τσάτσου Κ.,Η κοινωνική φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων, Εκδ. Εστία, Αθήνα, 1970
§  Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη,1985
§  Ζιώγου-Καραστεργίου Σ., Η παιδαγωγική σκέψη από τον Πλάτωνα ως τη Μ. Μοντεσσόρι, Ανθολογία Κειμένων, εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη,1996